Φεστιβάλ Επιδαύρου: πώς ένας “κουρασμένος” θεσμός μπορεί να πάρει νέα πνοή;
Στα μέσα Σεπτεμβρίου πια, κι ενώ οι περισσότερες παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου συμπλήρωσαν (ή συμπληρώνουν μέσα στις επόμενες μέρες) την περιοδεία τους, μπορούμε να αποπειραθούμε έναν απολογισμό για τη φετινή διοργάνωση.
Η δυνατότητα που παρέχουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στους αναγνώστες τους να καταγράψουν τη γνώμη τους, και βέβαια η πλατφόρμα του Facebook, εντός της οποίας οι θεατρόφιλοι «θαμώνες» ανταλλάσσουν σκέψεις και κρίσεις, επιτρέπουν να βγάλει κανείς ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Στην ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου διακρίνονται τρεις φάσεις: η πρώτη αφορά την περίοδο από το καλοκαίρι του 1955 (επίσημη έναρξη του ΦΕ) έως και το 1975, όταν έσπασε το μονοπώλιο της χρήσης του θεάτρου του Πολυκλείτου από το Εθνικό Θέατρο. Τότε, το 1975, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το Θέατρο Τέχνης με τους θρυλικούς «Όρνιθες» και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Λίγα χρόνια μετά, το 1980, η Επίδαυρος ανοίγει και για το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, ο οποίος ήδη από το 1972 (ήταν μόνο 32 χρόνων), είχε δοκιμαστεί με μεγάλη επιτυχία στην σκηνοθεσία έργων του αρχαίου δράματος για το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (υπήρξε διευθυντής του ΚΘΒΕ από το 1977 έως το 1980).
Θέατρο Τέχνης – «Όρνιθες» 1975
Όπως είχε συμβεί και με την 20ετία του Εθνικού Θεάτρου, έτσι και η δεύτερη περίοδος, κατά την οποία το βασικό πυρήνα του προγράμματος κάθε χρόνο αποτελούσαν δύο παραστάσεις του Εθνικού (μία τραγωδία, μία κωμωδία), μία του ΚΘΒΕ, μία του Αμφι-Θεάτρου και μία του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, προκάλεσε συν τω χρόνω κούραση και δικαιολογημένες διαμαρτυρίες άλλων οργανισμών (λ.χ. των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων), σχημάτων και σκηνοθετών που είχαν κάθε λόγο να θέλουν να δοκιμαστούν στο υπέροχο αργολικό θέατρο.
Γιατί μπορεί η κατεστημένη εικόνα να άλλαξε, αλλά όχι πάντα με τα αυστηρά κριτήρια που θα έπρεπε να υπάρχουν. Έχουμε δει αρκετές φορές παραστάσεις καθαρά εμπορικών χαρακτηριστικών (κυρίως αριστοφανικών κωμωδιών), που στόχευαν στις αρκετές χιλιάδες θεατών των δύο παραστάσεων στην Επίδαυρο και, στη συνέχεια, στα επιπλέον έσοδα από την περιοδεία ανά την επικράτεια.
Εθνικό Θέατρο – «Ηλέκτρα» (1972)
Στην επιλογή «Ιστορία» της επίσημης ιστοσελίδας του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου διαβάζουμε: «[…] Από τη δεκαετία του 1990, ωστόσο, ο θεσμός του Φεστιβάλ άρχισε να δέχεται επικρίσεις για άμβλυνση των κριτηρίων επιλογής των καλλιτεχνικών σχημάτων και για στασιμότητα… Βρέθηκε να πορεύεται, λοιπόν, μέσα από ένα σύμφυρμα όπου συνυπήρχαν σημαντικές και μη εκδηλώσεις, οικοδομημένες συχνά πάνω σε μιαν εφήμερη φήμη ή σε μια παλαιότερη λάμψη».
Δεν έλειψαν, βέβαια, μέσα στα χρόνια και κάποιες ενδιαφέρουσες παραστάσεις ξένων σκηνοθετών αλλά το Φεστιβάλ Επιδαύρου παρέμεινε μία διοργάνωση κατεξοχήν εγχώριων παραγωγών και κατανάλωσης.
Η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή που σκηνοθέτησε ο Λευτέρης Βογιατζής στην Επίδαυρο το 2006
Όταν ανέλαβε ο Γιώργος Λούκος το 2006 φάνηκε πως μία τρίτη, ανανεωτική περίοδος θα ξεκινούσε, καθώς ήταν σαφής η πρόθεσή του ν’ αλλάξει την προβληματική συνθήκη. Δεν τα κατάφερε. Γιατί μπορεί έως και το 2009 να άνοιξε το Φεστιβάλ Επιδαύρου και σε νεότερα, αρχαιόθεμα έργα (Ρακίνα, Σαίξπηρ, σε όπερες όπως η «Μήδεια» του Κερουμπίνι και «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ από την Όπερα του Παρισιού σε χορογραφία Πίνα Μπάους κ.ά.), αλλά η κρίση που ακολούθησε, μειώνοντας τις οικονομικές δυνατότητες του θεσμού, σήμανε την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Ο Κέβιν Σπέισι στο ρόλο του «Ριχάρδου Γ´» του Σαίξπηρ που παρουσιάστηκε το 2011 στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία του Σαμ Μέντες.
Από το 2016 μέχρι και φέτος (στα χρόνια, δηλαδή, της θητείας του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η οποία ολοκληρώνεται την άνοιξη του 2019 αλλά δεν αποκλείεται να ανανεωθεί και για την επόμενη τριετία), η κυρίαρχη εντύπωση είναι ότι στην Επίδαυρο βλέπουμε παραλλαγές στο ίδιο θέμα.
Το βασικό «πρόβλημα» του Φεστιβάλ Επιδαύρου έχει να κάνει με την αρχική δομή της ιστορικής διοργάνωσης, που συνδέθηκε με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού
Όχι πως δεν είδαμε φέτος καλές παραστάσεις (όπως ήταν, κατά τη γνώμη μου, οι «Θεσμοφοριάζουσες», σε σκηνοθεσία του Θεοδωρόπουλου, και η «Ηλέκτρα» του Εθνικού, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου) και μερικές εξαιρετικές ερμηνείες, αλλά η σύνθεση του προγράμματος και το ανθρώπινο δυναμικό των παραστάσεων ήταν εντελώς αναμενόμενο.
Οι «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, είναι από τις παραστάσεις που ξεχώρισαν φέτος στην Επιδαυρο
Κάτι πρέπει ν’ αλλάξει ώστε να φυσήξει φρέσκος αέρας…
Το βασικό «πρόβλημα» έχει να κάνει με την αρχική δομή της ιστορικής διοργάνωσης, που συνδέθηκε με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, έτσι ώστε να υπάρχουν παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο τα σαββατοκύριακα. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά τις οικονομικές της δυνατότητες. Αν η διάρκειά του ΦΕ ήταν λ.χ. δέκα, δεκαπέντε συνεχόμενες ημέρες, με ταυτόχρονη χρήση και του μικρού θεάτρου της Επιδαύρου, θα μπορούσε να γίνει διεθνές και να έχει και διαγωνιστική διάσταση, που θα κινητοποιούσε αλλιώς τους δημιουργούς και θα έδινε διαφορετική δυναμική στην προβολή του στα διεθνή ΜΜΕ. Μετά τη λήξη του οι ελληνικές παραστάσεις θα μπορούσαν να παρουσιάζονται στο Ηρώδειο (και, φυσικά, να περιοδεύουν ανά την επικράτεια).
Μία διερευνητική τεχνικοικονομική μελέτη για το πώς θα μπορούσε να γίνει, ποιο θα ήταν το οικονομικό κόστος (σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα) και ποια τα ωφελήματα από την απόκτηση διεθνούς χαρακτήρα (που, πιθανόν, θα επέτρεπε και στις ελληνικές παραστάσεις να βγουν ευκολότερα στο εξωτερικό), σήμερα επιβάλλεται να γίνει.
Αλλιώς, η καλλιτεχνική διεύθυνση, με δεδομένη την οικονομική δυστοκία, πρέπει να εργαστεί συστηματικά στην κατεύθυνση των συμπαραγωγών με σημαντικούς θεατρικούς οργανισμούς, θέατρα και φεστιβάλ, ώστε να έρχονται στην Επίδαυρο ξένες παραγωγές.
Μία αναλογία τεσσάρων ελληνικών, τεσσάρων ξένων παραστάσεων (στις οποίες, εννοείται, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί συνεργασία και με Έλληνες συντελεστές) αμέσως θα μετάγγιζε νέο αίμα στο Φεστιβάλ Επιδαύρου και θα άνοιγε νέα μονοπάτια και στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Όχι πως μπορούν οι ξένοι να ερμηνεύσουν καλύτερα από μας τα έργα του αρχαίου δράματος – ειδικά όσον αφορά τις αριστοφανικές κωμωδίες, τα εμπόδια κατανόησης και διαχείρισής τους είναι τεράστια, τόσο για τους καλλιτέχνες του θεάτρου και τους θεατές. Αλλά χρειαζόμαστε το βλέμμα αυτών που έρχονται από αλλού, που δεν έχουν βαρίδια «παράδοσης», και κυρίως που δεν έχουν εξαντληθεί από μία διαδικασία παραγωγής παραστάσεων αρκετών δεκαετιών, που στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν επιτρέπει την έκπληξη. Και η οποία αποκλείει την επανάληψη την επόμενη χρονιά όσων αξίζει τον κόπο να επαναληφθούν.