Βάλε τη Γιαγιά στο Ψυγείο
Ιταλική μαύρη κωμωδία πάνω στο θέμα της επιβίωσης ελέω κρίσης αλλά και κεραυνοβόλου έρωτα…
Η Κλαούντια, μια νεαρή συντηρήτρια αρχαιοτήτων μόλις και καταφέρνει να τα βγάζει πέρα στη δουλειά της χάρη στη σύνταξη της γιαγιάς της, αφού το δημόσιο της χρωστάει αρκετές χιλιάδες ευρώ. Όταν η γιαγιά της πεθαίνει η Κλαούντια, πείθεται από τις βοηθούς της να την «παγώσει» προκειμένου να συνεχίσει να εισπράττει τη σύνταξή της. Κι ενώ το κόλπο δείχνει να πετυχαίνει ο Σιμόνε Ρέτσια, ο πιο αδιάφθορος αξιωματικός της αστυνομίας οικονομικού εγκλήματος, την ερωτεύεται παράφορα.
Ηθογραφική μαύρη κωμωδία πάνω στις πατέντες που σκαρφίζονται οι ιταλοί προκειμένου να κλέψουν το κράτος (εκεί να δείτε επιδόματα αναπηρίας, ψεύτικους γάμους και ανάσταση νεκρών για την είσπραξη των συντάξεων) αλλά και μια τρυφερή ματιά σε ένα αδόκιμο έρωτα που ενίοτε βγάζει και γέλιο. Ο σκληρός κυνηγός των φοροφυγάδων – αλλά και αδέξιος εραστής- ερωτεύεται τη γλυκιά και απελπισμένη συντηρήτρια έργων τέχνης η οποία με βαριά καρδιά «βάζει τη γιαγιά στο ψυγείο» για λίγο καιρό μέχρι να ορθοποδήσει οικονομικά και πάνω τους χτίζεται ένα αλισβερίσι ακραίων (καμιά φορά χοντροκομμένων) καταστάσεων που θυμίζουν ξεπερασμένες γραφικότητες παρά το σύγχρονο concept της ιστορίας.
Τούτη η παλιομοδίτικης υφής φαρσοκωμωδία πάντως έχει και τα καλά (οι βοηθοί του αδέκαστου ήρωα και οι προσπάθειες τους να τον βάλουν στο ερωτικό δρόμο, οι συνεχείς παρεξηγήσεις μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, οι σκηνές με τους απατεώνες που ξεσκεπάζονται) και τα κακά της (κάποιες καταστάσεις είναι αφελείς ή προβλέψιμες, το στοιχείο της υπερβολής δεν αφήνει την ταινία να αναπνεύσει, μερικοί χαρακτήρες- καρικατούρες) με αποτέλεσμα να βλέπεται σχετικά άνετα. Ειδικά από τη στιγμή που μπαίνει και στην σχετική εξίσωση η γνωστή ρήση «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» για τη σχέση μας με τους γείτονες.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης