Το Φεστιβάλ Αθηνών τιμά τη Λούλα Αναγνωστάκη – Οι συντελεστές του αφιερώματος μιλούν για το συγγραφικό φαινόμενο
Μια έκθεση, δυο παραστάσεις, ένα συμπόσιο, μια μεγάλη έρευνα, ένα πρόσωπο. Οι πέντε βασικοί συντελεστές του φεστιβαλικού αφιερώματος – η Δήμητρα Κονδυλάκη, ο Γρηγόρης Ιωαννίδης, η Ρούλα Πατεράκη, ο Γιάννης Μόσχος και ο Μάνος Καρατζογιάννης μιλούν για τη Λούλα Αναγνωστάκη που γνώρισαν. Φωτογραφία εξωφύλλου: Σπύρος Σταβέρης
Η απώλεια της Λούλας Αναγνωστάκη στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου θα σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής για την μεταπολεμική θεατρική συγγραφή. Η κορυφαία εκπρόσωπος του θα πετούσε για ουρανούς κατακόκκινους με κείμενα που μύριζαν όπως ακριβώς μυρίζει πριν ξεσπάσει καταιγίδα καταγράφοντας μια εποχή εξίσου ταραχώδη και ηττημένη.
Το σαρωτικό φαινόμενο Λούλα Αναγνωστάκη που συγγραφικά σίγασε το 2002 με την κατακλείδα του «Σ’ εσάς που με ακούτε» προσεγγίζει και το Φεστιβάλ Αθηνών με ένα μεγάλο αφιέρωμα, μια σύνθεση δράσεων που επιχειρεί να καλύψει το σύνολο του έργου της: Τα «Δωμάτια Μνήμης» (3 Ιουνίου έως 19 Ιουλίου) σε επιμέλεια της θεατρόλογου Δήμητρας Κονδυλάκη, μια αναδρομική έκθεση – εγκατάσταση που περιηγείται σε καθένα από τα κείμενα της.
Την «Πόλη» (10 -12 Ιουνίου), τη δεύτερη σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου πάνω σε κείμενο της μετά την «Παρέλαση» του στη σκηνή του «Αμόρε». Το «Εργοτάξιο Λούλα Αναγνωστάκη» (17- 19 Ιουλίου) όπου η Ρούλα Πατεράκη ψυχαναλύει την εργογραφία της. Οι τρεις τους ως βασικοί συντελεστές του αφιερώματος καθώς και ο θεατρολόγος – καθηγητής Γρηγόρης Ιωαννίδης και ο ηθοποιός – σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης που συνετέλεσαν στην αρχειακή έρευνα και στη δραματουργική συνεργασία μεταφέρουν, ο καθένας ξεχωριστά, μια προσωπική εντύπωση για τον άνθρωπο, τη φυσιογνωμία, τη δημιουργό, το έργο της ως διαχρονική οντότητα και για το θέατρο πριν και μετά από εκείνη. Ο,τι δηλαδή τη συνέθετε την προσωπογραφία της – εκτός από τα ασπρόμαυρα ενσταντατέ με τα σκούρα γυαλιά.
Δήμητρα Κονδυλάκη – Σύμβουλος για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, Επιμελήτρια της έκθεσης «Δωμάτια μνήμης – Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη»
credit Κυριάκος Μακαρονίδης
Πιστεύω πολύ στη δύναμή μας και στη γνώση μας την εσωτερική. Σ’ αυτά που ούτε ξέρουμε ότι τα ξέρουμε, ούτε τα υποπτευόμαστε συνειδητά», έλεγε ο Κάρολος Κουν. Οι χαρακτήρες της Αναγνωστάκη έχουν όλοι κάτι από αυτή την ανυποψίαστη γνώση. «Τα πρόσωπά μου», σημειώνει η ίδια, δεν είναι «περιχαρακωμένα, κινούνται με μια φαινομενική ασυνέπεια, αλλά αυτό τα κάνει πιο πραγματικά κι εξασφαλίζει την πρισματικότητα της προσωπικότητάς τους και την πολλαπλότητα των σχέσεων μεταξύ τους, και με τα γεγονότα». Σε μια λογοκρατούμενη», όλο όμως και πιο παράλογη εποχή, η Αναγνωστάκη έρχεται με συγκινητική αμεσότητα να κλονίσει τις βεβαιότητές μας. Με τους χαρακτήρες της, τόσο αναγνωρίσιμους αλλά και τόσος ανοίκειους ταυτόχρονα, «σκάβει» πέρα από άμεσα ορατό, το στενά ψυχολογικό, το κοινωνικά αποδεκτό. Προχωράει από το καθημερινό στην αποκάλυψη του ανθρώπινου μεγέθους που κρύβεται πίσω από την επιφάνεια: Στην τραυματική αυτή περιοχή όπου το πάθος και η αγωνία για ζωή συνυπάρχουν με μια διαρκή αίσθηση ματαίωσης και αποτυχίας.
Γιατί οι άνθρωποι δεν συντονίζονται μεταξύ τους, όσο κι αν το θέλουν. Και η πραγματικότητα τούς ξεπερνά. Αλλά αυτοί πάντα εξακολουθούν να ελπίζουν. Αγαπώ το θέατρο γιατί είναι η τέχνη που μας βοηθάει να βλέπουμε πίσω από την επιφάνεια, να αποκτάμε επίγνωση της ανομολόγητης πλευράς μας. Και η Λούλα Αναγνωστάκη είναι η κορυφαία μορφή στην Ελλάδα αυτού ακριβώς του θεάτρου.
Γρηγόρης Ιωαννίδης – Θεατρόλογος, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πιστεύουμε σε αυτήν την έκθεση πως η Λούλα Αναγνωστάκη ανήκει δικαιωματικά στη χορεία εκείνων των ποιητών που θα μνημονεύουμε στο μέλλον, και μάλιστα «κάθε που θολώνει ο νους μας». Θα τη μνημονεύουμε για πολλούς λόγους -κάποιοι από αυτούς ιδιαίτερα ιαματικοί. Γιατί εμφάνισε στα πρώτα έργα της, των δεκαετιών του ΄60 και ΄70, το ρήγμα ανάμεσα στις γενιές των Ελλήνων: Aνάμεσα σε μια απελπισμένα πλέον παλιά γενιά της διάψευσης και σε μια ανέλπιδη νέα γενιά της αμφισβήτησης και αβεβαιότητας. Γιατί μπόρεσε να μεταδώσει στη σκηνή του θεάτρου την αίσθηση της ρύπανσης, της ηχητικής, γλωσσικής και ηθικής ρύπανσης, μεταφέροντας το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε η δεκαετία του ΄80. Γιατί προέβλεψε την αποδόμηση των ιδεολογιών κατά τη δεκαετία του ΄90 και γιατί από τη θέση του συγγραφέα προανήγγειλε στη νέα δεκαετία του αιώνα μας ένα θέατρο που θα στρέφεται στο θεατή του μόνο κατά πρόσωπο και θα απευθύνεται σε εκείνους που, ακόμα, ακούνε.
Κυρίως, όμως, πιστεύω πως η Αναγνωστάκη θα μνημονεύεται στο μέλλον γιατί από την πρώτη παρουσία της μέχρι σήμερα έφερε στο ελληνικό θέατρο το πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα όπως αληθινά είναι: Σαν ένας δυσεπίλυτος γρίφος και σαν αίνιγμα. Η Αναγνωστάκη αρνήθηκε τις εύκολες, ετοιμοπαράδοτες λύσεις και τα ιδεολογήματα του παρελθόντος. Μακριά από την ασφάλεια της ιθαγένειας και της «ελληνικότητας» (πολλά έργα της αφορούν άλλωστε το διεθνές περιβάλλον), έξω από την ηθογραφική περαίωση των προσώπων της, κάποτε μακριά ακόμα και από την παραδοσιακή σχέσηαιτίων και αιτιατών που επιβάλλει ο ρεαλισμός, τα πρόσωπα της Αναγνωστάκη αναζητούν – εις μάτην – τη χαμένη τους ταυτότητα σε ένα σπαρασσόμενο κόσμο.
Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιός – σκηνοθέτης
credit Ελίνα Γιουνανλή
Η Λούλα ήταν ένας πολύ δικός μου άνθρωπος. Αλλά μπορώ να πω πως μέσα από το έργο της έχω καταλάβει πάρα πολλά για εκείνην, ίσως περισσότερα από όσα κατάλαβα στη συντροφιά της. Η Λούλα Αναγνωστάκη ήταν ο πιο γερός συγγραφέας που είχαμε στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Και το έργο της, το οποίο ήταν εύθραυστο και πάντα αναζητούσε μια σκέπη προστασίας, ευτύχησε να αναδειχθεί από τον Κάρολο Κουν· εκείνος ανέπτυξε ορθόδοξα την πολιτική του διάσταση, του απέδωσε το σωστό χρώμα και είμαστε τυχεροί που το γνωρίσαμε στο σύνολο του μέσα από δικές του παραστάσεις. Στην πραγματικότητα, ο ένας επηρέασε τον άλλο και μαζί σχημάτισαν μια κοινή γλώσσα για το νεοελληνικό έργο. Δεν νομίζω, δηλαδή, πως υπήρξε μετεμφυλιακός συγγραφέας που δεν αναφερόταν με ένα τρόπο στο ορόσημο Αναγνωστάκη.
Στα μάτια μου, τα κείμενα της – μιας γυναίκας που πολλά είδε και πολλά έπαθε – αντανακλούσαν το δίπολο στο οποίο στερεώθηκε η ζωή της: Από την μια ερημική κι από την άλλη κοσμοπολίτικη. Κι έτσι έφερε, από τη μια, μια πολύ ισχυρή ψυχαναλυτική όψη – που δεν αναγνωρίζεται εύκολα – και από την άλλη μια ακραία πολιτική. Κάπως έτσι το διαβάζω και στο «Εργοτάξιο» γι’ αυτό και δομώ την παράσταση σε δύο αίθουσες – μέρη: Τη «Λευκή» αίθουσα για το ψυχαναλυτικό κομμάτι και την «Κόκκινη» για το πολιτικό γιατί αισθάνομαι πως, κατά ένα διαβολικό τρόπο, μόνο αυτά τα δύο στοιχεία συνομίλησαν στα κείμενα της.
Ο θεατής θα μπορέσει να επιλέξει ποια όψη του έργου της θέλει να προσεγγίσει αφού πρόκειται για περφόρμανς που δρουν παράλληλα (εκτός κι αν θέλει να παρακολουθήσει την παράσταση δύο φορές) αν και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια κοινή αίσθηση που τις διέπει: Η ακρότητα και η σιωπή που χαρακτήριζε τη Λούλα και τη γραφή της.
Γιάννης Μόσχος, σκηνοθέτης
credit Ελίνα Γιουνανλή
Δεκατρία χρόνια πριν, το 2005, είχα την τύχη να γνωρίσω τη Λούλα Αναγνωστάκη. Αφορμή στάθηκε το ανέβασμα του έργου της η «Παρέλαση», το οποίο σκηνοθετούσα τότε στο θέατρο Αμόρε. Επιδίωξα να την συναντήσω όχι μόνο για να την ρωτήσω κάποια πράγματα για το έργο της, αλλά και λόγω της μυθολογίας που υπήρχε για το πρόσωπό της. Η αινιγματική Grande Dame του ελληνικού θεάτρου, με το βλέμμα της κρυμμένο πίσω από τα σκουρόχρωμα γυαλιά της, κλεισμένη στο θρυλικό διαμέρισμά της στο Κολωνάκι. Και να που ο μύθος της επαληθεύτηκε περίτρανα. Η Λούλα Αναγνωστάκη καθόταν μπροστά μου, να με κοιτάει με περιέργεια μέσα από τα σκουρόχρωμα γυαλιά της, σε αυτό το σαλόνι της, που έμοιαζε με σκηνικό θεάτρου κι όχι σπίτι. Κι εγώ να ιδρώνω από την αγωνία που την είχα απέναντί μου. Και να την βομβαρδίζω με ανόητες ερωτήσεις για να μου εξηγήσει τα ανεξήγητα της «Παρέλασης».
Με πολλή ευγένεια και γλυκύτητα η Λούλα Αναγνωστάκη ανέχτηκε τις ερωτήσεις μου, βοηθώντας με υπόγεια να καταλάβω πως δεν είχε κανένα νόημα να της ζητάω εξηγήσεις γι’ αυτά που δεν εξηγούνται και συνεχώς γυρνούσε την κουβέντα στα σημαντικά και ασήμαντα που συνέβαιναν την εποχή. Και όταν άρχισα κι εγώ λίγο να ηρεμώ, άρχισα να αφουγκράζομαι το τρομερό – τόσο υπαινικτικό και λεπτό – χιούμορ της. Ακολούθησαν κάποια τηλέφωνα και μια δεύτερη επίσκεψη στο σπίτι της, κάνοντας με πραγματικά να ξεκαρδίζομαι στα γέλια από τα, γεμάτα χιούμορ, σχόλια της για την πραγματικότητά μας. Και παρόλο που δεν γελούσε η ίδια, καταλάβαινα πόσο την ευχαριστούσε που με διασκέδαζε τόσο.
Τώρα που έχω τη χαρά να δουλεύω ένα ακόμα έργο της από την τριλογία της «Πόλης», συνεχώς τη σκέφτομαι. Και όποτε πάω να δώσω μια απόλυτα λογική εξήγηση στα ερωτήματα που θέτει το αινιγματικό έργο της, μου έρχεται στο νου η όψη της να μου χαμογελάει υποδόρια και σκαμπιλίζω τον εαυτό μου. Γιατί η Λούλα Αναγνωστάκη ήταν πέραν του κόσμου τούτου· συνομιλούσε, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, με το άπιαστο. Το συγγραφικό της έργο είναι τόσο απτό αλλά και τόσο ανεξήγητο, τόσο γριφώδες και κατανοητό μαζί, γήινο και ταυτόχρονα απόκοσμο· μια πραγματικά σπουδαία συγγραφέας, για μένα η σημαντικότερη του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Ελπίζω να μην προδώσουμε τον κόσμο της.
Μάνος Καρατζογιάννης, ηθοποιός – σκηνοθέτης
«Είναι τώρα ο αδύναμος και θα σταθώ με τη μεριά του». Στην παραπάνω φράση της Αντιγόνης θα μπορούσε να συνοψιστεί το ιδεολογικό υπόβαθρο της δραματουργίας της Λούλας Αναγνωστάκη. Και σε μια εικόνα: Ένα κορίτσι σε μια μεγάλη ανηφόρα. Την ανεβαίνει καθημερινά για να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο αδελφό του, ο οποίος έχει καταδικαστεί για τα πολιτικά του φρονήματα, στις χειρότερες φυλακές της χώρας του.
Αν η πνευματική καταγωγή του Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του είναι το «στρατόπεδο» εννοώντας το Μαουτχάουζεν, η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη είναι σίγουρα ο εμφύλιος μια και υπάρχει ως ιστορική αναφορά σχεδόν στο σύνολο των έργων της. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξέφρασε όσο κανείς, όπως αντίστοιχα στην ποίηση και ο αδελφός της Μανόλης Αναγνωστάκης, την ήττα και τα τραύματα του Νεοέλληνα. Η πρώτη φράση που ανταλλάξαμε άλλωστε αφορούσε μια προσωπική της ματαίωση: «Ήθελα να γράφω για τον κινηματογράφο».
Πόσοι ηθοποιοί δεν πραγματοποίησαν το θεατρικό τους ντεμπούτο μέσα από το έργο της – κανείς δεν έγραψε όσο εκείνη για νέους σε ηλικία χαρακτήρες – και πόσοι ομολογημένα μεταγενέστεροι Νεοέλληνες συγγραφείς δεν επηρεάστηκαν από το έργο της.
Ήταν η μάνα μας. Η δραματουργική μας ρίζα. Μάθαινες δίπλα της. Πάντα με την πιο στέρεη κουβέντα στα δύσκολα αλλά και την πιο βαθιά σαρκαστική. Κοντά της αισθανόσουν σαν να έπαιζες σε έργο της, γεννημένος, έτοιμος, θαρραλέος για τη μεγάλη πράξη, ακόμα κι όταν αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τα κοινώς αποδεκτά ιδανικά. Με την τολμηρή της γραφή η Λούλα Αναγνωστάκη στόχευε κατ’ ουσία στην πολιτική μας αφύπνιση.
Μέσα στα εγκλήματα του παρακράτους γράφει στη «Συναναστροφή» (1967) για μια «πόλη που γεμίζει στρατό» για να διακοπούν οι παραστάσεις του έργου λίγες εβδομάδες αργότερα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Το 1981 αναρωτιέται μέσα από τον Σπύρο στην «Κασέτα»: «Τι είναι η Ελλάδα, Γιωργάκη; Οικογενειοκρατία που αναπαράγεται στο φουλ». Ενώ το 2003, μέσα στην ευμάρεια των Ολυμπιακών αγώνων, προοικονομεί: « Όλη η Ευρώπη θα ‘ρθει τα πάνω κάτω. Λένε πως η ψαλίδα ανοίγει, ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος..» («Σ’ εσάς που με ακούτε»).
Ουδείς δε προφήτευσε τόσο τολμηρά τα δεινά της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής, σκιαγραφώντας ήδη από το 1978 τη διχόνοια ως αρχετυπικό στοιχείο της φυλής μας αλλά και υπογραμμίζοντας την αξία της ετερότητας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας – «Αντόνιο ή το Μήνυμα» αλλά και ο «Ουρανός Κατακόκκινος».
«Εγώ δε βολεύομαι. Δεν είμαι ο μέσος όρος. Δεν είμαι από αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι. Εγώ κάνω τη δική μου επανάσταση…»