“Ελλάς Μονάχου” στο Φεστιβάλ Αθηνών
Κριτική για την παράσταση του Ανέστη Αζά και του Πρόδρομου Τσινικόρη που παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, από τις 10 έως τις 12 Ιουλίου 2018.
«Σε καμία άλλη γερμανική πόλη δεν ζούνε τόσο πολλοί Έλληνες όσο στο Μόναχο» είναι η πρώτη πρόταση του Ανέστη Αζά και του Πρόδρομου Τσινικόρη στο σημείωμά τους για της παράσταση «Ελλάς Μονάχου», που έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Μάρτιο στο κρατικό Kammerspiele του Μονάχου και παρουσιάστηκε στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών.
Πράγματι πολλοί ήταν οι Έλληνες που μετανάστευσαν στην Γερμανία τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε, μετά μυρίων βασάνων, να επανέλθει στην κανονικότητα της ειρήνης, μετά την οικονομική και κοινωνικοπολιτική κατάρρευση που προκάλεσαν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος. Με τη Δικτατορία σημειώθηκε και νέο κύμα εξόδου προς τη Γερμανία, πολιτικών κριτηρίων αυτή τη φορά.
Το τελευταίο κεφάλαιο της μετανάστευσης Ελλήνων στη Γερμανία αρχίζει το 2009, όταν η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση χρεωκοπίας και πολλοί νέοι (24-40 χρόνων) αναγκάστηκαν να αναζητήσουν δουλειά στην ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Το Μόναχο, στην τριάδα των γερμανικών πόλεων με την πιο ισχυρή οικονομία και το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας, ήταν φυσικό να προσελκύσει αρκετούς εξ αυτών. Άλλωστε με τη Βαυαρία, πρωτεύουσα της οποίας είναι το Μόναχο, έχουμε «ιστορικές» σχέσεις, αφού ο Όθων, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄.
Μάλιστα, ο Λουδοβίκος, ονομαστός φιλέλλην, κόσμησε την πόλη με μνημεία που παραπέμπουν στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, τα οποία σχεδίασε ο κλασικιστής αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε (σε δικό του σχέδιο οικοδομήθηκε η καθολική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στην Πανεπιστημίου). Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, γιατί συνδέει την αρχαία με την νεότερη ελληνική Ιστορία, είναι τα Προπύλαια (Propyläen) του Μονάχου: δωρικού ρυθμού, κοσμείται εξωτερικά με ανάγλυφες παραστάσεις από την ελληνική ιστορία και δη της Επανάστασης του ’21, ενώ στο εσωτερικό του αναγράφονται τα ονόματα τριάντα αγωνιστών.
Ωστόσο στο σημερινό Μόναχο οι Έλληνες είναι μόνο μία από τις πολλές κοινότητες ξένων. Σε σύνολο 1.420.000 κατοίκων οι 39.200 είναι Τούρκοι, οι 33.100 Κροάτες, οι 27.300 Ιταλοί, οι 27.100 Έλληνες, οι 27.900 Πολωνοί, οι 18.000 Ρουμάνοι. Τι θέλω να πω; Ότι, αμέσως αμέσως, από μια πρόχειρη αναφορά σε ιστορικά και δημογραφικά στοιχεία, προκύπτουν ένα σωρό ερωτήματα και απορίες που περιμένεις να απασχολήσει μια παράσταση documentary theatre. Πόσο μάλλον όταν η παράσταση προέκυψε από πρόσκληση μίας κρατικής σκηνής του Μονάχου σε δύο Έλληνες σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς (εκ των οποίων ο ένας γεννήθηκε στο Βούπερταλ, παιδί μεταναστών της δεκαετίας του ’70). Προφανώς αυτό που ενδιέφερε είναι η μαρτυρία τους σε σχέση με την Ελλάδα της κρίσης και το νέο κύμα μετανάστευσης. Αλλά μπορεί αυτό να μη συσχετιστεί με παλαιότερες φάσεις του φαινομένου, και χωρίς ιστορικές και πολιτικές αναφορές;
Στην παράσταση «Ελλάς Μονάχου» του Αζά και του Τσινικόρη έλειψαν και η Ιστορία και τα ντοκουμέντα. Έλειψε η έρευνα που θα συνέδεε το παρελθόν με το παρόν, και η διαμόρφωση του σκηνικού κειμένου με τρόπο που να αποκαλύπτονται τα διαφορετικά επίπεδα του θέματος και τα επί μέρους ζητήματα που συνδέονται μαζί του. Αυτή δεν ήταν μια παράσταση Θεάτρου-Ντοκιμαντέρ αλλά «Θέατρο Μαρτυρίας» και μάλιστα «συναισθηματικού» χαρακτήρα.
Τι εννοώ; Από τόσες χιλιάδες Έλληνες στο Μόναχο η παράσταση αρκέστηκε σε τρεις Έλληνες που μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στο Μόναχο τα τελευταία χρόνια. Μας είπαν λίγα πράγματα για το πώς πήραν την απόφαση να δοκιμάσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, πώς αποχωρίστηκαν τους δικούς τους την παραμονή του ταξιδιού τους και τι έκαναν το πρώτο, δύσκολο διάστημα στο Μόναχο, μέχρι να βρουν μία αξιοπρεπή δουλειά.
Γνωστές ιστορίες. Θα είχαν ενδιαφέρον μόνο σε συσχετισμό με ιστορίες μεταναστών του ’60 και του ’70 που θα αποκάλυπταν πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στις δύο χώρες τότε και τώρα. Στο «Ελλάς Μονάχου» υπήρχαν μόνο τρία ηχητικά αρχεία: ενός συνταξιούχου που ετοιμάζεται να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα, ενός που δήλωσε «κοσμοπολίτης» και μίλησε απαξιωτικά για την Ελλάδα και τους σημερινούς Έλληνες, και της μητέρας του Πρόδρομου Τσινικόρη που μίλησε σε πολύ αδρές γραμμές για το πώς γνώρισε και συνδέθηκε με τον πατέρα του. Έλειψε δηλαδή η φυσική παρουσία «παλαιμάχων» επί σκηνής ή, έστω, βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις τους που θα έδιναν ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα από βιωμένες εμπειρίες (και όχι γενικές ιδέες, αόριστες αναμνήσεις και συμβουλές στους νεότερους).
Από την παράσταση «Ελλάς Μονάχου» δεν μαθαίνουμε τίποτα για την ελληνική κοινότητα του Μονάχου, για τους δεύτερης και τρίτης γενιάς Γερμανούς με ελληνική καταγωγή. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για τους φορείς που διασώζουν την ελληνική ταυτότητα στην ξένη γη, για τα ελληνικά σχολεία, για τα πολιτιστικά σωματεία, για την ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα «Ελλάς Μονάχου». Δεν παρέχονται κάποιου είδους στοιχεία για την επαγγελματική ταυτότητα των Ελλήνων στο Μόναχο άλλοτε και τώρα, αν έχει αλλάξει η εικόνα του Έλληνα μετανάστη (που είτε θα άνοιγε ελληνικό εστιατόριο είτε θα δούλευε ως βιομηχανικός εργάτης) με δεδομένο ότι σήμερα η συντριπτική πλειονότητα όσων φεύγουν από την Ελλάδα είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι τρεις Έλληνες που ζουν στο Μόναχο και συμμετέχουν στην παράσταση (Άγγελος Γεωργιάδης, Βαλάντης Μπεϊνόγλου, Κατερίνα Σόφτση) δεν μας λένε τίποτα για το πώς είναι η ζωή τους εκεί, μετά το τέλος της δουλειάς. Αν οι παρέες τους είναι με Έλληνες, πώς αντιμετωπίζουν οι ξένοι της πόλης τους ξένους διαφορετικής εθνότητας, αν έχουν αντιμετωπίσει κάποιας μορφής ρατσισμό από τους Γερμανούς, αν η άνοδος της ακροδεξιάς αποτυπώνεται με κάποιους τρόπους στην καθημερινότητά τους.
Έλειψε ακόμη από την παράσταση η μαρτυρία ανθρώπων που σπούδασαν στην Ελλάδα και πήγαν στη Γερμανία για να δουλέψουν ως εξειδικευμένοι επιστήμονες, με πολύ καλές σπουδές, στο αντικείμενό τους (γνωρίζουμε, π.χ., πόσο περιζήτητοι είναι οι Έλληνες γιατροί στην Γερμανία). Έλειψαν, όμως, και οι μαρτυρίες κάποιων που δοκίμασαν την τύχη τους στη Γερμανία, στο Μόναχο ή αλλού, και ξαναγύρισαν πίσω στην Ελλαδίτσα, επειδή δεν άντεχαν να ζήσουν εκεί.
Πηγαίνοντας να δω την παράσταση «Ελλάς Μονάχου» είχα στο μυαλό μου παραστάσεις των Rimini Protokoll, που αναγκαστικά αποτελούν σημείο αναφοράς για την εξέλιξη του documentary theatre στον 21o αι. Τους επικαλούνται, άλλωστε, οι Αζάς και Τσινικόρης καθώς είχαν εργαστεί στην παράσταση των RP «Προμηθέας στην Αθήνα» (2010).
Περίμενα να δω, δηλαδή, έρευνα (που απαιτεί ομάδα συστηματικής εργασίας και κόπο), «κυκλωτική» διαχείριση του θέματος και δραματουργία/σκηνική ερμηνεία που να μην μεταφέρει την εντύπωση μιας παρέας φίλων που τα βρήκαν και ανέβηκαν στη σκηνή. Ποιος ο λόγος π.χ. να τραγουδήσει η Κατερίνα Σόφτση τον ύμνο του Άρη (της ποδοσφαιρικής ομάδας); Και τι εξυπηρετούσε η παρένθεση για το καλό που κάνει στον άνθρωπο το να αποφορτίζεται ουρλιάζοντας μ’ ένα μαξιλάρι στο στόμα; Το σκηνικό της Ελένης Στρούλια ήταν εντελώς αδιάφορο ενώ και τα διάφορα που έκαναν οι προσκεκλημένοι «περφόρμερ», με τις βαλίτσες και τα sleeping-bag, ήταν εντελώς περιττά. Τέλος, τα βίντεο που προβλήθηκαν, τόσο από παλιά Επίκαιρα(;) όσο και αυτά από τους χώρους δουλειάς των τριών προσκεκλημένων, παραήταν ερασιτεχνικά.
Νομίζω ότι η παράσταση δεν είχε κάτι να πει στο ελληνικό κοινό. Στο κοινό των γερμανικών θεάτρων, πάλι, δίνει ελλιπή εικόνα για την Ελλάδα της κρίσης και επιβεβαιώνει το στερεότυπο της διαρκούς ροπής μας, Νότιοι γαρ, στη συναισθηματική αντιμετώπιση των πραγμάτων, και όχι στη συστηματική, πρώτα αναλυτική και μετά συνθετική, διανοητική εργασία. Εννοείται πως για «λόγους ασφαλείας» έλειψε το πολιτικό στίγμα, αφού κάθε σχετική αναφορά στην Ελλάδα της κρίσης θα έριχνε τον προβολέα στην ευθύνη της Γερμανίας για την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. Και τον ευρω-σκεπτικισμό.