Θεατής: “Ευμενίδες” του Αισχύλου στο Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου
Εντυπώσεις από την παράσταση «Ευμενίδες» του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου, στις 14 & 15 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2018.
Η ιστορία
Με τις «Ευμενίδες» ολοκληρώνεται η τριλογία της αισχύλειας «Ορέστειας».
Μετά τον φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου ο Ορέστης καταφεύγει στο μαντείο των Δελφών, προκειμένου να βρει λύση στην καταδίωξή του από τις Ερινύες. Ο Απόλλωνας τον παροτρύνει να φύγει για την Αθήνα όσο εκείνες κοιμούνται. Το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας εμφανίζεται, ζητώντας δικαίωση για τον φόνο που διέπραξε ο γιος της. Οι Ερινύες ξυπνούν και ακολουθούν τον Ορέστη στη νέα πόλη. Αυτός καταφεύγει ικέτης στο άγαλμα της Αθηνάς, η θέα φανερώνεται, ακούει και τις δύο πλευρές και αποφαίνεται ότι για μια τόσο δύσκολη απόφαση πρέπει να συσταθεί ένα νέου τύπου δικαστήριο, θεσμοθετώντας με την ευκαιρία αυτή τον Άρειο Πάγο. Ως συνήγορος του Ορέστη παρίσταται ο Απόλλωνας. Η απόφαση καταλήγει σε ισοψηφία, η ψήφος ωστόσο της Αθηνάς έχει βαρύνουσα σημασία και είναι αθωωτική για τον Ορέστη. Με ανταλλάγματα οι Ερινύες μεταπείθονται από την Αθηνά, κάμπτουν τον θυμό τους και μετατρέπονται σε θεότητες για την καλή τύχη και την ευμένεια των ανθρώπων που τις δοξάζουν πια με μεγάλες τιμές.
Η παράσταση
Ήταν μια δουλειά που είχε πάρει το ρίσκο της. Μετά την πρώτη παρουσίασή της στο Φεστιβάλ του 2015 επέστρεψε και πάλι ως μια προσωπική υπόθεση κατά την οποία θεατές και ηθοποιός εικάζουν πρόσωπα και καταστάσεις σε έναν διαμορφώσιμο κατά συνείδηση χώρο.
Η ιστορία πλαισιώνεται γύρω από ένα πρόσωπο-ερμηνεύτρια (Στεφανία Γουλιώτη), που αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει όλους: θύτες και θύμα, αρωγούς θεούς και σεβάσμιο χορό. Η “διαχείρισή” τους δεν εξελίσσεται σε μονότονη διαδικασία, γίνεται με τρόπο υποδειγματικό, καθόλου προσποιητό, είναι τόσο καλοδουλεμένη που δεν χωρά αμφισβήτηση ότι οι ρόλοι έχουν γίνει κτήμα μιας σπουδαίας ερμηνεύτριας σε μια μεγαλειώδη της υποκριτική στιγμή.
Η δυναμική της που πηγάζει από την αφήγηση – αν και στατική στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης η ίδια – είναι ευδιάκριτη στα ποικίλα πρόσωπα: γίνεται ο κατατρεγμένος Ορέστης που αγωνιά, η εκδικητική Κλυταιμνήστρα, οι μαινόμενες Ερινύες, η επιβλητική Αθηνά, ο καταπραϋντικός Απόλλωνας. Τις περισσότερες φορές το πέρασμα ανάμεσα στους ρόλους σηματοδοτείται από τους ήχους ενός μουσικού οργάνου (ο Δημήτρης Καμαρωτός αναδεικνύεται άξιος χειριστής), δημιουργώντας ατμόσφαιρα μυσταγωγική καθώς ο ήλιος ανατέλλει. Η παράσταση ξεκινά στις 6 το πρωί, τότε που ο τόπος βρίσκεται στην πιο αγνή και αυθεντική του στιγμή και το κοινό παρακολουθεί το πώς διαμορφώνεται τόσο ως φυσικό περιβάλλον όσο και ως σκηνικός χώρος.
Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη που έδωσε στο κείμενο διάσταση γήινη και περιεχόμενο προσπελάσιμο. Η δωρική σκηνική παρουσία της Γουλιώτη, η καθαρότητα της άρθρωσής της, το ανέδειξαν πλήρως, χωρίς να στερούν τα νοήματά του.
Επίγευση
Πρωτότυπη πρόταση, με ουσία, με τη λιτότητα ως αρετή μέτρου παρούσα σε όλους τους τομείς, στηριγμένη σε μια καθηλωτική πολυπρόσωπη ερμηνεία. Μια σπάνια στιγμή βιώνεται και ανάγεται σε εμπειρία.
Φωτο: Ευη Φυλακτού