Πέρασαν 17 χρόνια από το θεατρικό του ντεμπούτο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και 31 χρόνια από την πρώτη του επίσκεψη στη Σικελία. Ο Γιάννης Κόκκος επιστρέφει αυτό το καλοκαίρι και στους δύο τόπους με τους οποίους συνδέθηκε στενά και καθοριστικά, με μια παράσταση: Τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» όπως τον σκηνοθέτησε για το Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος Συρακουσών.
Ηταν το 1987 όταν ο πολυμήχανος δημιουργός παρουσίαζε την «Ορέστεια» του Γιάννη Ξενάκη – παρουσία του τελευταίου – σ’ ένα χωριό που είχε πληγεί από σεισμούς, την Σαμπουτσίνα. Δεν θα ξεχάσει τους χωρικούς και τους ερασιτέχνες μουσικούς της περιοχής καθώς αναβίωναν την τραγωδία χαρίζοντας του «μια από τις πιο έντονες καλλιτεχνικές εμπειρίες της ζωής μου». Με την «Ορέστεια» του Αισχύλου (προσκεκλημένος του Εθνικού θεάτρου και του Νίκου Κούρκουλου) θα βαπτιζόταν και στην Επίδαυρο το 2001 «ένα χώρο που παραμένει μαγικός μέσα μου. Σημαίνει πολλά για τον τρόπο που αντιμετωπίζω το θέατρο και πάντοτε την ονειρεύομαι».
Ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος Γιάννης Κόκκος.
Μα δεν είναι μόνο φορτισμένη αναμνήσεων η επιστροφή του όσο και προσδοκιών. Ο σοφόκλειος «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι, κατά τον Κόκκο, «μια εξαιρετικά σημαντική τραγωδία για τους χρόνους που διανύουμε. Εξετάζει με μεγαλυψυχία πως μια πόλη, μια κοινωνία υποδέχεται τον Ξένο, τον Αλλο· εξετάζει πως οι άνθρωποι συναποφασίζουν κι αυτό σημαίνει Δημοκρατία». Στο πρόσωπο του Οιδίποδα – και κατ’ υπόδειξη του μεγάλου τραγικού – ο σκηνοθέτης αναγνωρίζει όχι μόνο ένα διωγμένο που τον βαραίνουν εγκλήματα και αμαρτήματα μα κι έναν ικέτη που θέλει να ησυχάσει, να αφήσει την τελευταία του πνοή στα αθηναϊκά χώματα. Ο Οιδίποδας είναι όσο ένοχος τόσο αθώος, αποθεώνοντας την αμφισημία του αρχαίου δράματος. Κι ο θάνατος του, εφόσον προηγουμένως έχει γίνει αποδεκτός από την πόλη, «μόνο καλά θα φέρει. Είναι ένα μάθημα αυτό, μια χειρονομία του Σοφοκλή για τις επόμενες γενιές. Ας σκεφτούμε κι εμείς ότι οι κατατρεγμένοι της εποχής μας μπορούν να καθοδηγηθούν έτσι ώστε να φέρουν μόνο καλά στις πόλεις που τους υποδέχονται».
Η Σικελία, εκτός από ότι είναι ένας χώρος συνεχούς υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, είναι κι ένας τόπος ταυτισμένος με το αρχαίο δράμα. Το αιωνόβιο Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος στις Συρακούσες (ιδρύθηκε το 1913 από τον κόντε Μάριο Τομάζο Γκαργκάλο με έδρα το αρχαίο θέατρο των Συρακουσών), ο μοναδικός, με αυτή την εμπειρία, οργανισμός που έχει θέσει την τραγωδία και την κωμωδία στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων του, επεφύλλασε μια ενδιαφέρουσα συνεργασία στο Γιάννη Κόκκο. «Δουλέψαμε με ηθοποιούς που έχουν αφοσιώσει τη ζωή τους σε αυτό· και την ίδια ώρα οι παραστάσεις που ανεβαίνουν στο θέατρο των Συρακουσών έχουν μια διάρκεια, οι ηθοποιοί ασκούνται εντατικά στο κάθε έργο. Ο Οιδίπους δηλαδή έχει ήδη δώσει 30 παραστάσεις σε διάστημα σχεδόν τριών μηνών».
Η ανάγνωση του Γιάννη Κόκκου στο έργο εστιάζει στην ευθεία και συνάμα ποιητική μετάφραση (Φεντερίκο Κοντέλο). Σ’ ένα σκηνικό – όπου το υπερμέγεθες ομοίωμα του Οιδίποδα στέκεται με την πλάτη προς τους θεατές σαν μια αναχωρητική φιγούρα – και μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής έντασης, κάθε ήρωας του δράματος προβάλλει διακριτά «γιατί καθένας από αυτούς μεταφέρει μια προσωπική αλήθεια. Ολα τα πρόσωπα έχουν μεγάλο βάρος, αφήνουν το στίγμα τους στο πέρασμα τους από τη σκηνή». Αυτή η προσέγγιση υπερβαίνει, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, και το όποιο γλωσσικό εμπόδιο: «Υπήρξαν θεατές στη Σικελία που δεν ήξεραν Ιταλικά. Κι όμως με πλησίασαν για να μου πουν πόσο κατανοητό τους ήταν το περιεχόμενο του έργου».
Αλλωστε, η πληθωρική ομάδα του Ινστιτούτου – περί τα 48 άτομα θα βρεθούν στην ορχήστρα της Επιδαύρου με επικεφαλής τον Μάσιμο Ντε Φράνκοβιτς στο ρόλο του Οιδίποδα – κυοφορεί ένα γνώριμο, στο ελληνικό κοινό, ταπεραμέντο. «Ξέρουμε πως οι Ιταλοί είναι πολύ κοντά στη γλώσσα των Ελλήνων. Εχουν και αυτοί τη δυνατότητα να είναι απλοί και γήινοι και την ίδια στιγμή να είναι φορείς μιας σπουδαίας ποιητικότητας. Οπως μου αρέσει να λέω για τους Ελληνες ηθοποιούς “έχουν τα πόδια στη γη και το κεφάλι στ’ άστρα”. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιταλούς» διαπιστώνει ο κ. Κόκκος.
Δεν είναι μόνο ο συναισθηματικός δεσμός με την Ελλάδα που τον κάνει να εκφράζεται τόσο θερμά. Εχοντας δουλέψει με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο στο χώρο της όπερας, ο σκηνοθέτης εξακολουθεί να εκτιμά τους Ελληνες καλλιτέχνες «για τη δύναμη με την οποία εκφράζονται, το θάρρος τους και την ανάγκη να διατηρούν κάπου στο βάθος ένα όραμα άσβεστο παρά τις συνθήκες που τους κρατούν καθηλωμένους. Παρόλα αυτά, δεν σκύβουν το κεφάλι».
Στη μακρά και πολύπειρη διαδρομή του – από τη θέση του σκηνοθέτη – ο Γιάννης Κόκκος έχει συνεργαστεί λιγότερο με ηθοποιούς και περισσότερο με λυρικούς ερμηνευτές. Ετσι κάθε συνεργασία με θεατρίνους είναι γι’ αυτόν μια ευκαιρία να συσφίξει τη σχέση του μαζί τους. «Ως σκηνογράφος ήθελα να βρίσκομαι πάντα ανάμεσα στους ηθοποιούς, να τους καταλαβαίνω. Μα και ως σκηνοθέτης θέλω να δουλεύω μαζί με τους ηθοποιούς μου. Εχω πάντα μια σαφή ιδέα για το τι θα κάνω σε μια παράσταση, εστιάζω στη βαθιά εμπειρία του λόγου, αλλά με απασχολεί να αντλώ και από τις δικές τους προτάσεις, από τη σχέση του ενός προς τον άλλο. Για μένα οι παραστάσεις είναι προϊόν μιας συλλογικής έκφρασης· και νομίζω πως αυτό με οδηγεί ευλαβικά στην πρώτη αίσθηση που είχα για την ανάγνωση ενός έργου».
Αυτή την περίοδο, ο σκηνοθέτης ανοίγει κι άλλο το γεωγραφικό πεδίο των συνεργασιών του αφού δουλεύει και εκτός Ευρώπης: Στο Πεκίνο, στο Τόκιο και στην Αγία Πετρούπολη – ανεβάζοντας πάντα όπερες.
Παρόλα αυτά, επιδιώκει να επιστρέφει στην Ελλάδα. Η συνεργασία του με τη Εθνική Λυρική Σκηνή από το 2013 έως και σήμερα τον οδηγεί τακτικά εδώ ενώ ήδη συζητά για επόμενα σχέδια φιλοδοξώντας να δουλέψει πάνω σε καινούργια έργα του μουσικού θεάτρου, με νέους μουσικούς «ώστε να κρατήσω επαφή με τη σύγχρονη σκέψη και τη νεότερη καλλιτεχνική ηθική».
Δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης Κόκκος έχει προτείνει επανειλλημένως και η Επίδαυρος να δοκιμάσει νέους δρόμους, ακόμα και με κείμενα εκτός της αρχαίας γραμματείας. Οπως λέει, «η Επίδαυρος είναι Το Θέατρο. Ο χώρος επιβάλλει και επιβάλλεται. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να χωρέσει ό,τι πιο δυνατό υπάρχει στην παγκόσμια δραματουργία. Αρκεί να δώσουμε σημασία στον τρόπο, να αντιληφθούμε σε ποιο χώρο βρισκόμαστε. Εξάλλου, πόσες επιδαύριες σκηνοθεσίες έχουν αρκεστεί σε επιφανειακές αναγνώσεις του αρχαίου δράματος; Πρέπει να επιμείνουμε στις επιλογές, στους τρόπους κι όχι απαραίτητα στην αποκλειστικότητα του είδος».