Τα στοιχεία αυτά καθρεφτίζονται και στον προγραμματισμό του για τη νέα σεζόν, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Για όλα αυτά, τα προβλήματα, τις επιτυχίες αλλά και τις προσδοκίες, μιλήσαμε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΜΜΑ, τον μαέστρο Μίλτο Λογιάδη, που συγκρατημένα αισιόδοξος ετοιμάζεται να ξεκινήσει την τρίτη του σεζόν στο τιμόνι της «ναυαρχίδας» του μουσικού μας πολιτισμού.
Προσπαθούμε πάντα το πρόγραμμα του Μεγάρου να εντάσσεται σε θεματικούς κύκλους, είτε παλαιότερους, όπως οι «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι» είτε νεότερους, όπως το «With a twist», το «Megaron Underground» ή ο κύκλος που φέτος είναι αφιερωμένος στο ακορντεόν. Αυτό προσφέρει συνοχή στον προγραμματισμό και δίνει σε κάθε χρονιά το δικό της, ξεχωριστό χρώμα.
Παρόλα αυτά, το πρόγραμμά μας δεν είναι καθόλου μονοχρωματικό. Έχει πολλά στυλ, πολλές και διαφορετικές οπτικές μέσα από τις οποίες μπορεί να δει κανείς την τέχνη της μουσικής –και όχι μόνο. Στόχος μας είναι το Μέγαρο Μουσικής να συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς σε σχέση με τους πολιτιστικούς οργανισμούς της Ευρώπης. Να είναι ένα κέντρο πολιτισμού –και όχι μόνο μουσικής– το οποίο θα φιλοξενεί μεγάλα ονόματα και παραγωγές, αλλά θα παράγει και το ίδιο πολιτισμό: με παραγγελίες σε νέους συνθέτες, δίνοντας τη δυνατότητα σε ελληνικές ορχήστρες, νέους σολίστ και σχήματα να συμμετέχουν και να παράγουν έργο. Προσπαθούμε το φάσμα των δραστηριοτήτων μας να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ευρύ και ανοιχτό σε όλο και μεγαλύτερο κοινό, ασχέτως κοινωνικής τάξης, ηλικίας, φύλου, εθνικότητας.
Πιστεύω πως αδικούμαστε περισσότερο από όλους τους άλλους επιχορηγούμενους φορείς
Πολύ δύσκολα! Το πρόγραμμά μας δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις μεγάλες συναυλιακές αίθουσες του εξωτερικού, όμως γίνεται με πάρα πολύ μικρή επιχορήγηση. Για να καταλάβετε, μόνο η μισθοδοσία απαιτεί 6,2 εκατ. ευρώ, ενώ η επιχορήγηση είναι μόλις 4,5 εκατ. και δεν ανταποκρίνεται στο μέγεθος του οργανισμού, αφού δεν μπορεί να καλυφθεί το κόστος συντήρησης, φύλαξης κ.λπ. Στενοχωριέμαι όταν βλέπω ότι αντίστοιχοι φορείς, χωρίς ανάλογο αριθμό παραγωγών, αιθουσών ή προσωπικού, επιχορηγούνται πολλαπλάσια. Πιστεύω πως αδικούμαστε περισσότερο από όλους τους άλλους επιχορηγούμενους φορείς.
Με τη βοήθεια του προέδρου και του γενικού διευθυντή έχει γίνει μεγάλη εξοικονόμηση πόρων και έχουν μειωθεί οι δαπάνες, που δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν. Έτσι, τα ποσά που συζητάμε για την επιχορήγηση είναι πολύ εφικτά για την πολιτεία. Αλλά αν θέλουμε το Μέγαρο να λειτουργεί σωστά, πρέπει η επιχορήγηση να καλύπτει τις πάγιες και λειτουργικές του ανάγκες. Το Δημόσιο, στο οποίο τώρα ανήκει, οφείλει να του δώσει τη δυνατότητα να λειτουργεί έτσι όπως πρέπει. Αν το κατανοήσει το υπουργείο αυτό, θα έχουμε λύσει οριστικά το πρόβλημα. Το γνώριζε και το καταλάβαινε η προηγούμενη υπουργός, πιστεύω πως και με τη νέα ηγεσία θα βρούμε ευήκοα ώτα.
Άλλωστε δεν ζητάμε χρήματα για τις καλλιτεχνικές μας παραγωγές, εκεί τα καταφέρνουμε. Φέρνουμε μεγάλα σχήματα με όρους που να μπορεί να τους αντέξει το Μέγαρο οικονομικά. Διαπραγματευόμαστε πάρα πολύ ώστε να χαμηλώσει το κόστος και προσπαθούμε να βρίσκουμε τους πιο δόκιμους όρους για να γίνουν τέτοιες συνεργασίες. Ακόμη, η συνεργασία μας με φορείς όπως η ΚΟΑ, η ΕΡΤ και τα Μουσικά της Σύνολα κ.λπ. μας έχει βοηθήσει πολύ. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης μόνο με τις συνέργειες οι πολιτιστικοί φορείς μπορούν να αντεπεξέλθουν, γιατί γίνονται πιο δυνατοί μέσα από τις κοινές δράσεις.
Προσανατολίζεστε στην επέκταση των συνεργειών και με άλλους οργανισμούς;
Ασφαλώς. Το Μέγαρο, εξαιτίας της κρίσης που πέρασε πριν από δύο-τρία χρόνια, σταμάτησε πολλές δραστηριότητες και συνεργασίες που θα μπορούσαν να γίνουν με το εξωτερικό, γιατί ξαφνικά βρέθηκε να μην γνωρίζει αν θα υπάρχει την επόμενη μέρα. Σιγά-σιγά, αρχίζουμε να πατάμε στα πόδια μας και να προγραμματίζουμε συνέργειες όχι μονάχα με πολιτιστικούς φορείς στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, αν θέλουμε να είμαστε παρόντες στον ευρωπαϊκό χάρτη. Ήδη κάνουμε συζητήσεις, αλλά και κάποιες συμπαραγωγές, και όσο περισσότερο δυναμώνουμε οικονομικά τόσο πιο εύκολα θα μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση.
Tο πλαίσιο των χορηγιών θα πρέπει να διευρυνθεί ή, αλλιώς, να βρεθεί μια λύση ώστε να παίζουμε όλοι με τους ίδιους όρους
Έχουμε κάποιους χορηγούς, για τους οποίους είμαστε περήφανοι, γιατί ορισμένοι από αυτούς μας υποστήριξαν ακόμη και στις χειρότερες στιγμές. Όμως δεν είμαστε ευχαριστημένοι, καθώς το εύρος τους δεν συγκρίνεται με το παρελθόν. Παλιότερα ο χορηγός είχε κάποια φορολογική ελάφρυνση, η οποία σήμερα δεν προβλέπεται. Παρόλα αυτά, μια τέτοια δυνατότητα παραχωρείται αποκλειστικά στο ΚΠΙΣΝ, από τη σύμβαση που υπέγραψε το ΙΣΝ με το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό δημιουργεί ένα διαφορετικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να μην λειτουργούμε όλοι με τους ίδιους κανόνες, κάτι που έχει επιπτώσεις και για εμάς. Αν κάποιος θελήσει να δώσει μια χορηγία, θα προτιμήσει να την δώσει εκεί όπου θα έχει κάποια φοροαπαλλαγή.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι το πλαίσιο των χορηγιών θα πρέπει να διευρυνθεί ή, αλλιώς, να βρεθεί μια λύση ώστε να παίζουμε όλοι με τους ίδιους όρους. Κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να υπάρχει ένας κατάλογος φορέων, που εποπτεύονται ή ελέγχονται από το υπουργείο Πολιτισμού, και οι χορηγοί τους να τυγχάνουν κάποιου είδους φοροαπαλλαγής. Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι, βλέποντας τις προσπάθειές μας, αλλά και το ευρύ φετινό μας πρόγραμμα, οι χορηγοί θα επιστρέψουν στο Μέγαρο, γιατί αξίζει κάποιος να βοηθήσει ένα φορέα που προσφέρει πολλά στον πολιτισμό και όχι μόνο στη μουσική.
Το θεωρώ πολύ υγιές, αρκεί να λειτουργούν όλοι μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο, ώστε ο ανταγωνισμός να είναι δίκαιος. Όλοι έχουν να προσφέρουν, μέσα από την ιδιαίτερη ταυτότητα που διαμορφώνουν. Για παράδειγμα, η Στέγη έχει διαμορφώσει μια δική της ξεχωριστή φυσιογνωμία. Το ΚΠΙΣΝ τώρα ξεκινά, με πολλές δραστηριότητες, που πιστεύω θα οδηγήσουν στην αποκρυστάλλωση μιας ταυτότητας, η οποία σίγουρα δεν θα είναι ίδια με αυτήν του Μεγάρου Μουσικής. Πιστεύω ότι το Μέγαρο παραμένει ο σημαντικότερος πολιτιστικός φορέας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μουσική. Μπορεί να κάνουμε και άλλες εκδηλώσεις, όπως θεατρικές ή χορευτικές, που ίσως ένας άλλος φορέας να κάνει πιο εξειδικευμένα, όμως σε ό,τι αφορά τη μουσική, έχουμε τα σκήπτρα.
Η Λυρική Σκηνή υπηρετεί την όπερα· κι εμείς κάνουμε όπερα. Όμως δεν θα κάνουμε την όπερα που κάνει η Λυρική. Θα αναζητήσουμε κάτι διαφορετικό, όπως η «Όπερα του ζητιάνου» ή η παραγγελία μας στον Δημήτρη Μαραμή για την όπερα «Οι στοιχειωμένοι», που θα παρουσιάσουμε φέτος. Θεωρούμε πως μπορούμε να συνυπάρχουμε με τους άλλους χωρίς ο ένας να βλάπτει τον άλλο. Άλλωστε, η πολύ καλή συνεργασία που έχουμε με τον Γιώργο Κουμεντάκη το αποδεικνύει. Πιστεύω πως ο χώρος της τέχνης τους χωρά όλους και δεν πρέπει να βλέπουμε ανταγωνιστικά την εμφάνιση ενός νέου φορέα. Κάθε φορέας σταδιακά αποκτά τη δική του ταυτότητα, με βάση την οποία καθορίζει και την πορεία του. Σε μια χώρα που έχει υποστεί τέτοια οικονομική, αλλά και πολιτιστική, κρίση, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην είμαστε μονοιασμένοι.
Μέσα από την κρίση είδαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, είδαμε με πολύ βίαιο τρόπο τα τρωτά μας. Υπήρξε μια πληθώρα νέων ομάδων, μουσικής, χορού, θεάτρου… Έγινε –και συνεχίζεται ακόμη– μια φοβερή άνθιση, που μου θυμίζει την Αμερική ή τη Γερμανία του μεσοπολέμου, μετά το κραχ. Στην καλλιτεχνική δημιουργία εισήλθαν περισσότερα στοιχεία κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, δίνοντάς της έτσι μια μορφή πιο έντονης δράσης. Είναι μια υγιής αυθόρμητη αντίδραση του οργανισμού που αναζητά την επανατοποθέτηση του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Παλιότερα λειτουργούσαμε λίγο με τον αυτόματο: Λεφτά υπήρχαν, κάναμε καλά πράγματα. Τώρα, που ενεργοποιήθηκε η νέα γενιά, είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις νέους ανθρώπους να ξεβολεύονται και να ενεργοποιούνται, γιατί αυτοί είναι η ελπίδα του αύριο, αυτοί θα γίνουν οι μελλοντικοί μεγάλοι καλλιτέχνες. Αυτό το κακό που μας βρήκε πυροδότησε και την αντίστροφη διαδικασία: την επανατόποθέτηση, την επαναδημιουργία…
Θα πρέπει ο κόσμος να κατανοήσει πως είναι ευλογία που υπάρχει το Μέγαρο, ένας χώρος όπου μπορούμε να ακούμε μεγάλες ορχήστρες και ερμηνευτές
Το κοινό του Μεγάρου έχει αλλάξει, καθώς έρχονται πια πολύ πιο νέοι άνθρωποι. Σε αυτό παίζει ρόλο και ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός και το να νιώσει κανείς πιο οικεία με αυτόν τον χώρο. Τα παιδιά που έρχονται για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις μας θέλουμε να νιώσουν οικεία. Παλιότερα υπήρχε η εντύπωση –ίσως κακώς– ότι το Μέγαρο είναι μόνο γι’ αυτούς που ασχολούνται με την κλασική μουσική και για τους πλούσιους. Συνέβαλλε, βλέπετε, και η πολυτέλεια των υλικών, που όμως είχαν επιλεγεί για να δίνουν τη δυνατότητα στον θεατή να ακούσει καλή μουσική με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Σήμερα όμως, όταν βλέπεις το Μέγαρο γεμάτο νέους, παύεις να σκέφτεσαι τα μάρμαρα και την πολυτέλεια ή, μάλλον, το βλέπεις θετικά, σαν ένα χώρο όμορφο, όχι ψυχρό και ελιτίστικο.
Θα πρέπει να κοιτάζουμε τη θετική πλευρά: Υπάρχει σήμερα στην Αθήνα άλλος χώρος που να μπορεί να φιλοξενήσει 7.000 συνέδρους; Θα πρέπει ο κόσμος να κατανοήσει πως είναι ευλογία που υπάρχει το Μέγαρο, ένας χώρος όπου μπορούμε να ακούμε μεγάλες ορχήστρες και ερμηνευτές, αλλά και να μαθαίνουμε τα παιδιά μας να ακούνε και να ονειρεύονται ίσως ότι θα γίνουν οι μεγάλοι μουσικοί του μέλλοντος, ένας χώρος με ιδεώδεις συνθήκες, που δεν αποκλείει κανέναν.