Αδελφή Αγγελική & Ο μανδύας του Τζάκομο Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή
To εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Οι Νέοι της Όπερας” της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ολοκληρώνει την πρώτη του σεζόν με την παρουσίαση των δύο μονόπρακτων έργων του Τζάκομο Πουτσίνι, «Αδελφή Αγγελική» & «Ο μανδύας», στις 8 και 10 Ιουλίου 2018 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Οι Νέοι της Όπερας» ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2018 με στόχο να δώσει την ευκαιρία να λάβουν εμπειρία εντός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής νέοι καλλιτέχνες που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους και βρίσκονται στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής τους διαδρομής. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα δοκιμάζονται σε πραγματικό περιβάλλον εργασίας και λαμβάνουν μέρος έως και σε τρεις παραγωγές όπερας ανά καλλιτεχνική περίοδο. Η πρώτη παραγωγή των «Νέων της Όπερας» ήταν ο Ιδομενέας του Μότσαρτ και πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία τον περασμένο Φεβρουάριο στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Υπεύθυνος του προγράμματος είναι ο διακεκριμένος τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος.
Οι δύο μόνοπρακτες όπερες «Αδελφή Αγγελική» και «Ο μανδύας» αποτελούν μαζί με το έργο «Τζάννι Σκίκκι» το Τρίπτυχο του Τζάκομο Πουτσίνι. Και τα δύο έργα πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Στην Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1970.
Η Αδελφή Αγγελική είναι σε ποιητικό κείμενο του Τζοβακκίνο Φορτσάνο. Η ιστορία έχει ως εξής: η Αδελφή Αγγελική είναι διαφορετική από τις άλλες μοναχές στο μοναστήρι. Είναι ευγενικής καταγωγής και ένα μυστήριο καλύπτει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε εκεί. Απρόσμενα την επισκέπτεται η πριγκίπισσα θεία της. Τα συνταρακτικά νέα που της μεταφέρει θα οδηγήσουν την Αδελφή Αγγελική στο θανάσιμο αμάρτημα της αυτοκτονίας.
Ο μανδύας είναι σε ποιητικό κείμενο του Τζουζέππε Αντάμι και βασίζεται στο ομότιτλο έργο του Ντιντιέ Γκολντ. Το έργο μιλά για το δράμα τριών ανθρώπων σε μια μαούνα αραγμένη στις όχθες του Σηκουάνα: του Μικέλε, ιδιοκτήτη της μαούνας, της γυναίκας του Τζωρτζέττας που έχει χάσει πρόσφατα το παιδί τους και του Λουΐτζι, αχθοφόρου και εραστή της Τζωρτζέτας. Μια ζοφερή δίνη συναισθημάτων, πόνου και εγκλήματος, η οποία τελικά θα καταπιεί και τους τρεις πρωταγωνιστές.
Ο Βαγγέλης Χατζησίμος, υπεύθυνος του προγράμματος «Οι Νέοι της Όπερας», σημειώνει: «Τα δύο μονόπρακτα του Τζάκομο Πουτσίνι που επιλέχτηκαν για την θερινή παραγωγή του προγράμματος των Νέων της Όπερας, της ΕΛΣ, που υλοποιείται με την στήριξη του Ιδρύματος “Ι. Λάτσης”, είναι και η κορύφωση της διαδρομής των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα νέων καλλιτεχνών.
Η πρόκληση της μεγάλης σκηνής και της ορχήστρας, η πρόκληση των δύο τίτλων που είναι στο κεντρικό ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας όλου του κόσμου, η πρόκληση, τέλος, της μεγάλης αίθουσας, είναι τα τρία μεγάλα στοιχήματα για τους καλλιτέχνες μας που θέλουμε να αποκαλούμε παιδιά μας.
Διανύσαμε μαζί τους μια καλλιτεχνική περίοδο αναζήτησης, προσπάθειας, στοιχημάτων προσωπικών και ομαδικών. Είχαμε χαρές, συγκινήσεις, φόβους αλλά και στιγμές έξαρσης. Προσπαθήσαμε να βρούμε μαζί τα εργαλεία που ο καθένας χρειάζεται για την προσωπική του πορεία στο επάγγελμα – Τέχνη του λυρικού τραγουδιστή. Οι εντάσεις, οι απογοητεύσεις, οι ελπίδες που συναντήσαμε είναι κομμάτι της καθημερινότητας του λυρικού καλλιτέχνη, μιας καθημερινότητας που πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της και από τα κομμάτια της ψυχής του να συνθέσει τον ρόλο που έχει να ζωντανέψει πάνω στο σανίδι, να του δώσει φωνή, ζωή εντέλει από τη δική του ζωή. Μόνο που η ζωή του ρόλου τελειώνει όταν τα φώτα της σκηνής σβήνουν και μένει η σκηνή άδεια γεμάτη από φαντάσματα ηρώων, θεών και θηρίων, από ανάσες τραγουδιστών, από θροΐσματα κοστουμιών και από το κενό κρύσταλλο του καθρέφτη που κρατά η σκηνή κατά πρόσωπο στο κοινό για να του δείξει αρετές που θα έπρεπε να έχει, κακίες που δεν του ανήκουν και ένα ήθος που το κυνηγά διαρκώς. Αυτή η δύναμη του θεάτρου να πλάθει ανθρώπους, κόσμους, σκιρτήματα ψυχής είναι η θεϊκή μανία, η τρέλα που ο καλλιτέχνης μοιράζεται με το κοινό. Η φλόγα που τον γεννά και τον καίει.
Αγαπήσαμε αυτά τα παιδιά που θέλησαν να κοινωνήσουν μαζί μας αυτή τη μανία, τη δική τους και τη δική μας. Μπορεί η πείρα μας να τα βοήθησε, σίγουρα όμως η φρεσκάδα τους μας έκανε να θυμηθούμε γιατί φτάσαμε εδώ και από ποιους δρόμους».
Την παραγωγή σκηνοθετεί η σκηνοθέτρια Νικολέτα Φιλόσογλου, η οποία έχει εργαστεί στο θέατρο με τον Βασίλη Παπαβασιλείου και τον Γιάννη Χουβαρδά. Η Φιλόσογλου, η οποία μεταφέρει στη δεκαετία του ’50 τη δράση των δύο μονόπρακτων, σημειώνει: «Στο δίπτυχο ο Πουτσίνι διαπραγματεύεται κλασικά ζητήματα όπως η απώλεια, το έγκλημα και ο θάνατος: υπάρχει ο θάνατος, η καταστροφή άλλοτε είναι καταστροφή του άλλου, άλλοτε αυτοκαταστροφή, ενίοτε υβριδικές, μεταιχμιακές καταστάσεις θανάτων και νέων, ανέκδοτων μορφών απώλειας.
Η Αδερφή Αγγελική (Suor Angelica) μας επαναφέρει σε ένα φαινομενικά αναχρονιστικό και ένα φαινομενικά ‘ξεπερασμένο’ μοτίβο της γυναίκας που κλείνεται σε μοναστήρι λόγω μίας κοινωνικά μη αποδεκτής ανεπιθύμητης κύησης. Πρόκειται για μια φρικτή αλλά συνηθισμένη πραγματικότητα κοινωνικού ελέγχου και αποκλεισμού κατά τους 18ο και 19ο αιώνα. Με την εξαίρεση των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων (πόρνες και άλλες απόκληροι) και των πολύ υψηλών (αριστοκρατία), οι γυναίκες που αντιμετώπιζαν μία ανεπιθύμητη κύηση βρισκόταν αντιμέτωπες με τον πιο απεχθή αποκλεισμό, με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό τους σε μοναστήρι. Το έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ επανέρχεται σε αυτό το θέμα αναδεικνύοντας τον πραγματικό κατ’αυτόν σαδισμό της ίδιας της κοινωνίας η οποία υποκριτικά και …σαδιστικά ωθεί στη συχνή σε τέτοια ιδρύματα ψυχική και σωματική κακοποίηση και στον κοινωνικό θάνατο όσες γυναίκες, νεαρής συνήθως ηλικίας, βρέθηκαν σε τέτοιες συνθήκες. Η όπερα διαπραγματεύεται τον σκληρό, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, θάνατο και την απώλεια. Αποδίδει έτσι την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Όπως μας υπενθυμίζει, σε διαφορετικά συμφραζόμενα, ένας από τους κλασικότερους οξυδερκείς τραγικούς, ο Μπλεζ Πασκάλ, στο διάσημο στοίχημά του, η ζωή δεν μας δίνει περιθώριο αποφυγής των σκληρών διλημμάτων. Από τη στιγμή που γεννιέται ένας άνθρωπος είτε θα είναι ευτυχισμένος είτε δυστυχισμένος.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και Ο μανδύας (il Τabbaro), έργο το οποίο διαδραματίζεται στο Παρίσι, στις όχθες του Σηκουάνα, όχι όμως του Σηκουάνα των ρομαντικών περιπάτων. Οι πρωταγωνιστές ζουν και εργάζονται στη σκοτεινή πλευρά της πόλεως του φωτός, σε μία ήπια παραλλαγή ορισμένων θεμάτων των Αθλίων του Βίκτωρα Ουγκό σχετικά με τις σκοτεινές και απωθητικές πλευρές των κατώτερων τάξεων. Η συμβίωση ανάμεσα στον ιδιοκτήτη ενός ποταμόπλοιου και της νεαρής γυναίκας του σε περίοδο πένθους -αναφέρεται ότι πρόσφατα έχασε ένα παιδί μετά τη γέννησή του-, ο εραστής που επουλώνει προσωρινά τις πληγές, ο απατημένος σύζυγος ο οποίος τον δολοφονεί σε μια πράξη εκδίκησης, θέματα τα οποία στερούνται πρωτοτυπίας, όχι όμως και η διαπραγμάτευσή τους.
Τα έργα ανέβηκαν για πρώτη φορά το 1918 στην MET της Νέας Υόρκης και είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ανεβαίνουν εκ νέου έναν αιώνα μετά από τους “Νέους της Όπερας” της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η ερμηνεία των συγκεκριμένων έργων από νέους καλλιτέχνες αποδίδει ανάγλυφα τη σημασία των (αυτό-)καταστροφικών αδιεξόδων ακόμη και για εκείνες και εκείνους που έχουν προετοιμαστεί λιγότερο για μια τόσο αδυσώπητη σύγκρουση: τις νεαρές ηλικίες. Η ανυπέρβλητη τέχνη του δημιουργού είναι όμως εκεί για να δραματοποιήσει με φρικτό θαυμασμό την σε τελική ανάλυση κοινότοπη και συνάμα απωθητική αυτή όψη της ανθρώπινης κατάστασης».
Λίγα λόγια για το πρόγραμμα «Οι νέοι της όπερας»
Οι «Νέοι της Όπερας» είναι ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικού χαρακτήρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που απευθύνεται σε νέους καλλιτέχνες. Κύριος στόχος του προγράμματος είναι να τους προσφέρει τη δυνατότητα να εξελίξουν και να παρουσιάσουν τις δυνατότητές τους σε ένα περιβάλλον εργασίας προστατευμένο αλλά και εποπτευόμενο από επαγγελματίες καταξιωμένους στο αντικείμενό τους. Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες δοκιμάζονται σε ένα πραγματικό περιβάλλον εργασίας και παίρνουν μέρος έως και σε τρεις παραγωγές. Η καθοδήγηση και η εκπαίδευση των νέων καλλιτεχνών γίνεται από καταξιωμένους καλλιτέχνες της όπερας και όχι μόνο, όπως, μεταξύ άλλων, ο Βαγγέλης Χατζησίμος, ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, ο αρχιμουσικός Άντζελο Καβαλλάρο, η Χριστίνα Γιαννακοπούλου, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, η Σοφία Κυανίδου, ο Δημήτρης Τηλιακός, η Αγγελική Καθαρίου κ.ά.