Ο περασμένος χειμώνας τον έβαλε μεθοδικά στη λίστα του διεθνούς συνθέτη για τις παραστατικές τέχνες. Δούλεψε στο Οσλο, στο Σασκατούν (του Καναδά), στο Ντίσελντορφ, στο Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη, στο Μόναχο και σύντομα αναμένεται η μουσική του να ακουστεί στο Centre Pompidou του Παρισιού. Εξίσου σύντομα αναμένεται η κυκλοφορία του «Experimentalism», του νέου προσωπικού του άλμπουμ από το αμερικανικό label της Westone Music (με έδρα το Λος Αντζελες) φημισμένο για τις συνεργασίες του με χολυγουντιανά στούντιο και μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα. Σε αυτή τη συγκυρία μεγάλης επαγγελματικής εξωστρέφειας, ο Σταύρος Γασπαράτος αποφασίζει να επιστρέψει στον εαυτό του. Και πέντε χρόνια μετά τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα» να παρουσιάσει το νέο προσωπικό του έργο.
Για την ακρίβεια το «Rage Park» είναι ό,τι πιο προσωπικό έχει υπογράψει ποτέ. «Πηγάζει από μια βαθιά μου ανάγκη να βάλω στο κέντρο μιας παράστασης το συναίσθημα της οργής. Από πιτσιρικάς είχα φοβερές κρίσεις, έβγαινα εύκολα εκτός εαυτού, έχανα το δίκιο μου, γινόμουν κακός. Από τη στιγμή που κατάφερα να βρω μηχανισμούς για να ελέγξω το θυμό μου – και τουλάχιστον να μην του επιτρέπω να σωματοποιείται – θέλησα να τον εξαγνίσω» αναφέρει ο συνθέτης.
O Σταύρος Γασπαράτος και οι χορευτές Έλενα Αντωνίου, Μαριάννα Καβαλλιεράτου και Blenard Azizaj.
Η πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών ήρθε να δικαιώσει αυτήν ακριβώς την επιθυμία. Το «Rage Park» – που έρχεται σε συνέχεια της μεγάλης εμπειρίας του Γασπαράτου ως συνθέτη παραστάσεων θεάτρου και χορού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό – αποτελεί μια σύμπραξη μουσικής και κίνησης (χορεύουν οι Blenard Azizaj, Έλενα Αντωνίου και Μαριάννα Καβαλλιεράτου).
Σε μια μινιμαλιστική εγκατάσταση – περφόρμανς οι τρεις χορευτές θα αλληλεπιδρούν φορτισμένα με τον ήχο – «ένα παιχνίδι ανάμεσα στον ψηφιακό κόσμο και την κλασική φόρμα» όπως επισημαίνει ο Σταύρος Γασπαράτος – καταγράφοντας την πορεία του συναισθήματος του θυμού: Από την καταθλιπτική συμπεριφορά στη μεγάλη έκρηξη. «Η παράσταση διερευνά τι είναι αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο να χτίσει μέσα του μια κατάσταση θυμού. Ποια πληγή, ποια κατάσταση μοναξιάς και αποξένωσης τον αναγκάζει στη μη επικοινωνία, στο κλείσιμο του εαυτού και τέλος στο χάσιμο του ελέγχου. Η στιγμή εκδήλωσης του θυμού πια θα είναι μια οργασμική στιγμή, μια στιγμή θορύβου αλλά και περίεργης γαλήνης που, ωστόσο, φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με μια νέα ντροπή» σημειώνει ο δημιουργός της.
Για τις ανάγκες της σύνθεσης ακόμα και οι μουσικοί που συμμετέχουν – Αναστάσης Μυσιρλής (τσέλο), Μιχάλης Βρέττας (βιολί), Περικλής Τιμπλαλέξης (βιολί), Πάνος Τσίγκος (πιάνο, electronics) – κλήθηκαν να μοιραστούν προσωπικές ιστορίες μεγάλου θυμού «προκειμένου το συλλογικό να προκύψει μέσα από το πολύ προσωπικό». Στη σκηνή θα βρίσκεται και ο ίδιος ο Γασπαράτος (παίζοντας πιάνο, κιθάρες και electronics) επιδιώκοντας να συμμετέχει με μιαν αλήθεια στην αποτύπωση του προσωπικού του συναισθήματος. «Αυτή την φορά τον κύκλο της οργής θα τον ζήσουμε όλοι αλλά κανείς δεν θα πληγωθεί· όλοι θα βγούμε από αυτόν πιο φωτεινοί και σε επικοινωνία μεταξύ μας» προσθέτει.
Για τη σύνθεση του «Rage Park» ο Σταύρος Γασπαράτος ανέτρεξε σε εκρηκτικά περιστατικά του νεανικού παρελθόντος του, για να συνειδητοποιήσει πως η παράσταση λειτούργησε σχεδόν ψυχοθεραπευτικά. Γι’ αυτό και αισθάνεται πως «το στοίχημα του Rage Park έχει ήδη κερδηθεί από τη στιγμή που αποδείχθηκε τόσο χρήσιμο για μένα».
Αλλωστε, η μουσική και η δημιουργία λειτουργούσε πάντα σαν ένα δωμάτιο πανικού για τον συνθέτη. «Ομως στη φάση της δημιουργίας παρεισφρέουν και οι κανόνες, η πειθαρχία άρα και το αίσθημα της καταπίεσης. Εχει, λοιπόν, σημασία να αφήνομαι ελεύθερος για να γράψω μουσική, να μπαίνω κάθε φορά σε αυτή την ενδιαφέρουσα μάχη όπου η σύνθεση δεν γίνεται ακριβώς δουλειά και να ισορροπώ μεταξύ επιθυμιών και κανόνων».
Μετά το Φεστιβάλ Αθηνών, όπου παρουσιάζεται για τρία βράδια (17-19 Ιουλίου) ο Σταύρος Γασπαράτος στοχεύει να παρουσιάζει το «Rage Park» και εκτός Ελλάδος· σε συνέχεια της ήδη αυξημένης του δραστηριότητας στο εξωτερικό. «Μέχρι στιγμής έχω συνεργαστεί με καταπληκτικούς συντελεστές, το επίπεδο τους έχει ευεργετήσει και τη δουλειά μου, οι συνθήκες ακόμα και οι χώροι που φιλοξενούνται οι παραστάσεις μας είναι εξαιρετικοί. Σε αυτό το πλαίσιο δουλειάς, επιστρέφω στην Ελλάδα με περισσότερο κέφι» λέει και παραδέχεται πως η μόνη δυσκολία, παρά τον τεράστιο όγκο δουλειάς, είναι πως πρέπει να συμπεριφέρεται και ως και μάνατζερ του εαυτού του.