Υπερρεαλισμός στη σκηνή: Ο στρατιώτης “Λαβ” και η πολυπρόσωπη “Κάσσυ”
Eντυπώσεις από τις παραστάσεις «Ένας στρατιώτης με το όνομα Λαβ» του Ιάσονα Σίγμα στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου και «Κάσσυ» του Ανδρέα Φλουράκη στο Από Μηχανής Θέατρο
Η υπερρεαλιστική γραφή με τους αλλόκοτους χαρακτήρες είναι αντιπροσωπευτική του σύγχρονου θεατρικού λόγου. Στα πλαίσια αυτά η εξέλιξη στην υπόθεση ξεφεύγει από τις συμβατικές και αναμενόμενες φόρμες, ενίοτε γίνεται δυσδιάκριτη, ταυτίζεται κυρίως με τη συμβολική διάσταση και την ερμηνεία της -προσωπική πολλές φορές-. Από την άλλη οι ήρωες δεν ανήκουν στον οικείο κόσμο του θεατή, δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς σημεία αναφοράς και πολύ περισσότερο ταύτισης μαζί τους, καθώς δε δρουν εντός -ανεκτής έστω- λογικής. Υπάρχουν κατά συνέπεια αρκετά “εμπόδια” ώστε ένα τέτοιο κείμενο να μπορέσει να γίνει αποδεκτό ή ακόμα και ανεκτό σε ευρύ κοινό, με τη σκηνοθεσία να αποτελεί τη γέφυρα σύνδεσης με τη “γήινη” απεικόνιση του γραπτού λόγου και του εξορθολογισμού του.
Θα σταθούμε σε δύο έργα σύγχρονων συγγραφέων που διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στη σκηνή και έχουν ως κοινό σημείο το υπερρεαλιστικό σύμπαν και τα παρελκόμενα του:
“Ένας στρατιώτης με το όνομα Λαβ“, του Δημήτρη Σδρόλια (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ιάσονας Σίγμα) στο Εθνικό Θέατρο
Το κείμενο, βραβευμένο το 2016 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου, διαθέτει πολλές φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, προφανώς ανάλογες των σπουδών του συγγραφέα του. Ένα νεαρός στρατιώτης, ο Λαβίνιος, δεινός πολεμιστής, ασθενεί από «έρωτα», μεταδίδοντας ανεξέλεγκτα τον ιό στους συστρατιώτες του αρχικά, στον καθένα εν συνεχεία που θα συναντήσει μετά την απόδρασή του από το στρατόπεδο. Αυτός είναι ο Λαβ, ένας ήρωας που ψάχνει την ταυτότητα του, ένας μεσσίας που κηρύσσει την «αγάπη», ένας νέος πανσεξουαλικός Διόνυσος που δίνει τον έρωτα του σε όλους, χωρίς διακρίσεις και μέτρο, φέρνοντας εν τέλει το χάος, βρίσκοντας ο ίδιος παρόμοιο τέλος με εκείνο που συναντάμε στις «Βάκχες» καθώς κατασπαράσσεται από το μαινόμενο πλήθος.
Ποικίλοι και ανοιχτοί είναι οι συσχετισμοί -κυρίως κειμενικοί- που μπορούν να γίνουν τόσο για την υπόθεση εν γένει, όσο και για τον ήρωα (Διόνυσος, Ιησούς, Ρομπέρτο Τσούκο κ.ά.) Προσωπικά μου θύμισε ήρωα του Αρτώ από το «Θέατρο της Σκληρότητας», καθώς ο Λαβ, με όπλο του τον “άγριo” έρωτα και την απόλυτη ελευθερία που πρεσβεύει αντιτίθεται στην αυτοματοποιημένη κοινωνία, εκφράζοντας εκείνους που δεν συμβιβάζονται με αυτή, όσους μέσα στο σύστημα δεν μπορούν να επικοινωνήσουν όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό τους, ψάχνοντας απεγνωσμένα διέξοδο.
Η αφαιρετική, λιτή γραμμή της Ελένης Μποζά κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να μεταφέρει στο μυστηριώδες σύμπαν του Λαβ. Ωραίες εικόνες, έμφαση στην κίνηση (εύσημα στη Βάλια Παπαχρήστου), μουσικότητα, συγκροτούν περισσότερο ένα εικαστικό αποτέλεσμα μιας καλοδουλεμένης performance και λιγότερο μιας εύληπτης θεατρικής παράστασης. Ίσως για αυτό να απουσίαζαν και σημαντικές στιγμές του τέλους του Λαβ που ενδεχομένως προσέφεραν πόντους στην κατανόηση της ιστορίας και της δομικής πρόσληψής της. Στο ύψος των περιστάσεων στάθηκε το σύνολο των ερμηνευτών, ωραίες σκηνικές παρουσίες, αποτελεσματικοί στη σύνθετη δράση τους επί σκηνής. Ιδιαιτέρως εμπνευσμένα το αναπροσαρμόσιμο σκηνικό και τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη.
Συμπερασματικά πρόκειται για μια αλλοπρόσαλλη ιστορία που εξελίσσεται σε ένα σκοτεινό περιβάλλον μέσα στην οποία μπορεί να διακρίνει κανείς τον έρωτα ως κινητήριο μοχλό αφύπνισης σε μια καταπιεσμένη κοινωνία όπου αλώβητα δεν μένουν ούτε τα πιο ανέγγιχτα από την αγάπη μέλη της (στρατιώτες-μηχανές, πόρνες, άστεγοι, φιλοχρήματοι και εξουσιαστές). Είναι αλήθεια ότι η παράσταση δυσκολεύεται να βρει απήχηση στο ευρύ κοινό, μπορεί όμως άξια να σταθεί σε θεατές με ανοικτή ματιά και καλοπροαίρετη διάθεση, καθώς είναι μια μοντέρνα και με ευαισθησία -έστω και όχι με τόσο εμφανή τρόπο σε ένα πρώτο επίπεδο- δουλειά.
“Κάσσυ” του Ανδρέα Φλουράκη στο Από Μηχανής Θέατρο: Μια γυναικεία υπόθεση
Εμπνευσμένο από τη μυθολογική Κασσάνδρα και τους χρησμούς της το κείμενο του Αντρέα Φλουράκη (Γ’ Βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Μονοδράματος για τη διετία 2006-2008, οργανωμένου από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου και την UNESCO) καθίσταται ως προς τη θεατρική του αναπαράσταση μια αμιγώς γυναικεία υπόθεση: τέσσερις γυναίκες ηθοποιοί, η Μυρτώ Αλικάκη, η Αμαλία Αρσένη, η Φαίη Ξυλά και η Λένα Ουζουνίδου σκηνοθετούνται από τέσσερις γυναίκες, την Κίρκη Καραλή, τη Λίλλυ Μελεμέ, τη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη και την Κυριακή Σπανού πλάθοντας ισάριθμες εκδοχές Κάσσυ (Κασσάνδρας), σε μια παράσταση που ξεφεύγει από τις νόρμες.
Εδώ η υπερρεαλιστική γραφή σχετίζεται με το ονειρόδραμα και τους συνειρμούς -η αποκωδικοποίησή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση-, έχει να κάνει κυρίως με τον χρόνο καθώς αυτός δεν ακολουθεί την έλλογη σταθερά παρελθόν-παρόν-μέλλον αλλά μπλέκονται όλα μεταξύ τους, καθώς και με τον τόπο αφού επιχειρείται σύνδεση πάνω και κάτω κόσμου.
Κοινή αφετηρία για τις τέσσερις διαφορετικές Κασσάνδρες είναι το τηλέφωνο που δέχονται από την επίγεια Ιφιγένεια. Κάθε μια θα πλάσει τον δικό της μονόλογο αντιπροσωπεύοντας μια διαφορετική υπόσταση και εποχή. Είναι αλήθεια ότι ο θεατής πρέπει να είναι συγκεντρωμένος στην εκάστοτε Κασσάνδρα γιατί εύκολα μπορεί να χαθεί στον κόσμο της, μέσα στο υπερρεαλιστικό πλαίσιο που αυτός τίθεται. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε εποχή και κοινωνία έχει τη δική της Κασσάνδρα που εκπέμπει προειδοποιήσεις, ο κόσμος όμως επιλέγει να μην ακούει.
Οι ηρωίδες στην πορεία προς τη γη φέρνουν στη μνήμη τους παλιότερα και πρόσφατα πράγματα και πρόσωπα καθώς ανάμεσα σε άλλα κάνουν λόγο για την χαμένη Ατλαντίδα, για νεραΐδες, τον Σπάιντερμαν, τη Σινέντ Ο’ Κόνορ, σε μια λεκτική αθωότητας, που φτάνει και την αφέλεια σε στιγμές, δημιουργεί όμως την αυθόρμητη συμπάθεια. Από την άλλη μοιάζουν να έχουν πλήρη επίγνωση του σύγχρονου κόσμου και του δικού τους ρόλου που είναι να προειδοποιήσουν για τα “δεινά”, αφήνοντας ανοικτό ωστόσο το περιεχόμενό τους για τον κάθε θεατή. Μέσα σε αυτή τη “σύγχυση” προσπαθεί κανείς να εντοπίσει την ισορροπία ανάμεσα στα δίπολα: στο παραμύθι και την πραγματικότητα, στο κακό και το καλό όνειρο, στο δράμα και την κωμωδία, μια διαδικασία που αποδεικνύεται, αν και δύσκολη, εν τέλει γοητευτική.
Η αρχική μορφή του μονολόγου διασκευάζεται σε τέσσερις ισότιμα κατανεμημένες μορφές της Κάσσυ, όπου η κάθε μια έχει ευδιάκριτο χαρακτήρα: η Μυρτώ Αλικάκη είναι η επαναστάτρια Κάσσυ, η Αμαλία Αρσένη η συναισθηματική και ευσυγκίνητη Κάσσυ, η Φαίη Ξυλά η τραγική Κάσσυ που εγκλωβίζεται από τα σκαμπανεβάσματά της και η Λένα Ουζουνίδου η πιο μυθική Κάσσυ. Η κάθε μια με τον τρόπο της ξεχωριστά και όλες μαζί ως σύνολο εξαιρετικές.
Συμπερασματικά δεν έχουμε μια κλασική παράσταση με ευκολίες, η οξεία κρίση είναι επιβεβλημένη καθώς τα υπαρξιακά ζητήματα που τίθενται με υπόκρυφο χιούμορ δημιουργούν μια ασυνήθιστη, κεφάτη και ενδιαφέρουσα δουλειά που βρίσκει πρόσφορο έδαφος κυρίως σε πιο μυημένο θεατρικά κοινό.