Συν & Πλην: Άγγελος εξολοθρευτής της Άντζελας Μπρούσκου στην Πειραιώς 260
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για το έργο της Άντζελας Μπρούσκου, «Άγγελος εξολοθρευτής», που είναι βασισμένο πάνω στο ομώνυμο κινηματογραφικό έργο του Λουίς Μπουνιουέλ, και παρουσιάστηκε από τις 15 έως τις 18 Ιουλίου 2018 στην Πειραιώς 260.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ (1900-1983) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Διαμορφώνοντας ένα προσωπικό, ιδιότυπο ύφος, συνδέθηκε κατά κύριο λόγο με το κίνημα του υπερρεαλισμού με αποτέλεσμα πολλές από τις δημιουργίες του να μην μπορούν να εκλογικευτούν και να θεωρούνται “αναρχικές”. Το σενάριο μάλιστα της πρώτης του κινηματογραφικής απόπειρας, της ταινίας μικρού μήκους «Ανδαλουσιανός σκύλος» (1929), συνυπογράφεται από τον συμπατριώτη του, κατεξοχήν υπερρεαλιστή καλλιτέχνη, Σαλβαδόρ Νταλί.
Ακολούθησαν πολλές ακόμη ταινίες: «Ναζαρέν» (1959, διεθνές βραβείο στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών), «Βιριδιάνα» (1961, βραβείο Χρυσού Φοίνικα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών), «Εξολοθρευτής Άγγελος» (1962), «Σιμών της Ερήμου» (1965, ειδικό βραβείο της επιτροπής στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας), «Η ωραία της ημέρας» (1967, βραβείο Χρυσού Λέοντα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας), «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (1972), «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» (1977), είναι από εκείνες που θεωρούνται κλασικές στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο «Εξολοθρευτής Άγγελος» (πρωτότυπος τίτλος El ángel exterminador) αποτέλεσε τη δεύτερη συνεργασία του Μπουνιουέλ με τον παραγωγό Γκουστάβο Αλατρίστε και τη Μεξικάνα ηθοποιό Σίλβια Πινάλ, λίγο μετά την επιτυχία της «Βιριδιάνα». Αν και ο σκηνοθέτης επιθυμούσε η ταινία να γυριστεί σε ευρωπαϊκό τόπο και με Ευρωπαίους ηθοποιούς, εντούτοις αυτό δε στάθηκε δυνατό και ετοιμάστηκε εξ ολοκλήρου στο Μεξικό, χώρα που ο Μπουνιουέλ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του (1946-1950), παράγοντας μερικές από τις σημαντικότερες δημιουργίες του.
H ταινία περιγράφει το δείπνο μιας παρέας αριστοκρατών στο σπίτι ενός εξ αυτών. Μετά το γεύμα οι καλεσμένοι μεταφέρονται στο σαλόνι και για κάποιον ανεξήγητο λόγο είναι αδύνατο να εξέλθουν από το σπίτι. Εκεί συμβαίνουν μια σειρά από παράδοξα γεγονότα που δοκιμάζουν τα όρια τους, από την άλλη όμως οδηγούνται στην απώλεια της αξιοπρέπειας τους, καθώς υποτάσσονται στα όποια λογής ένστικτά τους, αποδεικνύοντας την κοινωνική υποκρισία. Αναζητούν την πραγμάτωση κάθε επιθυμίας, χωρίς προσχήματα, ακόμα και αν αυτές εν τέλει δεν εκπληρώνονται.
H Παράσταση
Τολμηρό το εγχείρημα της Άντζελας Μπρούσκου να διασκευάσει μια κλασική ταινία με δύσκολο περιεχόμενο και η σύγκριση με αυτή είναι αναμενόμενη. Από την αρχή κιόλας, με τη μαζική είσοδο των ηθοποιών, μπαίνει κανείς στην υπόθεση χωρίς περιττές εισαγωγές. Ένα μεγαλοπρεπές δείπνο, αντάξιο των πλούσιων συνδαιτυμόνων. Σταδιακά το κλίμα αρχίζει να γίνεται ανεξήγητα παράδοξο από μια ανώτερη δύναμη που μετατρέπει τα άτομα σε έρμαια των κατώτερων ενστίκτων τους, εικόνες αντίθετες με την προηγούμενη συμπεριφορά καθωσπρεπισμού.
Οι επισκέπτες επιδίδονται σε ανοίκειες πράξεις αναδεικνύοντας μια πλευρά -ίσως την πιο σημαντική και λιγότερο διαχειρίσιμη, κατά συνέπεια και την πιο αυθεντική- της ανθρώπινης πραγματικότητας, που σχετίζεται με τα κατώτερα ένστικτα, σύννομης με τη δαρβινική θεωρία. Η ατμόσφαιρα αλλοφροσύνης δίνεται παραστατικά, με πιο υπερβατικούς τόνους και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια -η Μπρούσκου επιλέγει να βάλει και δικές της πινελιές, κάποιες πιο “ποιητικές” (π.χ. χορογραφικές συνερεύσεις, το ξαναστήσιμο του τραπεζιού στο τέλος που θυμίζει τον Μυστικό Δείπνο) ή και πιο εξεζητημένες (η συμμετοχή της αρκούδας στη δράση, η οργάνωση θυσίας)- σε σύγκριση με την ταινία, πιθανόν στοχεύοντας σε μια πιο ξεκάθαρη σκηνική κλιμάκωση, ίσως καλύπτοντας μια αγωνία της για την εξασφάλιση του άλογου κλίματος.
Αν βασικός στόχος λοιπόν ήταν η δημιουργία ενός αλλοπρόσαλλου σύμπαντος, τότε αυτός επετεύχθη, αν και στην ταινία η παραδοξότητα οριοθετείται σε πολλές -είναι γεγονός- στιγμές, όχι όμως σε όλη τη διάρκεια, ενώ μπορεί να διακρίνει κανείς σε αυτή ακόμα και κωμικά στιγμιότυπα που εκλείπουν ολωσδιόλου στην παράσταση. Σε αυτό ακριβώς το κλίμα εντάχθηκαν όλοι οι ηθοποιοί, σε ένα συντονισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί από μόνο του ένα δύσκολο επίτευγμα. Έχουμε την περίπτωση ενός πολυπληθούς θιάσου, με σπουδαίους ηθοποιούς, όπου ναι μεν ο κάθε ρόλος αυτονομείται και αποδίδεται ικανοποιητικά, ταυτόχρονα όμως έχουμε το συνολικό δέσιμο που φέρει την ιδανική συνύπαρξη επί σκηνής, μια ισορροπία δύσκολα επιτεύξιμη, που προϋποθέτει την ομαδική δουλειά.
Στο σύνολό της η παράσταση κρατά τον ρυθμό, την ένταση και το ενδιαφέρον, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι εντός πλαισίου της ιδέας. Αξιόλογη και η μουσική της ταλαντούχας Nalyssa Green με ενέργεια για τις στιγμές παραφροσύνης, κυρίως όμως ψυχικά αποφορτιστική.
Τα συν (+)
- Η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε επί σκηνής ένα κλασικό κινηματογραφικό έργο με ιδιαίτερες απαιτήσεις.
- Η αισθητική σύλληψη και η σκηνοθετική τόλμη, είναι γεγονότα που σίγουρα δεν περνούν αδιάφορα.
- Η ανάδειξη της κοινωνικής υποκρισίας, ως μήνυμα, σε μια κυκλική πορεία (από το ίδιο σημείο ξεκινούν οι ήρωες, στο ίδιο καταλήγουν, ωστόσο ουσιαστικά αλλαγμένοι).
- Η ατμόσφαιρα υπερβατικότητας.
- Οι επαρκείς ερμηνείες (ξεχωρίσαμε τον Χάρη Φραγκούλη), το δέσιμό τους και η αίσθηση δουλειάς συνόλου.
- Η μουσική επένδυση.
Τα πλην (-)
- Η μεγάλη διάρκεια (2,5 ώρες), περισσότερη από την ταινία, καθώς η παράσταση είναι εμπλουτισμένη με πολλές σκηνές-περιστατικά παραφροσύνης, όχι τόσο ουσιώδη, προσπαθώντας ίσως να πείσει για το υπερβατικό κλίμα και λιγότερο για την υπόθεση καθαυτή και τα μηνύματά της.
- Η εστίαση στο όλο και όχι στο μέρος, καθότι στη συνολική διάρκεια δίνεται έμφαση στην εξέλιξη μιας ομαδικής παραφροσύνης και όχι στη μετάλλαξη χαρακτήρων. Στο πλαίσιο αυτό δύσκολα αναγνωρίζονται ατομικά συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις, τα πρόσωπα “χάνονται”, καθώς το κέντρο βάρους αφορά στη συλλογικότητα.
- Η εστίαση με live κάμερα σε πρόσωπα και στιγμές τους από την ίδια τη σκηνοθέτιδα δεν προσέφερε κάτι στην ουσία και είναι στοιχείο επαναληπτικό στις παραστάσεις της.
Το άθροισμα (=)
Ιδιαίτερη δουλειά, με έντονη την προσωπική σφραγίδα της Μπρούσκου, παραστατική, συντονισμένη, φροντισμένη στις λεπτομέρειες της, που βλέπεται με ενδιαφέρον. Άλλοι, όπως αποδείχτηκε από το ένθερμο χειροκρότημα, θα ενθουσιαστούν και θα φανούν δεκτικοί στην πρόταση αυτή, όσοι εμμένουν στη σύγκριση με την ταινία θα τη βρουν να αποκλίνει και το πιθανότερο είναι να φανούν δύσπιστοι.
Σε κάθε περίπτωση είναι μια παράσταση που δεν περνά απαρατήρητη.