Η ληστεία
Ο σκηνοθέτης του «13 Τζαμέτι», Γκέλα Μπαμπλουάνι επιχειρεί να σχεδιάσει την «τέλεια ληστεία» αλλά δεν υπολογίζει τον απρόβλεπτο παράγοντα.
Οι καιροί είναι δύσκολοι για τον Ντανί και τον Ερίκ, δύο παιδικούς φίλους που δουλεύουν στις αποβάθρες της Χάβρης για να βγάλουν τα προς το ζην. Eνα απόγευμα, η Aλεξ, η αδελφή του Ερίκ, παρακολουθεί τυχαία την παράδοση μιας βαλίτσας γεμάτης χαρτονομίσματα κι αποφασίζει να ακολουθήσει τον άντρα που την παρέλαβε μέχρι το σπίτι του. Η Aλεξ πείθει τον Ερίκ και τον Ντανί πως αυτή η βαλίτσα με τα χρήματα μπορεί να τους αλλάξει τη ζωή, κι έτσι οι τρεις φίλοι παίρνουν την απόφαση να ληστέψουν το σπίτι.
Όλη η πρώτη μισή ώρα είναι αφιερωμένη στην αδιέξοδη ζωή κάποιων φτωχοδιάβολων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα εργατικά διαμερίσματα της Χάβρης, χρέη στους νταβατζήδες της γειτονιάς, βία και δυσοσμία, παρά το σχεδόν ειδυλλιακό τοπίο μιας πόλης που τα τελευταία χρόνια έχει ταυτιστεί με τα πιο μελανά κεφάλαια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Το να πιάσουν την καλή μέσω της παρανομίας είναι η μόνη λύση που φαίνεται εφικτή για τους τρεις αντιήρωες. Και η τύχη φαίνεται να τους χαμογελά όταν μπουκάρουν στο σπίτι-στόχο και αντικρύζουν τον ιδιοκτήτη της βαλίτσας έτοιμο – τι έτοιμο δηλαδή, αφού βρίσκεται μια ανάσα πριν από το τέλος- να κρεμαστεί. Η συνείδηση τους όμως δεν τους επιτρέπει να πάρουν τα λεφτά και να φύγουν αφήνοντας πίσω τους τον αυτόχειρα για τον οποίο δε γνωρίζουν τίποτα: ούτε ποιoς, ούτε πόσο σημαντικός είναι. Αυτή όμως η λίγη αχτίδα ανθρωπιάς, η ελάχιστη ένδειξη πως δεν έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα θα γίνει η αφορμή για να ξεκινήσει ένα αδυσώπητο κυνηγητό γεμάτο ανατροπές, ψυχολογικές εντάσεις, σφιχτοδεμένη δράση. Δεν είναι όλα βέβαια πειστικά φτιαγμένα ή χωρίς κενά στα δεσίματα τους, αλλά η πλοκή ρέει με τη δέουσα αγωνία και αμφισημία που σημαδεύει ταινίες σαν του λόγου της. Το ζητούμενο φυσικά είναι αν μπορεί να υπάρξει «τέλειο σχέδιο» σε ένα σκηνικό δοκιμασίας για τις αντοχές (ψυχικές, σωματικές, πνευματικές, ηθικές) του κάθε ήρωα ξεχωριστά. Κι εκεί ο Μπαμπλουάνι δεν είναι απλώς κατηγορηματικός αλλά κάθετος.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης