Μπέργκμαν, Μπέκετ και Φουκουγιάμα: απ’ όλα τα καλά στην 1η εβδομάδα του Φεστιβαλ Αθηνών
Μια σειρά από καλές παραστάσεις άνοιξαν το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, ενισχύοντας το ενδιαφέρον για τη συνέχειά του και υποδεικνύοντας γιατί είναι σημαντικές τέτοιες διοργανώσεις: σε διάστημα δύο μηνών όσοι εκ των θεατών έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στο κόστος των εισιτηρίων, μπορούν να πάρουν μια καλή γεύση για τις εξελίξεις στις παραστατικές τέχνες, καταρχάς στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, οι παραστάσεις ξένων δημιουργών δίνουν την ευκαιρία να δούμε πού βρίσκεται το ελληνικό θέατρο: αν, και σε τι, υστερεί, αν αδικείται από τον τρόπο που λειτουργεί το δίκτυο παραγωγής φεστιβάλ και μεγάλων οργανισμών (και δεν προβάλλεται όσο του αξίζει εκτός Ελλάδας) και πώς μπορεί αυτό να αλλάξει.
«Μετά την πρόβα-Περσόνα» από τον Ιβο Βαν Χόβε
Για παράδειγμα: δεν είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος παραστάσεων του «Μετά την πρόβα» του Ίγκμαρ Μπέργκμαν σε σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, όταν παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η διμερής παράσταση του Ίβο Βαν Χόβε «Μετά την πρόβα-Περσόνα».
Η σύγκριση είναι φυσική. Η πρώτη, του Μουστάκη, εντάσσεται στην κατηγορία του Intima Teater, της παράστασης σε μικρό χώρο, όπου η συνάφεια σκηνής και πλατείας καθορίζει εν πολλοίς και τη σκηνοθεσία και την πρόσληψή της. Στο μικρό θέατρο ηθοποιοί και θεατές είναι τόσο κοντά που μπορείς σχεδόν να δεις την αμφίδρομη διαδρομή της ενέργειας μεταξύ των δύο πόλων. Τα «λάθη» και οι αρετές αποκαλύπτονται με τρόπο που δεν μπορεί να συμβεί στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσική (1.700 θέσεων), όπου φιλοξενήθηκε η παράσταση του Βαν Χόβε.
Παρότι οι θεατές που δεν κάθονται στις μπροστινές σειρές, χάνουν κάτι βασικό στο ρεαλιστικό θέατρο, δεν διακρίνουν καλά τα πρόσωπα των ηθοποιών, ωστόσο συγκρίνοντας την ελληνική και την ολλανδική παράσταση αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά μεγέθους, όχι ως «ποσοτικό» αλλά ως ποιοτικό στοιχείο. Στο «Μετά την πρόβα» του Βαν Χόβε, υπήρχε ο αναγκαίος χώρος για να κινηθούν οι ηθοποιοί και να αναπνεύσει η δράση.
Επιπλέον, ο σκηνοθέτης δεν φοβήθηκε τον ρεαλισμό, οι ηθοποιοί έπαιζαν σαν «κανονικοί» άνθρωποι –χωρίς, ας πούμε την πειραγμένη κινησιολογία της Πηνελόπης Τσιλίκα, που ερμήνευσε την νεαρή Άννα. Ο Βαν Χόβε ακολούθησε ότι υποδεικνύει το ίδιο το έργο και ως προς την επιλογή της Ρέιτσελ (της ώριμης ηθοποιού στο «Μετά την πρόβα»), αναθέτοντας τον ρόλο στην πολύ καλή Marieke Heebink, που μπόρεσε να πείσει για τις ήττες της, για τα ψυχονευρολογικά της προβλήματα, για την εξάρτησή της από το αλκοόλ, όπως δεν μπόρεσε η Μαρία Ναυπλιώτου.
Κι αν ο επαναπροσδιορισμός της αξίας του ρεαλισμού είναι ένα ζητούμενο για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο που ανέδειξε η ανεπιτήδευτη, «φυσική» προσέγγιση του Βαν Χόβε, έχω την εντύπωση ότι τους περισσότερους θεατές κέρδισε το δεύτερο έργο της παράστασης, η διασκευή του «Περσόνα». Εδώ οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους και η εντυπωσιακή σκηνογραφία (νερό, καπνός, φωτισμοί δημιουργούσαν έξοχα ταμπλώ βιβάντ), δημιουργούν το αναγκαίο «ονειρικό» πλαίσιο που επέτρεψε να εισέλθουμε στον περίπλοκες ψυχολογικές εμπλοκές των δύο ηρωίδων.
«Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» του Δημήτρη Κουρτάκη
«Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» του Δημήτρη Κουρτάκη
Δεύτερη παράσταση της εβδομάδας ήταν οι καθ’ όλα ενδιαφέρουσες «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» του Δημήτρη Κουρτάκη. Εξαιρετικό δείγμα installation performance art, αξιοποιεί την «αρχιτεκτονική» κατασκευή και το live video, και σε συνδυασμό με την έξοχη, κινησιολογική (κατά κύριο λόγο) ερμηνεία του Άρη Σερβετάλη, προτείνει μία «Ιδέα» του μπεκετικού ανθρώπου: ο χώρος αποτελεί «προβολή» του ανθρώπου που κατοικεί εντός του (περίκλειστοι κι οι δύο), με μικρά ανοίγματα και ρωγμές που ενισχύουν την εντύπωση του εγκλωβισμού και της επικείμενης κατάρρευσης. Η κίνησή του άνδρα προκύπτει από την ψυχική/διανοητική κατάστασή του για να εκφράσει το διαρκές και οδυνηρό υπαρξιακό angst του.
Να μία παράσταση που φυσιολογικά θα έπρεπε να έχει ήδη βρει το δρόμο της προς τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και θέατρα.
«1993»: σύγχυση και multi-media διδακτισμός
Το «1993» του 30χρονου Ζιλιέν Γκοσλέν, σε κείμενο του 37χρονου Ωρελιάν Μπελανζέ, εντυπωσιάζει και προβληματίζει. Ήδη από το κείμενο που προβάλλεται στην οθόνη (απόσπασμα από το «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα) ενόσω μπαίνουν οι θεατές και έως ότου αρχίσει η παράσταση, μπαίνεις σε σκέψη. Γιατί να χρησιμοποιηθεί ως εισαγωγή μία άποψη που μπορεί να συζητήθηκε τη δεκαετία του ’90, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, αλλά η οποία πολύ σύντομα ξεπεράστηκε από τις (ιστορικές και όχι «μετα-ιστορικές) εξελίξεις; Τουλάχιστον όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, η Ιστορία δεν γίνεται να τελειώσει.
Αλλά έστω ότι σκηνοθέτης και συγγραφέας ρίχνουν «δόλωμα» για να μας κινητοποιήσουν. Την πρώτη ώρα από τα συνολικά 105 λεπτά που διαρκεί η παράσταση, το κοινό δέχεται μία επίθεση από φώτα που αναβοσβήνουν έντονα (προσομοιάζοντας με τα φώτα των αυτοκινήτων όταν διασχίζουν με ταχύτητα ένα σκοτεινό τούνελ) και μίας πυκνής ως προς τις πληροφορίες και τα σχόλια αφήγησης voix off, πρώτα για το CERN (Conseil Européen pour la Recherche Nucleaire) και μετά για το Eurotunnel.
Τα δύο τεχνολογικά επιτεύγματα εξέφρασαν αρχικά την πίστη για την αισιόδοξη πορεία της Ευρώπης στον 21ου αι., αλλά στο μεν πρώτο τα έως τώρα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά και, απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε ο χρόνος της ερευνητικής εργασίας είναι προσδιορίσιμος ούτε και τα αποτελέσματα προβλέψιμα. Τον δε ενθουσιασμό για την ένωση της ηπειρωτικής Ευρώπης με την βρετανική νήσο μέσω υποβρύχιας σήραγγας 50,5 χλμ, λίγα χρόνια αργότερα επισκίασε η φρίκη για την λεγομένη «Ζούγκλα του Καλαί», όπου 7.000 πρόσφυγες και μετανάστες, που επιδίωκαν να περάσουν απέναντι, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες έως και το 2016.
Εκκινώντας, μ’ άλλα λόγια, από το «τέλος της Ιστορίας», αυτό που αποδεικνύεται ότι συνέβη είναι «έξαρση της Ιστορίας», ειδικά μετά το 2001 και το νέο κεφάλαιο της ισλαμικής τρομοκρατίας. Ωστόσο, το ζήτημα «Ευρώπη» είναι αυτό που κυρίως απασχολεί τον Γκοσλέν, γι’ αυτό και εντάσσει στο σκηνικό κείμενο την ομιλία του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρέλαβε τον Δεκέμβριο του 2012 το Νόμπελ Eιρήνης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μνημείο υποκρισίας για μία Ευρώπη της ειρήνης και του ανθρωπισμού που δεν υπήρξε ποτέ, ο λόγος του αποκαλύπτει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των «εξοχοτήτων» που αποφασίζουν για την «Ενωμένη Ευρώπη» και της πλειονότητας του πληθυσμού της, που συμβαίνει να μην ανήκει στις οικονομικο-πολιτικές ελίτ.
Τα τελευταία 45 λεπτά της παράστασης το ύφος αλλάζει. Τώρα η σκηνή χωρίζεται στα δύο: στο επάνω μέρος παρακολουθούμε σε live video προβολή κινηματογραφημένα (μεσαία και κοντινά) πλάνα από το πάρτι που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο στο κάτω μέρος της σκηνής, με πολλά ναρκωτικά και ελεύθερες συνευρέσεις φοιτητών απ’ όλη την Ευρώπη (στο πλαίσιο των ανταλλαγών του προγράμματος Erasmus).
Γιατί o Γκοσλέν συνδέει το Erasmus με ψυχότροπα και όργια δεν γίνεται σαφές. Υπό την βία της ηλεκτρονικής dance μουσικής –που η μόδα της, μαζί με τα χάπια ecstasy, ευτυχώς ξεπεράστηκε- οι νέοι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου υποδύονται συνομηλίκους τους φοιτητές που βουλιάζουν στην επιθυμία για έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι να είναι αγαπημένοι αλλά και στη βία που προκαλεί η διάψευσή της και ο φόβος για τον κόσμο «εκεί έξω». Στην τελική σκηνή η σιωπή (επιτέλους!) επιβάλλεται αλλά δεν είναι λυτρωτική: είναι σιωπή της εξάντλησης, μια σιωπή ψυχρή και απεγνωσμένη.
Aν αφήσουμε στην άκρη το επιθετικό και φλύαρο κήρυγμα του πρώτου μέρους, παρά τις αντιρρήσεις δηλαδή σε σχέση με το περιεχόμενο, την έκταση και την εν γένει διαχείριση του λόγου, το «1993» είναι ένα πολύ καλό δείγμα για το πώς η θεατρική τέχνη (των ηθοποιών στο χώρο), υποχωρεί στη δυναμική της δυσδιάστατης εικόνας. Φαίνεται πως ότι ξεκίνησε ως σχόλιο των θεατρικών δημιουργών αναφορικά με τη σύγχρονη οπτική κουλτούρα (που έχει αλλάξει τον τρόπο που ζούμε και βλέπουμε) και τις εικονικές σχέσεις που έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της φυσικής παρουσίας, εξελίσσεται σε βασική τάση στη σύγχρονη θεατρική πράξη, που έχει τη δύναμη να επηρεάσει δομικά τον σκηνικό κώδικα.
Βγαίνοντας από το «1993», άκουσα θεατές να μιλούν για προπαγάνδα. Από ποιους και προς ποιους, αναρωτήθηκα. Δεν φταίνε, βέβαια, για την ιδεολογική σύγχυση της παράστασης, που τους οδήγησε σε συνομωσιολογικά σενάρια. Το ‘χουμε διαπιστώσει κι άλλες φορές: όταν οι καλλιτέχνες πολιτικολογούν, θεωρητικολογούν και επιδιώκουν να λειτουργήσουν «παρεμβατικά», συνήθως χάνονται στη μετάφραση.
Η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Οικονομία είναι επιστήμες –δεν προσφέρονται για καλλιτεχνικά τσαλαβουτήματα.