O διεθνής Τάσης Χριστογιαννόπουλος ήθελε πάντα να κάνει μιούζικαλ. Και, επιτέλους, το κάνει
Πολυβραβευμένος, με ρεπερτόριο σπουδαίων λυρικών ρόλων σε θέατρα της Ελλάδας και του εξωτερικού, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ονειρευόταν από καιρό το Μπρόντγουεϊ. Τώρα κάνει για πρώτη φορά μιούζικαλ καθώς πρωταγωνιστεί στο «Company», τη νέα παραγωγή της Καμεράτας.
Υπήρξαν στιγμές κατά την 30χρονη καριέρα του στο λυρικό θέατρο της Ευρώπης όπου ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος σκέφτηκε «μήπως να πάω στο Μπρόντγουεϊ;». Και παρότι δεν επρόκειτο για παρόρμηση αλλά για γνήσια επιθυμία δεν το τόλμησε· ή, όπως παραδέχεται, ο ίδιος «δεν το έκανα ρε γαμώτο». Κι έτσι, καθώς αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο του διάσημου μιούζικαλ «Company» του Στέφεν Σαουντχάιμ που ανεβαίνει προσεχώς στο Ηρώδειο μοιάζει να εκπληρώνει ένα μεγάλο του όνειρο. «Αγαπώ πάρα πολύ το μιούζικαλ. Αγαπώ το “Kiss me Kate”, τη “Ματίλντα”, τον “Βιολιστή στη στέγη”, τους “Παραγωγούς”· και η λίστα δεν τελειώνει. Επομένως, τώρα που το συναντάω μέσα από το συγκεκριμένο έργο, σε μια τόσο ωραία παραγωγή, είμαι ενθουσιασμένος» δηλώνει.
Κι όμως δεν είναι ο ενθουσιασμός της πρώτης φοράς· δεν είναι που περνάει σε ένα άλλο πεδίο του μουσικού θεάτρου αλλά το ότι βιώνει κάθε του βήμα σαν καινούργιο. «Μου αρέσει τόσο πολύ η δουλειά που κάνω, τόσο πολύ που γνωρίζω τον εαυτό μου μέσα από την επικοινωνία με τους άλλους ώστε σχεδόν όλα μοιάζουν με την πρώτη φορά. Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν στο Παρίσι κι έκανα μια συναυλία με γαλλικά τραγούδια στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ. Τρεις εβδομάδες νωρίτερα ερμήνευα τον “Κουρέα της Σεβίλλης” στο Βερολίνο ενώ ακόμα πιο πριν βρέθηκα στη Ρώμη κι έκανα μαθήματα τραγουδιού με μια υπέροχη δασκάλα. Θέλω να πω πως αφού παίζω το παιχνίδι, το παίζω με όλο μου το είναι».
Λίγες εβδομάδες πριν ως «Κουρέας της Σεβίλλης» στην Οπερα της Βιέννης.
Στο πολυβραβευμένο «Company» που έκανε το ντεμπούτο του στις αρχές των 70’s και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την ορχήστρα της Καμεράτας σε διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, ο διακεκριμένος βαρύτονος θα ερμηνεύσει έναν καλοζωϊσμένο μα αμετανόητο εργένη στη διάρκεια του γενέθλιου πάρτυ του. Ενα ρόλο που ο ίδιος τοποθετεί στις σημαντικές στιγμές της καριέρας του· ακόμα και δίπλα στον συναρπαστικό «Μάκβεθ» που υποδύθηκε πέρυσι. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος συναντά στο ρόλο του Ρόμπερτ μια αντανάκλαση του εαυτού του. «Ντρέπομαι που το λέω αλλά αυτός ο ήρωας μου μοιάζει πολύ. Ημουν, βλέπετε κι εγώ ένας αμετανόητος εργένης όπου όλοι του έλεγαν “μα γιατί δεν προχωράς στις σχέσεις σου;” κι εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω. Κι εκείνος όπως κι εγώ ζούμε με το φόβο της δέσμευσης. Γιατί μπορεί να έχω δεσμευτεί 1000% με το τραγούδι αλλά στην προσωπική ζωή ζορίζομαι, υπεκφεύγω».
Το ενδιαφέρον είναι πως ο Ρόμπερτ σηματοδοτεί όχι μόνο ένα σπουδαίο ρόλο αλλά και μια στιγμή ενδοσκόπησης για τον Τάση Χριστογιαννόπουλο. «Πλέον, οι στόχοι μου δεν αφορούν στη δουλειά μου αλλά στην προσωπική μου ζωή. Δυστυχώς, χανόμουν συνειδητά και ασυνείδητα στη τρέλα της δουλειάς για να κρατώ τον εαυτό μου απασχολημένο και να μην αφοσιωθώ σε κάτι πραγματικά σημαντικό. Πάλι καλά που θέτω αυτούς τους στόχους έστω και στα 51 μου χρόνια» παραδέχεται.
Οπως εμφανίζεται στο «Company» του Στέφεν ΣάουντΧάιμ που ανεβάζει η Καμεράτα.
Ηταν ακόμα παιδί όταν δοκίμαζε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, μόλις 19 ετών όταν εμφανιζόταν στη Χορωδία του Δήμου Πειραιά το 1986. Εκτοτε θα αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά στην όπερα και το κλασικό τραγούδι, ερμηνεύοντας μεγάλους ρόλους για την Εθνική Λυρική Σκηνή, τις παραγωγές του Μεγάρου Μουσικής αλλά και για μεγάλους οργανισμούς του εξωτερικού που τον ενέταξαν στους λιγοστούς Ελληνες διεθνούς κλάσης στην όπερα. Ξεκαθαρίζει ωστόσο κάτι: «Ερμηνεύω διαφορετικά τον όρο του διεθνούς από εσάς. Συχνά, χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους γιατί έχουμε την αίσθηση ότι όσοι αξιώνονται στο εξωτερικό είναι καλύτεροι από αυτούς που καταξιώνονται στο εσωτερικό· σαν να περιμένουμε την επιβράβευση απ’ έξω. Γι’ αυτό κι εγώ αξιολογώ την ετικέτα του διεθνούς μόνο επειδή ταξιδεύω πολύ και τραγουδώ παντού. Κατά τα άλλα, δεν είμαι διαφορετικός από τους συναδέλφους μου εντός συνόρων».
Αναγνωρίζει ωστόσο την ανάγκη να αναβαθμιστεί το μουσικό θέατρο στην Ελλάδα. Γιατί παρά τα σύγχρονα κελύφη της ΕΛΣ και του Μεγάρου Μουσικής «η νοοτροπία παραμένει η ίδια. Το έλλειμα πολιτικής βούλησης και παιδείας παραμένει το ίδιο. Πρέπει να δημιουργηθεί μια καινούργια σχέση με το μουσικό θέατρο αν θέλουμε να εξελιχθεί το είδος. Τα ωραία κτήρια και οι μεγάλες αίθουσες δεν συνιστούν εξέλιξη από μόνες τους».
Στην «Traviata» της Οπερας της Γενεύης.
Παρόλα αυτά, επιδιώκει να εργάζεται στην Ελλάδα. «Μα είμαι Ελληνας» λέει με αθωότητα. «Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, ετούτη τη γλώσσα μίλησα πρώτη κι αλίμονο μου αν δεν επιστρέφω στην Ελλάδα. Δεν είναι συναισθηματικοί οι λόγοι, είναι ζήτημα οργανικής ανάγκης η επαφή μου με την ελληνική μουσική, την ελληνική ποίηση και γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμού. Δεν θα ήμουν πλήρης αλλιώς».
Εν τω μεταξύ, δεν έλειψαν οι φορές που θα λύγιζε από την κόπωση και τον κορεσμό. «Εχω φτάσει στο όριο να σταματήσω εντελώς. Θυμάμαι στιγμές όπου κλάταρε η φωνή μου, το όργανο με εγκατέλειπε κι άλλες που κουραζόταν το νευρικό μου σύστημα. Ομως, κάτι συνέβαινε κάθε φορά, κάτι μαγικό και με ξανατράβαγε στο τραγούδι. Κι εδώ είμαι ακόμα. Δεν σταματάω».
Στο ρόλο του Ερμή στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη από το Εθνικό θέατρο.
Την ίδια ώρα ανανεώνει και την παλέτα των δραστηριοτήτων του. Αν αυτό το καλοκαίρι συναντάει το μιούζικαλ, πέρυσι ανακάλυπτε την Επίδαυρο και την αριστοφανική κωμωδία υποδυόμενος απολαυστικά τον Ερμή, στην«Ειρήνη» του Εθνικού θεάτρου και στο πλευρό του Τζίμη Πανούση. «Λατρεύω το θέατρο ίσως και παραπάνω απ’ ότι πρέπει γιατί δεν σταματώ να υποδύομαι και στην προσωπική μου ζωή. Η περσινή ήταν μια συνταρακτική στιγμή αφενός γιατί εμφανίστηκα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο κι αφετέρου – όσο κι αν ακουστεί περίεργο – γιατί γνώρισα τον Τζίμη Πανούση, αυτόν τον εκπληκτικό τύπο».
Τι σχέση μπορεί να έχει ένας λυρικός τραγουδιστής με έναν σατιρικό ροκά; Κι όμως ο Χριστογιαννόπουλος αρνείται να βάλει ταμπέλες στους ανθρώπους. «Συναντήθηκαν δυο άνθρωποι ανοιχτοί· αυτό έχω να πω. Και για να είμαι ειλικρινής ένιωθα πολύ πιο άνετα στη συναναστροφή με τον Τζίμη παρά με άλλους συναδέλφους μου από την όπερα».
Το παραδέχεται· την όπερα την έχει βαρεθεί. Αναζητά άλλα ακούσματα στον ελεύθερο χρόνο του – από ελληνική παραδοσιακή μουσική έως τζαζ. Τη ροκ δεν μπόρεσε να χωνέψει ποτέ του – ούτε ο Τζιμάκος τον έπεισε γι’ αυτό – παρότι έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να μυηθεί σ’ αυτήν όταν στο Γυμνάσιο προσπαθούσε να βρει τρόπο επαφής με ένα ωραίο κορίτσι. «Ημουν, θυμάμαι, μαθητής στη Β’ Γυμνασίου και τότε είχαν μόλις κυκλοφορήσει οι SuperTramp το “Breakfast in America”. Ηταν η πρώτη κασέτα ξένης μουσικής που αγόρασα μόνο και μόνο για ν’ αποκτήσω κώδικα επικοινωνίας με την κοπέλα. Η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς αλλά ομολογώ ότι πια μπορώ ν’ ακούσω τους SuperTramp με κάποιο ενδιαφέρον».
Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος είναι ευγνώμων για τις εμπειρίες του απ’ όπου κι προέρχονται αφού όλες τον χαρακτηρίζουν κι όλες εφάπτονται σε ένα κοινό παρονομαστή: Να είναι ο καλύτερος. «Προσπαθώ να είμαι το καλύτερο που μπορώ εκείνη τη στιγμή» διευκρινίζει. «Διαφορετικά μπορεί να αντιμετωπίσω με μεγάλη αυστηρότητα τον εαυτό μου. Μεγαλώνοντας αρχίζω και τον συχγωρώ, με την έννοια ότι δίνω χώρο στα λάθη του. Παραμένω όμως πολύ απαιτητικό. Αφού είμαι καλός πρέπει να το δείχνω κιόλας».