Βάτραχοι του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο
Κριτική για την παράσταση «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο τη Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018 στο πλαίσιο της καλοκαιρινής της περιοδείας.
Το 406 π.Χ. πεθαίνουν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, που ήδη είχε τραβήξει πολύ, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και υλικό πλούτο, οδηγούνταν αναγκαστικά προς το τέλος του αφού οι αντίπαλες δυνάμεις έχουν πλέον εξαντληθεί. Το ίδιο χρόνο, οι 155 τριήρεις του αθηναϊκού στόλου επιβλήθηκαν στις 120 του σπαρτιατικού στις Αργινούσες (νησάκια μεταξύ Λέσβου και μικρασιατικών ακτών), γεγονός που οδήγησε τους Σπαρτιάτες σε πρόταση συνθηκολόγησης. ΟΙ Αθηναίοι δεν άδραξαν την ευκαιρία να δώσουν τέλος στον καταστρεπτικό πόλεμο. Επιπλέον παρά τη νίκη του, καταδίκασαν σε θάνατο 6 στρατηγούς ως υπεύθυνοι για τους ναυαγούς και τις σορούς που δεν περισυλλέχθηκαν μετά τη ναυμαχία. Αν σε κάθε τριήρη το πλήρωμα ήταν 200 άνδρες και στη ναυμαχία χάθηκαν 25 αθηναϊκές τριήρεις, ο αριθμός των νεκρών ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει πόλωση και ακραίες αντιδράσεις στην Αθήνα, σε μια εποχή ηθικής και πολιτικής αποσύνθεσης.
Η χαμένη ευκαιρία για συνθηκολόγηση αποδείχθηκε μοιραία αφού τον επόμενο χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 405 π.Χ., ο αρχηγός των Σπαρτιατών Λύσανδρος κατέλαβε αφύλακτα τα αθηναϊκά πλοία στους Αιγός Ποταμούς, όταν οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στην ακτή για να προμηθευθούν τρόφιμα. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την Αθήνα, που σήμανε το τέλος της ηγεμονίας της και του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η αναφορά μου στην ιστορική συνθήκη, μέσα από την οποία προέκυψε αυτή η ιδιοφυής κωμωδία, έχει να κάνει με την πρόσφατη ανακοίνωση αλλαγών στο Λύκειο και στο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – οι οποίες για μία ακόμη φορά δεν πείθουν ότι αποτελούν στιβαρή πρόταση για την παιδεία που παρέχεται στους νέους. Ανεξαρτήτως του ειδικού αντικειμένου των μετά το λύκειο σπουδών, οι μαθητές γυμνασίου και λυκείου θα ’πρεπε να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της –να μη χάσουν την επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία και τις άλλες εκφάνσεις του αρχαιοελληνικού πολιτισμού που όλοι παραδέχονται ότι αποτελεί τη βάση και διαρκής ύλη αναφοράς του δυτικού πολιτισμού. Πρόκειται για ζήτημα εθνικής ταυτότητας πια, για το οποίο ουδείς δικαιούται πλέον να κλείνει τα μάτια.
Μία απτή προβολή των αρνητικών συνεπειών από το έλλειμμα αρχαιογνωσίας αφορά το σύγχρονο κριτικό λόγο. Γιατί, παρότι από το 1991 λειτουργούν στη χώρα μας πανεπιστημιακές σχολές θεατρικών σπουδών, ο κριτικός λόγος των νεοτέρων, ειδικά αναφορικά με τα έργα του αρχαίου δράματος, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις κριτικές αναλύσεις λ.χ. του Τάσου Λιγνάδη και του Κώστα Γεωργοσόπουλου, που παραμένουν ακόμη και σήμερα αξεπέραστες; Γιατί γνώριζαν αρχαία ελληνικά, γνώριζαν την αρχαία ελληνική γραμματεία και Ιστορία. Είναι νομίζω αναγκαίο, από τη στιγμή που δεν παρέχεται ικανή γνώση στο δευτεροβάθμιο επίπεδο, οι θεατρολογικές σχολές να εντάξουν μαθήματα μελέτης του αρχαίου δράματος στο πρωτότυπο.
Τέλος πάντων. Λίγους μήνες πριν την ταπεινωτική κατάληψη του αθηναϊκού στόλου και τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, στα Λήναια του 405 π.Χ., ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τους «Βατράχους» και κερδίζει το πρώτο βραβείο. Όσο και να προσπαθεί κανείς σήμερα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συλλάβει αυτήν την πύκνωση και πυκνότητα γεγονότων και ιδεών σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα (χονδρικά, από το τέλος των Περσικών Πολέμων έως το 404 π.Χ.). Η πόλη να βρίσκεται υπό κατάρρευση και μέσα απ’ αυτήν ακριβώς τη συνθήκη να προκύπτουν οι «Βάτραχοι», μία καθ’ όλα ιδιοφυής κωμωδία.
«Η κωμωδία αναλαμβάνει τη μεγάλη ευθύνη να σώσει την τραγωδία, δηλαδή να σώσει μια μορφή τέχνης που αποκρυστάλλωσε έγκυρα το ήθος της πολιτείας σε αξία παιδείας» έγραφε ο Κ. Γεωργουσόπουλος το 1977 («Κλειδιά και κώδικες θεάτρου», εκδ. Εστία, 1982) γι’ αυτήν την καταπληκτική αριστοφανική ιδέα, να κατεβεί ο Διόνυσος στον Άδη για να φέρει ξανά πίσω στην πόλη τον Ευριπίδη!
Θα σταθώ σε δύο βασικά χαρακτηριστικά της, σ’ αυτά που αναγκαστικά κρίνουν κάθε σύγχρονη αναβίωση των «Βατράχων», και στα οποία δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά η παράσταση του Κώστα Φιλίππογλου.
Ο δραματικός τόπος στους «Βατράχους» επιμερίζεται σε τρεις ζώνες: πάνω κόσμος (σπίτι Ηρακλή), τόπος μετάβασης (Αχερουσία λίμνη), και Κάτω Κόσμος (παλάτι του Πούτωνα)! Η μεταφορά από την μία στην άλλη μπορεί να ιδωθεί σαν παράδοξη, αντίστροφη κάθοδος: από την γαστέρα (Ηρακλής) στον εγκέφαλο (Αισχύλος, Ευριπίδης), από την υλική δύναμη στην πνευματική υπεροχή, από την παρακμή των πολιτικών/στρατιωτικών στην αναγέννηση των ποιητών.
Η διαδρομή σ’ αυτήν την κωμωδία είναι φαντασμαγορική όσο σε καμία άλλη, αφού ο Διόνυσος και ο δούλος του, ο Ξανθίας, θα συναντήσουν εκτός από τον Ηρακλή και τον Χάρωνα, έναν Χορό Βατράχων και έναν Χορό Μυστών, υπηρέτες του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, και στο τέλος τους νεκρούς ποιητές Αισχύλο και Ευριπίδη. Τα επιμέρους επεισόδια είναι απολαυστικά όπως έξοχη είναι και η κριτική δοκιμασία των δύο ποιητών στο φινάλε.
Η προσέγγιση του Κώστα Φιλίππογλου αφορούσε κλίμακα και ατμόσφαιρα κλειστού θεάτρου σ’ ένα έργο που έχει ανάγκη τον ανοιχτό, φυσικό χώρο. Έχω τη γνώμη ότι η παράσταση κρίθηκε από τη συνεργασία του με τη Σοφία Πάσχου, που ανέλαβε την κίνηση του συνόλου ηθοποιών και Χορού.
Καθώς ο σκηνοθέτης ποντάρει στο σωματικό θέατρο και στον αυτοσχεδιασμό και η Πάσχου είχε θαυμάσια αποτελέσματα τα προηγούμενα χρόνια με την ομάδα Patari Project και την τεχνική της πλατφόρμας (του περιορισμένου χώρου πάνω στον οποίο οι ηθοποιοί αφηγούνται ιστορίες με εργαλεία το σώμα, τη φωνή και τη φαντασία τους), συνεργαζόμενοι περιόρισαν τη δράση σε μια λίγο υπερυψωμένη εγκατάσταση με πολλές καταπακτές (σκηνικό και κοστούμια του Τέλη Καρανάνου και της Αλεξάνδρας Σιάφκου).
Η επιλογή αυτή περιόρισε την πλούσια δράση σ’ έναν πολύ μικρό χώρο, με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζουν τα στάδια της μετάβασης Διονύσου και Ξανθία από το έναν «κόσμο» στον άλλο, να συμπιεστούν τα επιμέρους επεισόδια και να μην ξεχωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε Χορού. Οι ηθοποιοί του Χορού ανέλαβαν, επιπλέον, τους δευτερεύοντες ρόλους και συμμετείχαν ενεργά και στη τελική σκηνή, της αναμέτρησης των δύο ποιητών, θολώνοντας τον κωμικό διάλογο και προκαλώντας καθόλη τη διάρκεια της παράστασης περισσή φασαρία.
Εννοείται ότι οι ηθοποιοί του Χορού, και κυρίως η Άννα Καλαϊτζίδου, ο Γιάννης Στεφόπουλος και ο Γιώργος Συμεωνίδης, ανταποκρίθηκαν εξαιρετικά, κινησιολογικά και φωνητικά, σε ό,τι τους ζητήθηκε. Μαζί με τους μουσικούς (Σταμάτης Πασόπουλος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Christoph Blum), που έπαιζαν ζωντανά μουσικές από διαφορετικά τραγούδια, ήταν το πλεονέκτημα της παράστασης που… δεν λειτούργησε.
Όσο για την διανομή των κεντρικών ρόλων, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μόνο ο Δημήτρης Πιατάς διασώθηκε. Ως Διόνυσος η Σοφία Φιλιππίδου έφερε στη σκηνή όλα τα ιδιαίτερα ερμηνευτικά χαρακτηριστικά της. Δεν υποδύθηκε κάτι άλλο πέρα από τη γνωστή, αγαπητή κωμική περσόνα της, ακυρώνοντας το κωμικό αποτέλεσμα ενός θηλυπρεπούς Θεού που φοβάται ακόμη και τον ίσκιο του. Δίπλα της ο Λάκης Λαζόπουλος στον ρόλο του Ξανθία ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος αμήχανος, αμέτοχος και «ακούνητος». Όταν πια έγινε Ευριπίδης, υιοθέτησε ένα τραύλισμα, κακά εκτελεσμένο, που αποδυνάμωσε το περιεχόμενο του διαλόγου του με τον Αισχύλο (Αντώνης Καφετζόπουλος).
Η αναμέτρηση των δύο ποιητών, η οποία θα μπορούσε (ίσως με κάποιες, μικρές περικοπές) να είναι η γκράντε σκηνή της παράστασης, σφράγισε την αρνητική αποτίμηση, αφού ο Αντώνης Καφετζόπουλος έκανε πλάκα με τον ρόλο του Αισχύλου. Η εμφάνιση και η στάση του επί σκηνής (με ανοιχτό πουκάμισο και την κοιλιά σε δημόσια θέα…) ταίριαζε σε ρόλο λαμόγιου/σκυλά αλλά διόλου στον μέγιστο τραγικό ποιητή.