Ιωάννης Παπαζήσης: Θεωρώ τον εαυτό μου έναν διασκεδαστή και τίποτα παραπάνω
Όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Στην υποκριτική τον “έσπρωξαν” οι φιλοι του. Μετά από 15 χρόνια στο χώρο και περισσότερες από 40 δουλειές στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση ο Ιωάννης Παπαζήσης αρνείται να δεχτεί τις ταμπέλες “εμπορικό” και “ποιοτικό” στην τέχνη της υποκριτικής.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική;
Δεν ξέρω, νομίζω ότι στην ουσία το αποφάσισαν άλλοι για μένα. Δεν είχα όνειρα να γίνω ηθοποιός, το όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Ξαφνικά στην εφηβεία μου βγήκε χωρίς λόγο, δεν το κατάλαβα ποτέ όμως γιατί, μια πολύ μεγάλη αγάπη να βλέπω ταινίες, μια εμμονή να βλέπω βίντεο στο σπίτι. Μετά καπάκι μου βγήκε, λόγω εφηβείας, να γράφω. Ποίηση, μικρά άρθρα. Προσπαθούσα να γράψω μυθιστορήματα, άρχισα να ζωγραφίζω, αλλά δεν ήτανε ποτέ στα πλάνα μου η υποκριτική. Μου βγήκε πρώτη φορά η ιδέα του να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου, λόγω της εμμονής που είχα με το σινεμά και, γνωρίζοντας μία φίλη μου κι έναν φίλο μου, οι οποίοι ήταν κι αυτοί στην ίδια φάση και καλύτερα από μένα, ως γνώστες του σινεμά, βλέποντάς με πώς είμαι και το πώς κινούμαι στη ζωή μου, μου είπαν ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός. Για μένα ήταν τρελό, ήμουν από τη Δράμα, δεν ήξερα πώς να γίνεις ηθοποιός, δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό… Βρήκαν αυτοί τι πρέπει να κάνω, κατέβηκα στην Αθήνα κι ήμουν τυχερός να είναι η τελευταία χρονιά που θα μπορούσα να δώσω ηλικιακά στο Εθνικό Θέατρο. Έδωσα, πέρασα κι από εκεί και πέρα τα πράγματα κυλήσανε.
Στο παρελθόν σας έχουμε δει και σε πιο “εμπορικούς” ρόλους, ενώ πλέον έχετε αρχίσει να διαφοροποιείστε. Τελικά τι σας εκφράζει; Έχετε μετανιώσει για κάποιο ρόλο;
Εγώ είμαι από αυτούς που δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν ποτέ την τέχνη της υποκριτικής σε εμπόριο και μη εμπόριο. Θεωρώ ότι η λέξη από μόνη της απευθύνεται σε θεατές και σε μη θεατές, σε έναν κλειστό κύκλο θεατών, και για κλειστό κύκλο θεατών δεν παίζω. Κάνοντας τηλεόραση, αυτοί οι ρόλοι θεωρούνται πολύ πιο εμπορικοί, δεν μπόρεσα όμως ποτέ να το ξεχωρίσω μέσα μου. Εγώ έκανα πάντα αυτό που μου ερχόταν μπροστά μου για τις δικές μου ανάγκες, για αυτά που πίστευα ότι έχω ανάγκη εκείνη την εποχή κι έτσι πορεύθηκα μέχρι σήμερα. Τώρα, όσον αφορά να έχω μετανιώσει για ρόλους, όχι. Θεωρώ ότι είναι πολύ άδικο να σβήνεις ένα κομμάτι της προσωπικής σου ιστορίας. Τί θα πει μετάνιωσα; Έχω μετανιώσει για πράγματα που δεν έχω κάνει, όχι για πράγματα που έχω κάνει. Και το θεωρώ πολύ παράξενο, πολύ άδικο, αυτό το κομμάτι του “εμπόριο” και του “μη”. Πέρυσι συμμετείχα σε μία αμερικάνικη ταινία και τώρα κάνω κι ένα δεύτερο κάστινγκ για μια ταινία στην Αγγλία και μου ζητήθηκε ένα βιογραφικό. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι πλέον έκλεισα τις σαράντα δουλειές στα δεκαπέντε χρόνια που δουλεύω και, απ’ αυτές, τηλεοπτικές είναι τρεις, και όλες οι άλλες είναι στο σινεμά και στο θέατρο – και σε σινεμά “όχι εμπορικό” και θέατρο “όχι εμπορικό”. Κι όμως, εμένα με έχουν βάλει σε ένα καλούπι ότι είμαι ένας ευρύτερα γνωστός ηθοποιός, άρα και λίγο “εμπορικός”.
Είμαι για τους εμπορικούς, ποιοτικός και για τους ποιοτικούς, εμπορικός
Ίσως γιατί ξεκινήσατε έτσι…
Ξεκίνησα με το σινεμά. Η πρώτη μου ταινία ήταν το 2003 το “Hardcore”, αυτή κι αν είναι μια “ποιοτική” ταινία. Έγινα όμως γνωστός από τη “Λούφα και Παραλλαγή”. Το ότι στην Ελλάδα, αν γίνεις γνωστός, είσαι εμπορικός, είναι τρομερό. Έχω συνειδητοποιήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια: Ότι ο μόνος που ξέρει την καριέρα μου πραγματικά είμαι εγώ, κανείς άλλος, κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά. Οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι, αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να πουν κάτι για μένα, ξέρουν το ένα τέταρτο, το ένα πέμπτο της πορείας μου και της καριέρας μου. Αλλά, επειδή έχουν την ανάγκη να σε κατατάξουν, σε βάζουν πολύ γρήγορα κάπου για να πετάξουν αυτή την ενοχή από πάνω τους. Εγώ, έτσι όπως ξέρω την καριέρα μου, θεωρώ ότι δυστυχώς καλό θα ήταν να γίνω λίγο πιο “εμπορικός”. Θα χρησιμοποιήσω μια ωραία φράση που μου είχε πει ο Ζούλιας: “εσύ είσαι για τους εμπορικούς, ποιοτικός, και για τους ποιοτικούς, εμπορικός”.
Πιστεύετε ότι σας βοήθησε η εξωτερική σας εμφάνιση, τουλάχιστον στις αρχές;
Από τη σχολή ακόμα, ήμουν απ’ αυτούς που λέγανε -και θυμάμαι τα παιδιά με κοιτούσαν λες κι ήμουν εξωγήινος- ότι η εμφάνιση ενός ηθοποιού, δηλαδή η φάτσα, το σώμα και η ενέργεια που κουβαλάει, παίζουν τρομερά σημαντικό ρόλο στην καριέρα του. Ο Denzel Washington παίζει μια ζωή μαύρους, δεν έχει παίξει ποτέ λευκό, γιατί είναι μαύρος. Η εμφάνισή μου δεν ξέρω αν με έχει βοηθήσει, αλλά σίγουρα, γι αυτή την εμφάνιση με επέλεξαν σε πολλούς ρόλους. Δεν εννοώ αν είσαι ωραίο παιδί ή όχι. Δηλαδή τι να τον κάνω τον Jack Nicholson χωρίς αυτή τη φάτσα; Γενικά, η φάτσα σου, το σώμα σου και η ενέργειά σου ντύνουν τους ρόλους σου.
Ο μεγαλύτερος φόβος και το πιο τρελό όνειρο;
Τον μεγαλύτερό μου φόβο νομίζω ότι σιγά σιγά τον ξεπερνάω. Ο μεγαλύτερός μου φόβος ήταν ότι πάντα πίστευα πως θα φύγω νέος. Πλέον, στα σαράντα μου χρόνια, δεν είμαι νέος νομίζω, άρα σιγά σιγά τον ξεπερνάω αυτόν τον φόβο. Το πιο τρελό μου όνειρο είναι να τα καταφέρω να μη φύγω νέος. Γιατί μέχρι σήμερα τουλάχιστον και μέχρι να κάνω παιδί, υπήρξα ένας άνθρωπος ο οποίος δοκίμασε πολύ έντονα τη ζωή, στα άκρα, σε όλους τους τομείς. Και ήθελα πάντα να τα δοκιμάζω όλα, αλλά να μην την κάνω νωρίς. Νομίζω ότι καλά πάω μέχρι στιγμής, εύχομαι να μην πεθάνω μέχρι να βγει η συνέντευξη.
Την κριτική πώς την εισπράττετε;
Εγώ είμαι από αυτούς που διαβάζουν τις κριτικές και με επηρεάζουν. Μου αρέσουν οι καλές κριτικές και δεν μου αρέσουν οι κακές κριτικές. Είμαι πολύ τυχερός μέχρι στιγμής, γιατί νομίζω πως ό,τι μου έχουν γράψει στο θέατρο είναι πάρα πολύ καλό και χαίρομαι πολύ, αλλά γενικότερα είμαι υπέρ της κριτικής, από τη στιγμή που γίνεται ονομαστικά κι από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι καταξιωμένος σε αυτό που κάνει. Σε αυτήν την περίπτωση τις παίρνω πολύ στα σοβαρά.
Ο κύριος λόγος που ασχολήθηκα μ’ αυτή τη δουλειά είναι για την ψευδαίσθηση ότι δεν κάνω κάτι πολύ νορμάλ
Τι σας προσφέρει το θέατρο που δεν μπορείτε να το βρείτε αλλού στη ζωή σας;
Αυτό σίγουρα με τα χρόνια αλλάζει πάρα πολύ. Όταν ξεκίνησα, ένα από τα πράγματα που μου προσέφερε το θέατρο ήταν ότι βρήκα στη δουλειά της υποκριτικής -και στο θέατρο αλλά και στο σινεμά- την ψευδαίσθηση ότι δεν κάνω κάτι πολύ κανονικό, πολύ νορμάλ μέσα στην κοινωνία. Ότι κάνω κάτι που είναι λίγο έξω από την πραγματικότητα. Μας έλεγε μία δασκάλα μου στο Εθνικό Θέατρο, ότι, άμα συνειδητοποιήσετε τι κάνετε εσείς οι ηθοποιοί, μπορεί να σας τη βαρέσει λίγο, να σαλτάρετε. Δηλαδή, στην ουσία, όλη σας τη ζωή υποδύεστε κάποιους άλλους ανθρώπους. Αν το δεις πραγματικά, είναι λίγο psycho, λίγο τρελό. Δεν αλλάζω βρύσες, δεν έχω ανακαλύψει το DNA, στην ουσία δεν ξέρω τι έχω προσφέρει. Θεωρώ τον εαυτό μου έναν διασκεδαστή και τίποτα παραπάνω. Έναν άνδρα ο οποίος προσφέρει στον κόσμο ψυχαγωγία, άσχετα αν αυτή είναι ψυχαγωγία βαριάς δραματικής κουλτούρας ή ψυχαγωγία ελεύθερης κωμικότητας.
Βέβαια, ένα έργο ή μια παράσταση μπορεί να αλλάξει ακόμα και τη ζωή κάποιου…
Ναι, σαφέστατα. Τώρα, στον “Ηλίθιο” με τον ρόλο που έκανα, επειδή είναι ένας ρόλος που τον αγάπησα πάρα πολύ, μου έχουν μείνει πολλά πράγματα από αυτά που μου έχει πει ο κόσμος. Δεν θα ξεχάσω ότι ήταν μία κυρία που δούλευε στο θέατρο ως ταξιθέτρια, η οποία καθόταν πάντα στην καρέκλα που εγώ έμπαινα και, με το που έμπαινα, πάντα έφευγε, ενώ ήταν σε όλο το έργο εκεί. Μου έκανε τεράστια εντύπωση και τη ρώτηση κάποια στιγμή γιατί φεύγει. Μου είπε “είμαι σε φάση που κάνω χημειοθεραπείες και δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω. Με αυτά που λες, διαλύομαι, δεν μπορώ“. Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, να μπορεί αυτή η δουλειά να σε πηγαίνει πάντα ένα βήμα παρακάτω σε όλους τους τομείς, και ψυχικά, και στο μυαλό σου, και υποκριτικά, και γενικότερα. Αλλά ο κύριος λόγος που ασχολήθηκα με αυτή τη δουλειά είναι να νιώθω αυτή την ψευδαίσθηση ότι δεν κάνω κάτι πολύ νορμάλ. Και γιατί το λέω ψευδαίσθηση; Γιατί, πλέον, μεγαλώνοντας, μπαίνουν πολλά πράγματα στη ζωή, βιοποριστικά, δουλειές που πρέπει να τις κάνεις για να ζήσεις. Ωστόσο, ο κύριος λόγος είναι αυτός: Να νιώθω ότι δεν είμαι ένας κοινός άνθρωπος, που στην ουσία είμαι. Αλλά να “κοροϊδεύω” τον εαυτό μου.
Η Επίδαυρος τι σημαίνει για εσάς; Σας δημιουργεί περισσότερο άγχος;
Είναι η δεύτερη φορά που πάω. Το 2012 ήμουν στον Χορό, στις “Νεφέλες” του Νίκου Μαστοράκη στο Εθνικό Θέατρο. Τώρα, είναι η πρώτη φορά που πάω με ρόλο. Μου ήρθε λίγο απότομα φέτος, γιατί ήταν να είμαι σε μια άλλη παράσταση, σε τραγωδία. Είχα κλείσει, είχαμε ξεκινήσει πρόβες και τελικά για κάποιες διαφωνίες που υπήρχαν, αποχώρησα, και αποφάσισα να καθίσω φέτος το καλοκαίρι. Μου ήρθε, λοιπόν, αυτή η πρόταση από τον Πέτρο Φιλιππίδη και τον κύριο Τσιάνο και δεν μπορούσα να πω όχι. Θα ήμουν χαζός αν έλεγα όχι. Η Επίδαυρος είναι ένα θέατρο, το οποίο προκαλεί ένα δέος, μας το έχουν περάσει αυτό από τη σχολή. Προσωπικά, δεν έχω κανένα μεγαλύτερο άγχος για την Επίδαυρο. Έχω το ίδιο άγχος, όπως όταν έπαιζα στο Θέατρο Σημείο τον “Κοριολανό” φέτος, σε ένα θέατρο 200άρι. Είμαι τόσο προγραμματισμένος όταν παίζω, που κοιτάζω αποκλειστικά τη δουλειά μου. Δεν με ενδιαφέρει αν θα είμαι στην Επίδαυρο, αν θα είμαι στη Σκάλα του Μιλάνου ή αν θα είμαι μπροστά σε δεκαπέντε άτομα σε ένα μικρό θέατρο. Είμαι εκατό τοις εκατό σε αυτό που κάνω και ειλικρινά δεν έχω κανένα άγχος.
Μιας και αναφερθήκατε στο ξαφνικό της συμμετοχής σας στην παράσταση. Τέτοιες καταστάσεις δοκιμάζουν τα αντανακλαστικά ενός ηθοποιού;
Το βιώνω τώρα, πρώτη φορά. Δεν μου έχει ξανατύχει να κάνω αντικατάσταση. Ή μάλλον μου έχει ξανατύχει, όταν έφυγε ο Μηνάς Χατζησάββας, στο “Ταξίδι στον Σταυρό του Νότου” και πήραν εμένα. Αλλά εκεί ήταν τελείως διαφορετικά, γιατί είχα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Εδώ έχω έναν πολύ συμπιεσμένο χρόνο. Βέβαια, ο ρόλος του Ευριπίδη είναι μικρός, ένα κομμάτι. Γενικότερα υπάρχει μία πίεση, τσεκάρεις τα αντανακλαστικά σου, αλλά η δουλειά μου είναι να δουλέψω δύο φορές περισσότερο ώστε να είμαι έτοιμος. Κυρίως, το πιο δύσκολο είναι να προσπαθήσεις να ενταχθείς σε μία ομάδα, η οποία έχει γίνει ήδη ομάδα. Είσαι new entry σε ένα ξένο σώμα, αν και έχω δουλέψει με όλους τους ηθοποιούς. Νομίζω ότι σιγά σιγά βρίσκουμε τα πατήματά μας και θα προχωρήσουμε.
Είμαστε λίγο επαναστάτες των πάντων πίσω από μία οθόνη
Ένας Δικαιόπολις θα επιβίωνε σήμερα; Θα πολεμούσε με τον ίδιο τρόπο για την ειρήνη;
Νομίζω ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά μας στην εποχή μας. Εγώ είμαι λίγο ρομαντικός και θέλω να βλέπω τα πράγματα πάντα απ’ την καλή τους πλευρά, αλλά δεν ξέρω, κάτι έχει χαθεί στην εποχή μας. Είμαστε λίγο επαναστάτες των πάντων πίσω από μία οθόνη. Δεν πιστεύω ότι η εποχή μας μάχεται για τα πραγματικά “θέλω” του καθενός. Νομίζω ότι και να υπήρχε, δεν θα τα κατάφερνε να κάνει κάτι τέτοιο. Είμαστε λίγο χαμένοι στη μοναχικότητά μας και στα “μη θέλω” μας. Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι εγώ, να κάνω κάτι τόσο σημαντικό. Σήμερα το πρωί μπήκα στο Facebook μετά από καιρό και έβλεπα γι αυτό που έχει γίνει με τα Σκόπια και τη Μακεδονία, κι είδα μία κριτική από όλους για το αποτέλεσμα, αλλά χωρίς καμία πράξη. Έκαναν πολύ κακό όλα αυτά τα πράγματα, τα social media. Συνειδητοποιώ ότι ο καθένας θέλει να έχει θέση σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του, για τους φίλους του και για το τι είναι μες στην κοινωνία, αλλά όχι πράξη, απλά θέση.
Όσον αφορά στον ρόλο του Ευριπίδη, πώς βοηθάει στην οικονομία του έργου;
Λίγο που έχω ψάξει τώρα τελευταία, είναι ένας ρόλος ο οποίος ήταν πολύ πιο σημαντικός στην εποχή τότε. Στο σήμερα δεν ξέρω πώς μπορεί να λειτουργήσει. Στην παράσταση που είχε κάνει ο Κάρολος Κουν, τον είχε κάνει ακόμα πιο μικρό, να φύγει γρήγορα. Είναι ένας ρόλος που ακόμα προσπαθούμε να βρούμε την ύπαρξή του μέσα στο έργο, και να πάει παρακάτω. Εγώ πάντα πίστευα ότι σε αυτά τα έργα πρέπει να λάμψει ο πρωταγωνιστής. Όπως και στον “Ηλίθιο” πρέπει να λάμψει ο Μίσκιν, έτσι κι εδώ πρέπει να λάμψει ο Δικαιόπολις. Αυτό έχω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου, να ενισχύσω την ιστορία αυτού του ανθρώπου.
Οι Αχαρνής είναι ένα βαθύτατα αντιπολεμικό έργο. Είναι επίκαιρο;
Δεν ξέρω τι σημαίνει αντιπολεμικό πλέον. Ναι, το έργο είναι σαφέστατα ένα αντιπολεμικό έργο. Όσον αφορά το σήμερα, προσωπικά θεωρώ ότι αυτό που ζούμε παγκοσμίως, δεν ξέρω αν είναι πόλεμος, αλλά δεν είναι ούτε ειρήνη. Είναι η νέα μορφή πολέμου, κάπως έτσι. Το έργο παραμένει επίκαιρο, αλλά έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Ζούμε σε μία εποχή που έχει χαθεί ο ρομαντισμός, έχουν χαθεί τα πρωτόλεια συναισθήματα, ότι “θα τα καταφέρω για το καλό της ανθρωπότητας, για το καλό της ειρήνης, για το καλό της αγάπης”. Πιστεύω ότι εμείς οι ίδιοι βαρεθήκαμε τα πολύ απλά και πρωτόλεια συναισθήματα, αγάπη, έρωτας, ειρήνη, όλα αυτά τα πράγματα, τα δεδομένα. Είμαστε αχόρταγοι. Τη δημοκρατία, ας πούμε, τη θεωρούμε δεδομένη και θα την καταλάβουμε μόνο όταν φύγει. Είναι η φύση του ανθρώπου αυτή, να διαλύουμε πάντα αυτό που έχουμε. Πάντως, το έργο παραμένει επίκαιρο, και θα παραμένει πάντα επίκαιρο. Ο αγώνας κυρίως ενός ανθρώπου για κάτι. Σήμερα μεταφράζεται αλλιώς, μπορεί να είναι για κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα ο άνθρωπος μάχεται για κάτι, μικρό ή μεγάλο.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα κείμενα και το κωμικό ύφος του Αριστοφάνη έχουν αλλοιωθεί και “κακοποιούνται”, τόσες φορές που ανεβάζονται. Συμφωνείτε;
Υπάρχει η λογική ότι οποιοδήποτε σημαντικό έργο έχουμε άλλης εποχής και το πιάσουμε εμείς στα χέρια μας, κακοποιείται. Η άποψή μου δεν είναι αυτή. Θεωρώ ότι τα έργα αυτά φτιάχτηκαν στο τότε, για να τα παίρνουμε εμείς σήμερα και να τα “κακοποιούμε”, αλλιώς δεν έχουν καμία αξία. Είναι κάποια πράγματα τα οποία -ειδικά τα έργα του Αριστοφάνη- πρέπει να τα προσαρμόσεις στο σήμερα. Το κομμάτι της σάτιρας είναι πολύ έντονο στον Αριστοφάνη και οτιδήποτε βάζεις στο σήμερα ενισχύει το ίδιο το έργο. Βέβαια, αν σκηνοθετούσα ποτέ Αριστοφάνη, να πω την αλήθεια, μπορεί και να μην του άλλαζα τίποτα. Ίσως γιατί εμένα γενικότερα μου έχει λείψει αυτό το πράγμα, του να μην τα “εκσυγχρονίζεις” όλα. Στη συγκεκριμένη παράσταση, στους Αχαρνής, συμβαίνει σε ένα μεγάλο βαθμό αυτό. Επειδή μπήκα πιο αργά, μετά από έναν μήνα, και είδα ένα κομμάτι λίγο πιο έτοιμο, αυτό που με τράβηξε εξ αρχής και το περίμενα, είναι ότι βρήκα αυτό που μου είχε λείψει εδώ και πολλά χρόνια από Αριστοφάνη, από κλασσικά έργα που ανεβαίνουν στα αθηναϊκά θέατρα, η παράδοση. Είδα ένα κείμενο και ηθοποιούς να μην αλλοιώνονται πολύ στο σήμερα, αλλά να προσπαθούν να βρουν αυτό που έχουμε πάντα στο μυαλό μας όταν λέμε “Αριστοφάνης”, και με συγκίνησε πάρα πολύ. Και η μουσική, και ο Χορός, και ο Πέτρος (Φιλιππίδης), και ο Παύλος (Χαϊκάλης), και ο Κώστας (Κόκκλας), και ο Τάκης (Παπαματθαίου). Μου άρεσε, γιατί έχει πολύ έντονο το στοιχείο της παράδοσης. Δεν είναι τόσο “κατεστραμμένο”, “κακοποιημένο” στη μοντερνιά του σήμερα, που εγώ προσωπικά την έχω βαρεθεί.
Μιας και αναφερθήκατε στη σκηνοθεσία, θα θέλατε να ασχοληθείτε με αυτό το κομμάτι;
Το μικρόβιο υπάρχει μέσα μου και νομίζω ότι αργότερα θα ασχοληθώ. Αλλά, επειδή είναι μεγάλη ψώρα η σκηνοθεσία και, όσοι το έχουν κάνει λένε ότι σε καταπίνει, νομίζω ότι στην πορεία θα έρθει μπροστά μου, αλλά θα είναι σε τρία-τέσσερα συγκεκριμένα έργα που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Βασική προϋπόθεση, να σκηνοθετήσω χωρίς να παίξω. Δεν θα μου άρεσε να σκηνοθετώ και να παίζω, δεν θα απολάμβανα τη σκηνοθεσία. Πάντως, το πρώτο μου μέλημα είναι η υποκριτική και στην πορεία νομίζω θα έρθει κι αυτό.
Ένας ρόλος-όνειρο που δεν έχετε υποδυθεί μέχρι στιγμής;
Πάρα πολλοί. Έχω όλα τα κλισέ. Ένας ρόλος που ήθελα να παίξω και τον έπαιξα ήταν ο Ρωμαίος από το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Σαίξπηρ.
Άμλετ;
Ο Άμλετ είναι ένας ρόλος που νομίζω ότι θέλουν να τον παίξουν όλοι, αλλά δεν το λέω γιατί είναι τόσο κλισέ να πεις ότι θες να παίξεις τον Άμλετ. Θέλω να παίξω τον Άμλετ, αλλά, επειδή δεν θα με σκεφτεί κανείς -γιατί στην Ελλάδα είτε σε σκέφτονται, είτε το κάνεις παραγωγή μόνος σου και παίζεις τον ρόλο-, δεν θέλω να το πω. Δύο ρόλοι που μου αρέσουν πάρα πολύ και τους πετυχαίνω ηλικιακά κι όλας είναι ο Δον Ζουάν και ο Δον Κιχώτης. Αυτούς τους δύο “Δον”.