Συν & Πλην: “Ορέστης” του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για τον «Ορέστη», που παρουσιάστηκε στις 3 & 4 Αυγούστου 2018 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη.
Ο Ορέστης αποτελεί για τον Ευριπίδη έργο συγκρουσιακό, καθώς σε αυτό, πέρα από τις εν γένει νεωτερικές απόψεις του -ως άμεση επιρροή από τους σοφιστές- φαίνεται να αντιτίθεται και στους ορισμένους από τον Αριστοτέλη τραγικούς κανόνες, γυρίζοντας σελίδα ακόμα και σε δικές του προηγούμενες δημιουργίες.
Με το κείμενο αυτό, που δεν μπορεί ξεκάθαρα να χαρακτηριστεί ως τραγωδία καθώς εντοπίζονται στοιχεία κωμωδίας – λόγου χάρη η πυρπόληση του ανακτόρου παραπέμπει στο αντίστοιχο τέλος με τις αριστοφανικές «Νεφέλες», ή ακόμα ο τριπλός γάμος που προτείνεται ως λύση προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία-, ο Ευριπίδης μοιάζει να θέλει να δώσει νέα διάσταση στο περιεχόμενο του “τραγικού”, ανατρέποντας την καθιερωμένη έννοια της τραγωδίας, καθώς αρκεί να εστιάσουμε στην κατάληξή και να διαπιστώσουμε ότι -με παρέμβαση θεού μάλιστα- έρχεται το happy end μεταξύ δολοφόνων που συνθηκολογούν.
Από την άλλη, φαίνεται να βάλει απευθείας και στον πρόδρομό του Αισχύλο, δίνοντας τη δική του απάντηση στην «Ορέστειά» του, περιγράφοντας μια σειρά από παράδοξα γεγονότα που ακολουθούν μετά τον θάνατο της Κλυταιμνήστρας και πριν ο Ορέστης καταφύγει στην Αθήνα, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τα χρονικά κενά ανάμεσα στον «Ορέστη», τις «Χοηφόρους» και τις «Ευμενίδες», διαψεύδοντας ταυτόχρονα τις αξίες που αναδύονται από την αξιοποίηση του αντίστοιχου μύθου από τον προκάτοχο του. Ακόμα και αν το πεδίο δράσης του παρόντος δράματος είναι το Άργος η “φωτογράφιση” της Αθήνας είναι φανερή: δεν είναι το μέτρο που πηγάζει από τη δημοκρατία και η ελεύθερη βούληση των πολιτών εκείνα που εξασφαλίζουν την ευημερία, αλλά στην πράξη φαίνεται ότι η διαφθορά, η βία και το δίκιο του ισχυρού έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε αυτήν την “ανώτερη” πόλη.
Υπόθεση
Στο Άργος, μετά τον φόνο της μητέρας του, της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης, κυνηγημένος από τις Ερινύες, μαραζώνει σε ένα στρώμα, έχοντας στο πλάι του την Ηλέκτρα. Εκεί καταφθάνουν από την Τροία ο Μενέλαος και η Ελένη. Τα δύο αδέλφια προσδοκούν από τον Μενέλαο να παρέμβει και να μην καταδικαστούν από την πόλη σε θάνατο, αλλά ούτε εκείνος ούτε ο παππούς τους Τυνδάρεως σκοπεύουν να τους βοηθήσουν. Ο Πυλάδης, αδελφικός φίλος του Ορέστη, στέκεται ο μόνος αρωγός. Οι δύο νέοι άντρες, με τη συνδρομή της Ηλέκτρας, βάζουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο εκδίκησης, ανοίγοντας νέο κύκλο αίματος με θύματα αυτήν τη φορά την Ελένη και την κόρη της Ερμιόνη. Την τελική λύση έρχεται να δώσει η παρέμβαση του Απόλλωνα, που ως από μηχανής θεός φέρνει τη συνθηκολόγηση.
Η Παράσταση
Ήταν η πρώτη δουλειά στην Επίδαυρο του κοινώς ομολογουμένου πετυχημένου διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, Γιάννη Αναστασάκη. Ως έναν βαθμό φαίνεται να έγινε αντιληπτό το μεταίχμιο ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, υπερτονίζοντας κάπως τη δεύτερη, με στοιχεία όχι ωστόσο από τη φύση τους -όπως προκύπτουν από το κείμενο εν προκειμένω- κωμικά, υπολανθάνοντας έτσι και μια αγωνία, αλλά κατασκευασμένα κατά το δοκούν: η Ελένη κάνει εμφάνιση ντίβας, ο Μενέλαος εισέρχεται ως αξιωματούχος του στρατού -η είσοδος του προκάλεσε γέλιο στο κοινό-, ο Τυνδάρεως είναι μια καρικατούρα γερό-συνταξιούχου, ο δούλος που βγαίνει από το παλάτι για να αναγγείλει τα δεινά μοιάζει να ξεπηδάει από έργο του Αριστοφάνη.
Στην εξασφάλιση λοιπόν του δίπολου τραγωδία-κωμωδία η πρώτη μοιάζει να βγαίνει χαμένη γιατί τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αναδείξουν την τραγικότητα -έστω ως απόχρωση- είναι συγκριτικά παραγκωνισμένα. Από την άλλη, φανερή είναι και η πρόθεση να αποτυπωθεί η παράσταση σε έναν κόσμο παρόντος, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη διαχρονικότητα των γραφόμενων του Ευριπίδη, αλλά και την ουσιαστική σκηνοθετική τοποθέτηση-πρόταση σε αυτά. Σημαντική για αυτόν τον στόχο ήταν η καίρια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, που μιλούσε τον καθημερινό λόγο, πλήρως κατανοητή, χωρίς περιθώρια για παρερμηνείες. Πέραν τούτου η συνολική προσπάθεια εκσυγχρονισμού περιορίστηκε σε επιφανειακά κυρίως επίπεδα: στα μοντέρνα κοστούμια, στη σύγχρονη μουσική, στο σκηνικό που μπορεί να συναντήσει κανείς και σε έναν σημερινό δρόμο, στην τελική σκηνή με τους “επαναστατημένους” νέους και τη μολότοφ της Ηλέκτρας ανά χείρας.
Σε αυτό το συνονθύλευμα κινήθηκαν και οι πρωταγωνιστικές ερμηνείες: η Ιωάννα Κολιοπούλου, ως Ηλέκτρα, με καθαρότητα φωνής αλλά μια διαρκώς άγρια έφηβη, με τον τραγικό τόνο ανεβασμένο εν συγκρίσει με τον Ορέστη ακόμα και στις κοινές τους στιγμές, ο Χρίστος Στυλιανού, ως Ορέστης, κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια αφήνοντας καλές εντυπώσεις. Στις σκηνοθετικές υποδείξεις κινήθηκαν και οι δεύτεροι ρόλοι, διεκπεραιώνοντας πιθανόν και τις αντίστοιχες προσδοκίες (ο γενικά πράος Μενέλαος του Χριστόδουλου Στυλιανού, η κωμική χροιά του δούλου Χρίστου Στέργιογλου, η ήρεμη δύναμη της Ερμιόνης από την Μαριάννα Πουρέγκα, η σύντομη αλλά ολοκληρωμένη παρουσία της Δάφνης Λαμπρόγιαννη ως Ελένη, η απεικονιζόμενη ερμηνευτική εμπειρία του Κώστα Σαντά ως Τυνδάρεως, η λυτρωτική φωνή στο τέλος του Δημοσθένη Παπαδόπουλου-Απόλλωνα, ο αγγελιοφόρος που ξεχωρίζει από τον Νικόλα Μαραγκόπουλο και παρομοίως ο εξαιρετικός Πυλάδης του Δημήτρη Μορφακίδη).
Αντίστοιχη ήταν και η παρουσία του χορού, με προβληματική ωστόσο την κινησιολογία (Αλέξης Τσιάμογλου). Τα κοστούμια του Γιάννη Θαβώρη ήταν σύννομα με τη σκηνοθετική πρόθεση εκμοντερνισμού, στερούνταν όμως ουσιαστικής έμπνευσης και δεν έπειθαν ως συστατικά στοιχεία τραγικών ηρώων, λόγου χάρη πόσο πειστικοί μπορεί να είναι τέτοιου είδους ήρωες με τζιν, ένας χορός με ποικιλία καλοκαιρινών αμφιέσεων που παραπέμπουν σε βραδινό περίπατο, ο Μενέλαος ντυμένος ως αξιωματούχος με γαλόνια. Π
ιο ενδιαφέρον το σκηνικό -επίσης του Γιάννη Θαβώρη- του σπιτιού που ανοικοδομείται, αν το δούμε βέβαια από μια ευρύτερη συμβολική διάσταση, αυτήν της (ανα)σύστασης του κράτους δικαίου -απεικονίζει το παλάτι- με βάση τα συμφέροντα και τις συμμαχίες. Ωστόσο και αυτό, πλην του τελευταίου μέρους, δεν αξιοποιείται λειτουργικά, παρά φαίνεται κυρίως να εντυπωσιάζει. Η μουσική ραπ και hip hop (Mπάμπης Παπαδόπουλος) είναι εμφανές ότι ακολουθεί το γενικό πρόσταγμα επικαιροποίησης, παρά ταύτα όμως είναι αταίριαστη για λυρικά μέρη τραγικού έργου που ερμηνεύονται από κοπέλες με άλλου τύπου αμφίεση, “φροντισμένες” (και με τακούνια), με απουσία όχι μόνο αντίστοιχης κίνησης αλλά γενικότερης.
Τα συν (+)
• Η προσιτότητα στο κείμενο εξαιτίας της επικαιροποίησής του.
• Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα που συνέβαλε καθοριστικά στο παραπάνω.
• Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του έργου που ακροβατεί ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία.
Τα πλην (-)
• Η εξασφάλιση των αντιθετικών δραματικών μερών (τραγωδία-κωμωδία) οδηγεί εν τέλει σε δυσκολία εντοπισμού ταυτότητας της παράστασης.
• Η έλλειψη τραγικότητας.
• Το σκηνικό, τα κοστούμια, η μουσική, ως δείγματα μιας μεταμοντέρνας εκδοχής.
Το σύνολο (=)
Μια φιλότιμη και εντός των ορίων εντιμότητας παράσταση, με αγαθές προθέσεις και με περαιτέρω δυνατότητες. Παρακολουθείται ευχάριστα από το ευρύ κοινό ως σύγχρονο θρίλερ, ακόμα και αν η προσπάθεια προσαρμογής στο παρόν δεν απέδωσε σε έναν μεγάλο της βαθμό.
Η παράσταση αφιερώθηκε από τον κύριο Αναστασάκη στη μνήμη της Χρύσας Σπηλιώτη.