Άννα Καρένινα, “χωρίς λόγια” από το χοροθέατρο Βαχτάνγκοφ έρχεται στο Ηρώδειο
Η Άννα Καρένινα, μια χορογραφημένη παράσταση σε δύο πράξεις, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λέοντος Τολστόι σε μουσική Άλφρεντ Σνίτκε, ανεβαίνει την Τετάρτη 5 και την Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Ένα χορογραφημένο δράμα για μια γυναίκα που αψήφησε την εποχή της και έμεινε στην ιστορία. Μια χορογραφία, όπου οι ηθοποιοί του Θεάτρου “Βαχτάνγκοφ” ως εκπληκτικοί χορευτές ερμηνεύουν το αριστούργημα του Τολστόι και η γλώσσα του χορού της μουσικής και της μιμικής αντικαθιστούν ολοκληρωτικά τη λογοτεχνική γλώσσα του έργου.
Η ιδέα του ανεβάσματος της «Άννα Καρένινα» ανήκει στον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου Ρίμας Τούμινας και έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα στις 28 Απριλίου του 2012. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ένα νέο ταλέντο του ευρωπαϊκού θεάτρου, η βραβευμένη σκηνοθέτρια και χορογράφος Αντζελίκα Χόλινα. Η Χόλινα, η οποία ανήκει στο δυναμικό του Vakhtangov από το 2008, έχει δώσει νέα πνοή στον ιστορικό θίασο, συνεχίζοντας επάξια το αταλάντευτα πρωτοποριακό πνεύμα του.
Η Άννα Καρένινα είναι η συναρπαστική ιστορία μιας γυναίκας που αψήφησε τις συμβάσεις της εποχής της, ακολουθώντας την παθιασμένη προσωπικότητά της ως την αυτοκαταστροφή. Αποτελεί μια συγκλονιστική τοιχογραφία της Ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, αλλά και μια διαχρονική σπουδή πάνω στη ζήλια, την ενοχή, την υποκρισία και το ερωτικό ένστικτο, που συγκινεί μέχρι και σήμερα.
Η τολμηρή αισθητική προσέγγιση, η χορογραφία και οι ερμηνείες των ηθοποιών, συνδέουν το κλασσικό αυτό μυθιστόρημα με τον 21ο αιώνα. Η σκηνοθέτρια και χορογράφος, ακολουθώντας το λογοτεχνικό κείμενο, δημιούργησε το δικό της αυθεντικό έργο: Ένα στοχασμό πάνω στο πάθος, την αμαρτία, την μετάνοια, τα λάθη και την τιμωρία τους. Η απεικόνιση των ανθρώπινων παθών μέσα στις αντιθέσεις τους βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της ευρηματικής σκηνοθεσίας αλλά αποτελεί και τον βασικό άξονα της εμπνευσμένης μουσική του Άλφρεντ Σνίκτε, που επενδύει τελετουργικά το Έργο.
Η Αντζελίκα Χόλινα δεν είναι η πρώτη που μετέφερε το δραματουργικό αυτό έργο του Τολστόι, στη γλώσσα του χορού. Στη δεκαετία του ’70 η Πλιτσέσκαγια και ο Στσεντρίν δημιούργησαν το μπαλέτο Άννα Καρένινα για το Μπαλέτο Μπολσόι. Αργότερα το ίδιο έκανε και το Θέατρο του Μπορίς Έιφμαν. Στην περίπτωση όμως του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ, έχουμε να κάνουμε με ηθοποιούς, γαλουχημένους στο σχολείο της δραματουργίας! Στην Άννα Καρένινα, οι ηθοποιοί του δραματικού θεάτρου αποκαλύπτουν μια αναπάντεχη πλευρά τους. Στην τέχνη του χορού δεν υστερούν σε τίποτα από τους επαγγελματίες χορευτές. Υπερτερούν όμως κατά πολύ στην εκφραστικότητα των ρόλων και στη συναισθηματική του φόρτιση.
Συνεχίζοντας το πρωτοποριακό πνεύμα του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ, η Αντζελίκα Χόλινα προσέγγισε αυτό το πλούσιο υλικό εικαστικά, δίνοντας έμφαση στη χορογραφία και την κίνηση. Οι ηθοποιοί του θιάσου Βαχτάγκοφ, έμαθαν να χορεύουν μέσα σε χρονικό διάστημα ρεκόρ, στη διάρκεια των προβών. Κατά την διάρκεια αυτών των ημερών απαρνήθηκαν τις λέξεις και μίλησαν τη γλώσσα του χορού με τέτοιο τρόπο που δεν κινούνται απλά στο χώρο, αλλά φαίνεται σαν να απαγγέλουν και το κείμενο του Τολστόι.
Ο ρόλος του Καρένιν ανήκει στο Λαϊκό καλλιτέχνη της Ρωσικής Ομοσπονδίας Γιεβγκένι Κνιάζεφ, έναν από τους πιο αναγνωρισμένους ηθοποιούς του ρωσικού θεάτρου και κινηματογράφου. Το ρόλο της Άννας ερμηνεύει η βραβευμένη με τα βραβεία «Villanueva» και «Crystal Turandot» Όλγα Λέρμαν, ενώ στο ρόλο του Βρόντσκι θα δούμε τον Ντμίτρι Σολομίκιν, έναν από τους πιο ταλαντούχους νέους πρωταγωνιστές του θιάσου. Τους λοιπούς ρόλους ερμηνεύει ο 30μελής θίασος του ιστορικού Βαχτάνγκοφ, το οποίο καθοδηγείται στην πρωτοπορία του παγκόσμιου θεάτρου από τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Ρίμας Τούμινας.
Στα χέρια της Χόλινα, η Άννα Καρένινα γίνεται μια μυθική παράσταση-ποταμός, ένα έργο χειραφέτησης που, όπως και η ηρωίδα του μυθιστορήματος, ανατρέπει αισθητικές και κοινωνικές συμβάσεις. Είναι μια ανάγνωση του κλασσικού μυθιστορήματος, ασυνήθιστη για τη σκηνή ενός δραματουργικού θεάτρου. Στη σκηνή της λιθουανής χορογράφου, η γλώσσα της πλαστικής, της χειρονομίας και της μουσικής υποκατέστησαν πλήρως τη λογοτεχνική γλώσσα του μεγάλου αυτού έργου.