Η Αγγέλα ένα ορφανό κορίτσι έρχεται από το χωριό της στο “μεγάλο κόσμο” της πρωτεύουσας αναζητώντας δουλειά, εκεί αντικαθιστά μια υπηρέτρια που έχει αυτοκτονήσει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Στον σκοτεινό και περίπλοκο αυτό κόσμο θα συναντήσει τις άλλες υπηρέτριες, θα αφουγκραστεί τους καημούς τους, θα ανακαλύψει τα μυστικά τους, θ’ αποκτήσει φίλους κι εχθρούς. Πολύ σύντομα όμως, ο ερχομός του Λάμπρου, αδερφού της προκατόχου της, θα ανατρέψει κάθε ισορροπία, όταν η αγωνιώδης αναζήτησή του για τους πραγματικούς λόγους της αυτοκτονίας θα φέρει όλους τους ήρωες αντιμέτωπους με τα ηθικά τους διλήμματα και θα τους αναγκάσει να “πάρουν θέση”. Αγγέλα και Λάμπρος μοιραία εμπλέκονται σ’ ένα επικίνδυνο αλλά και γοητευτικό ταξίδι προς την αλήθεια τον έρωτα και τη ζωή, ένα ταξίδι που αποδεικνύεται εξίσου επώδυνο και ανατρεπτικό με απρόβλεπτες συνέπειες για τους ίδιους αλλά και όσους τους περιτριγυρίζουν.
Μέσα από την πορεία για την ανακάλυψη της αλήθειας, το έργο παρακολουθεί και αναδεικνύει την ηθική και ψυχική δοκιμασία των ηρώων, που διεκδικούν απεγνωσμένα το δικαίωμα τους για μια καλύτερη ζωή, γι’ αυτά τα “λίγα” και “απλά πράματα”: «μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι, ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε…». Το ίδιο το έργο δεν αποτελεί ένα δράμα για τις υπηρέτριες, αλλά απομονώνει και φωτίζει τη λεπτομέρεια ενός μεγάλου πίνακα όπου αποτυπώνεται η διαχρονικότητα ενός μηχανισμού ηθικής διάβρωσης και διαφθοράς που συντηρείται απ τους ισχυρούς. Ο μηχανισμός αυτός κυριαρχεί δραματουργικά στο στήσιμο της πλοκής, και γίνεται η αφορμή για την τελική αποκάλυψη της λειτουργίας του ίδιου του συστήματος.