Μυστικό συστατικό
Βαλκανική μαύρη κωμωδία που απέσπασε το βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2017.
Ο μεροκαματιάρης Βέλε φτιάχνει κέικ από κλεμμένη μαριχουάνα ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα ανακουφίσει τον πόνο του ηλικιωμένου καρκινοπαθή πατέρα του. Τα αποτελέσματα είναι ακόμη πιο θεαματικά: η υγεία του πατέρα βελτιώνεται χωρίς οι θεράποντες γιατροί να έχουν εξήγηση. Όμως ο Βέλε έχει να αντιμετωπίσει νέα προβλήματα: τους φίλους και γείτονες που θέλουν τη συνταγή του «μαγικού κέικ» αλλά και τους κακοποιούς που θέλουν πίσω τα ναρκωτικά τους.
Το βαλκανικό χρώμα είναι έντονο σε όλη τη διάρκεια του ανθρωποκεντρικού και τρυφερού αυτού φιλμ φιλμ: γκροτέσκο χιούμορ, κοινωνικός ρεαλισμός, προβλήματα που προκύπτουν από την αβάσταχτη καθημερινότητα, άνθρωποι του μόχθου αλλά και της κομπίνας.
Ο Σταβρέσκι πάντως στο σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους δεν στέκει μόνο στο στοιχείο της φάρσας για να κάνει πιο αποδεχτό το ουμανιστικό μήνυμα ή την πολιτική ματιά (τα Σκόπια ως ένας τόπος που πασχίζει να ξεφύγει από το μίζερο παρελθόν του) της ταινίας του.
Η σχέση πατέρα και γιου έχει τις αιχμηρές στιγμές και τα δραματικά επεισόδια (ο πρώτος θρηνεί την απώλεια της συζύγου και του μεγάλου γιου του που χάθηκαν σε τροχαίο και αρνείται τη συνέχιση της ζωής προτιμώντας την αυτοκτονία), το ερωτικό στοιχείο – το φλερτ του Βέλε με την γλυκιά νοσοκόμα- δίνεται σαν μια ποιητική παρένθεση στο γκρίζο σκηνικό, το πολιτικό σχόλιο προσδίδει αυθεντικότητα και βαρύτητα στην ιστορία.
Το σενάριο της ταινίας ουσιαστικά μιλά για την απάνθρωπη αντιμετώπιση των φτωχών πολιτών μιας χώρας που μαστίζεται από τη διαφθορά, τις ανισότητες και την εγκληματικότητα, χωρίς όμως να χάνει την καλή διάθεση, την αισιοδοξία και το κέφι του. Δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο και αυτό πιστώνεται στο σκηνοθετικό ταλέντο του νεόκοπου Σταβρέσκι που παρότι σε κάποιες σκηνές επιχειρεί κάπως άγαρμπα να συνδέσει τις θεματικές του έργου, το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης