Ένα έγκλημα σε εμφυλιακό φόντο
Λένε πως «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας». Πόσο αιμοδιψές μπορεί να είναι ένα τέρας για να επιλέξει μία τέτοια μαία; Από τον Γιάννη Χατζημανώλη
Κανένας λαός δεν είναι αθώος. Ακόμα και οι γλυκανάλατοι Βέλγοι είχαν για βασιλιά έναν πραγματικά ψυχοπαθή μισάνθρωπο σαν τον Λεοπόλδο Β’ που υπέβαλλε σε ουσιαστική γενοκτονία τους ιθαγενείς του Κονγκό. Η Ισπανία από την άλλη μεριά έχει παράδοση στην βαναυσότητα με λαμπρότερο εκπρόσωπό της τον Κορτέζ και τους κονκισταδόρες του…
Ο Ισπανικός Εμφύλιος διήρκεσε σχεδόν 3 χρόνια, από τα μέσα του 1936 έως την άνοιξη του 1939. Ο Χουάν Μαδρίδ, στο τελευταίο του δημιούργημα, χρησιμοποιεί μία δολοφονία για να παρουσιάσει μεγάλο μέρος των γεγονότων που συντελέστηκαν τόσο πριν και μετά όσο και κατά την διάρκεια του πολέμου, εξυφαίνοντας περίτεχνα έναν αφηγηματικό ιστό απόλυτα ταγμένο στις νόρμες του νουάρ. Σύμμαχος του σε αυτό το εγχείρημα τα συνεχή φλας μπακ μεταξύ των δεκαετιών του ’30 και του ’40, που υιοθετεί στην αφηγηματική του δομή.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες προέρχονται κι από τα δύο στρατόπεδα. Από την μία μεριά βρίσκεται ο Ντίμας Πράδο, αξιωματούχος του καθεστώτος Φράνκο. Υπέρμετρα φιλόδοξος, εγωιστής και καιροσκόπος, προκαλεί, από ένα σημείο και μετά, όχι φυσικά συμπάθεια αλλά οίκτο, όταν πια αντιλαμβάνεται ότι είναι και ο ίδιος ένα γρανάζι στον μηχανισμό της εξουσίας.
Από τη άλλη ο Χουάν Ντελφόρο, μέλος του Δημοκρατικού στρατού και ουσιαστικά alter-ego του συγγραφέα μιας και μόνο αυτός αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Μέσω αυτού ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των γεγονότων του Εμφυλίου, από τη ενορχηστρωμένες προβοκάτσιες των φρανκιστών με τους κατευθυνόμενους «μπαχαλάκηδες» πριν την έναρξη του εμφυλίου, μέχρι τους βασανισμούς και τις διώξεις που υπέστησαν οι ηττημένοι δημοκρατικοί μετά το πέρας των εχθροπραξιών.
Ο Μαδρίδ προσπαθεί να διατηρήσει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά παρότι τα γεγονότα τον πιέζουν ασφυκτικά για το αντίθετο. Είναι φορές που και ο ίδιος βέβαια απολαμβάνει μικρές δόσεις εκδίκησης, όπως για παράδειγμα όταν υποβαθμίζει τους Ισπανούς φασίστες σε σχέση με τους «ορίτζιναλ ναζί» Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονται στην χώρα.
Αν και η αστυνομική ιστορία του βιβλίου φαίνεται να περνάει σε δεύτερη μοίρα, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται ουσιαστικά για τον καταλύτη που απογειώνει την πλοκή και ολοκληρώνει το βιβλίο. Χωρίς το διπλό έγκλημα που συντελείται στην αρχή, οι ήρωες δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν και το βιβλίο θα ήταν απλά ένα οδοιπορικό του ισπανικού εμφυλίου.
Ενός πολέμου που ίσως να είχε διαφορετική έκβαση αν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής έβλεπαν τον Φράνκο σαν αυτό που πραγματικά ήταν, έναν στυγνό, απολυταρχικό δικτάτορα, και όχι σαν απλά ένα αντισοσιαλιστικό προπύργιο. Κι αυτό γιατί, από ένα σημείο και μετά τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία έκφρασης και η δημοκρατία έγιναν λιγότερο σημαντικά. Αυτό που απασχολούσε την ευημερούσα αστική τάξη της εποχής ήταν το φρενάρισμα των προοδευτικών ιδεών που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την Ευρώπη. Και όπως στην περίπτωση των Χίτλερ και Μουσολίνι, έτσι και σε αυτήν του Φράνκο, ένα φασιστικό καθεστώς θα λειτουργούσε σαν τείχος στην αριστερή ιδεολογία. Σύμμαχοι του Ισπανού δικτάτορα δεν είναι μόνο οι ομοϊδεάτες του Γερμανοί και Ιταλοί αλλά και οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι του, ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία.
Ανέλπιστος (;) σύμμαχος των φασιστών και η επίσημη Εκκλησία η οποία, όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση ξεχνάει τις διδαχές του Ιδρυτή της με αντάλλαγμα ένα μόνιμα γεμάτο παγκάρι. Όλοι μαζί, γαιοκτήμονες, εισοδηματίες, στρατός και εκκλησία συμπλήρωσαν ένα πανίσχυρο καρέ απέναντι στο οποίο ο εν πολλοίς ανοργάνωτος και απείθαρχος δημοκρατικός στρατός δεν μπορούσε να έχει καμία τύχη.
Μέσα σε όλα, σε μια cameο εμφάνιση, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, έρχεται να εκπληρώσει ένα πιθανολογούμενο απωθημένο του συγγραφέα. Ο νομπελίστας Αμερικανός συγγραφέας μετά την θητεία του στην Ιταλία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο πριν ερωτευθεί για πάντα την Κούβα, είχε νιώσει στο πρόσωπο του τους ανέμους της Αραγονίας ως πολεμικός ανταποκριτής. Αυτήν την παρουσία αξιοποιεί ο Μαδρίδ για να πετύχει μία, έστω εικονική, συνάντηση με το, κατά τα φαινόμενα, ίνδαλμα του.
Το ερώτημα που αναδύεται από τα «Σκυλιά που Κοιμούνται» είναι τόσο διαχρονικό και επίκαιρο που επισκιάζει την εξιχνίαση του εγκλήματος του βιβλίου αλλά ακόμα και τον ίδιο τον εμφύλιο: «Τι είναι τελικά ο φασισμός και πόσες μορφές μπορεί να πάρει;». Στην Ελλάδα του 2018 μία απάντηση σε αυτό είναι πιο απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε…