MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
26
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Γιάννος Περλέγκας: Οι «Βάκχαι» είναι μουσικοί φθόγγοι σμιλεμένοι πάνω στο μάρμαρο

Ένα από τα τελευταία έργα του Ιάννη Ξενάκη, οι «Βάκχαι», βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, σε μία από τις σπάνιες εκτελέσεις του έργου παγκοσμίως.

φωτο: Γεράσιμος Δομένικος
author-image Σπύρος Κακουριώτης

Πρόκειται για τη σκηνική μουσική που συνέθεσε το 1993, έπειτα από παραγγελία της Opera Factory του Λονδίνου, και στη συνέχεια δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, ίσως γιατί ήδη ο διάσημος συνθέτης αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, που θα τον ταλιπωρούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2001.

Οι ξενακικές «Βάκχαι» θα παρουσιαστούν για δύο μόνο παραστάσεις, στις 11 και 12 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο του κύκλου «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου», που φέτος είναι αφιερωμένες «Στα όρια της φωνής». Τη σκηνοθεσία της παράστασης έχει αναλάβει ο Γιάννος Περλέγκας, ενώ το εννεαμελές μουσικό σύνολο ARTéfacts ensemble διευθύνει ο μαέστρος Νίκος Βασίλειου. Τον ρόλο του Χορού των Βακχών έχει η Χορωδία της ΕΡΤ.

Το υψηλών μουσικών και φωνητικών απαιτήσεων έργο του Ξενάκη, μολονότι έχει ενσωματώσει απόλυτα την τραγωδία του Ευριπίδη, είναι τελείως διαφορετικό από αυτήν, καθώς οι διάλογοι των πρωταγωνιστών απουσιάζουν.

iannis xenakis2

Ιάννης Ξενάκης

«Ο Ξενάκης επέλεξε να κρατήσει από το έργο μόνο τα στάσιμα, καθιστώντας έτσι πρωταγωνιστή αποκλειστικά τον Χορό», μας λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιάννος Περλέγκας. «Από τους ρόλους κράτησε μονάχα τον Διόνυσο, ο οποίος περιορίζεται σε έναν σύντομο διάλογο με τον Χορό. Έδωσε τον ρόλο αυτό σε έναν βαρύτονο, σημειώνοντας πάντως πως μπορεί να ερμηνευτεί και από έναν βαρύτονο και από μια σοπράνο, δηλώνοντας έτσι τη διττή, ανδρική και γυναικεία, φύση του θεού».

Πρόκειται για ένα έργο που φημίζεται για τις δυσκολίες που παρουσιάζει για τους ερμηνευτές του 

Το κείμενο αποδίδεται στα αρχαία ελληνικά με ερασμιακή προφορά, έναν εντελώς ακατανόητο γλωσσικό κώδικα για τους περισσότερους άγγλους ή έλληνες θεατές. Επιπλέον, η μουσική του Ξενάκη δεν παράγει κανένα μοτίβο ώστε να βοηθήσει στην απομνημόνευσή από τους χορωδούς, τους πρωταγωνιστές του.

Πώς όμως αυτό το δύσκολο μουσικό έργο μπόρεσε να αποκτήσει μια σκηνική μορφή;

Μέχρι να μπορέσω να έχω μια ηλεκτρονική μεταγραφή του έργου, που προετοίμασε ο μαέστρος Νίκος Βασιλείου, ώστε να μπορέσω να δουλέψω την παράσταση, αναγκαστικά κινήθηκα με βάση τον Ευριπίδη. Μοιραία άρχισα να αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο θεατές που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τις Βάκχες θα μπορέσουν να καταλάβουν τη βασική του σύγκρουση, χωρίς όμως τη βοήθεια του κειμένου του Ευριπίδη. Έτσι κι αλλιώς ο Ξενάκης δεν επεξηγεί τίποτε. Καταλήξαμε λοιπόν, μαζί με τους συνεργάτες μου, πως από τη στιγμή που υπάρχει ο Διόνυσος στο έργο, πρέπει να υπάρχει και ο Πενθέας, όπως πρέπει να υπάρχει και η Θήβα, για να φτάσουν εκεί οι Βάκχες και να συγκρουστεί ο Διόνυσος με τον Πενθέα. Αποφασίσαμε λοιπόν Πενθέας να είναι ο μαέστρος Νίκος Βασίλειου και Θήβα η ορχήστρα, το εννεαμελές σύνολο κρουστών και πνευστών. Η ορχήστρα αντιμάχεται λοιπόν τις Βάκχες, που έχουν έναν δικό τους «μαέστρο», τον Διόνυσο. Έχουμε λοιπόν τη σύγκρουση δύο μαέστρων για το ποιος θα επιβληθεί στο έμψυχο και άψυχο υλικό των ομάδων που καθοδηγεί.

Έχετε προχωρήσει και σε άλλες παρεμβάσεις ή προσθήκες στη σκηνική σύλληψη του Ξενάκη;

Προσθέσαμε αυθαιρέτως δύο γυναικείους ρόλους, την Αγαύη, που ερμηνεύει η Δήμητρα Ευθυμιοπούλου, και την Σεμέλη, τη μητέρα του Διόνυσου, που ερμηνεύει η Μάγδα Καυκούλα. Το έργο διατρέχει ένα κυκλικό σχήμα το οποίο προσπαθήσαμε με αυτόν τον τρόπο να τονίσουμε: ξεκινάει με έναν γιο ο οποίος επανέρχεται στην πόλη λέγοντας «η μητέρα μου είναι νεκρή για όλους εσάς, αλλά για μένα είναι ζωντανή», και τελειώνει με μια μητέρα που κρατάει τον νεκρό της γιο στα χέρια, τον οποίο η ίδια σκότωσε. Έχουμε έτσι μια πλήρη αντιστροφή, την πορεία δύο γιων που σε όλη τη διάρκεια του έργου προσπαθούν να διαχειριστούν τον αποχωρισμό από τη μητέρα τους. Και η μητέρα τους φτάνει στο τέλος να τους ξαναγεννήσει σκοτώνοντάς τους, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο.

bakxai

Πιστεύετε ότι με αυτόν τον τρόπο η πρόσληψή του από τον θεατή διευκολύνεται;

Το έργο επί της ουσίας δεν είναι τραγουδιστικό, είναι ένα φωνητικό συλλάβισμα εξαιρετικά αργής ταχύτητας, σαν να σμιλεύεις τον λόγο πάνω σε μια μαρμάρινη πέτρα με σφυρί και καλέμι –αυτή είναι η λειτουργία της χορωδίας. Μολονότι δεν επεξηγεί τίποτα, καταφέρνει να μεταφέρει το αίσθημα του Ευριπίδη. Αν καταφέρεις με απλούς τρόπους να το εικονοποιήσεις, νομίζω ότι η βασική σύγκρουση του έργου μπορεί να γίνει αντιληπτή, χωρίς να απαιτείται λογική επεξεργασία. Αυτό είναι το στοίχημα που έχουμε βάλει.

Είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με το μουσικό θέατρο;

Έχω το θράσος να πιστεύω πως δεν είμαι εντελώς άσχετος, γιατί καταπιάστηκα με τον «Αδαή και τον παράφρονα», που με έναν τρόπο μιλάει για όλο αυτόν τον κόσμο. Το θέατρο του Μπέρνχαρντ έχει να κάνει με τον λόγο, τον ρυθμό και τη μουσική. Η χρήση του λόγου είναι τελείως μουσική. Επίσης είναι σαν να συνεχίζεται, με τελείως διαφορετικό τρόπο, ο προβληματισμός της ομάδας μας πάνω στο πώς η τέχνη, η τελειότητα, μπορεί να σκοτώνει τα φυσικά, τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Είναι ένα από τα θέματα των «Βακχών», με κάποιον τρόπο ήταν κι ένα από τα θέματα του «Αδαούς». Οπότε δεν νιώθουμε σε ξένο έδαφος.

Θα βλέπατε την ενασχόληση με τις «Βάκχες» του Ξενάκη σαν προοίμιο για μια σκηνοθετική δουλειά πάνω στο αρχαίο δράμα; 

Φυσικά και θα το ήθελα, θα είχα τη διάθεση μάλιστα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο έργο, γιατί πιστεύω πως έχω βρει ένα δρόμο προσέγγισης με περισσότερο μουσικούς όρους, παρά με «ψυχολογικούς» ή θεατρικούς όρους που μπορεί να αποτελέσουν ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη φαντασία. Αλλά για κάτι τέτοιο το σημερινό πλαίσιο δεν βοηθά. Μια κατεύθυνση αληθινά ερευνητική, που προϋποθέτει χρόνο και κόπο, δεν μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί ούτε μέσω ιδιωτικών ούτε μέσω ιδρυματικών ή θεσμικών παραγωγών.

Περισσότερα από Πρόσωπα