«Γενούφα»: Ο 20ός αιώνας εγκαταστάθηκε στη Λυρική Σκηνή
«Τί δουλειά έχουν όλες αυτές οι μαυροφορεμένες γριές στο φουαγιέ», αναρωτιούνταν οι θεατές που προσέρχονταν το απόγευμα της Κυριακής στο κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην πρεμιέρα της όπερας του Λέος Γιάνατσεκ, Γενούφα, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας και επίσημα τη σεζόν 2018/19 του λυρικού μας θεάτρου.
Η απορία του λύθηκε μόλις άρχισαν να χαμηλώνουν τα φώτα και οι μαυροφορεμένες πήραν τη θέση τους πλάι στο μνημειακών διαστάσεων σπίτι που δέσποζε πάνω στη σκηνή της αίθουσας «Σταύρος Νιάρχος». Ένας σιωπηλός μαυροντυμένος χορός, που θα συνόδευε την εξέλιξη του έργου, σ’ αυτό το σπίτι που καταπίνεται σιγά-σιγά από το σκοτεινό δάσος μέχρι το δραματικό φινάλε…
Η Γενούφα, έργο γραμμένο στο γύρισμα του 20ού αιώνα, είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο της Γκαμπριέλα Πρεΐσοβα Η ψυχοκόρη της (με αυτόν τον τίτλο πρωτοπαρουσιάστηκε η όπερα στο Μπρνο, το 1904) και «συνομιλεί» με τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (έργο που επίσης έχει μεταφερθεί με επιτυχία στη σκηνή της όπερας από τον Γιώργο Κουμεντάκη), καθώς κεντρικό της θέμα είναι η βρεφοκτονία, συνέπεια των σκληρών συνθηκών ζωής στις κλειστές αγροτικές κοινωνίες. Πρόκειται για ένα έργο που όχι μόνο καθιέρωσε παγκοσμίως τον Λέος Γιάνατσεκ, αλλά και αναδείχθηκε σε μία από τις εμβληματικότερες όπερες του 20ού αιώνα, καθώς κατάφερε να διεισδύσει στο μεγάλο κοινό και να καθιερωθεί στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου.
Στην παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η γερμανίδα σκηνοθέτρια Νίκολα Ράαμπ προχώρησε σε μια ποιητική ανάγνωση του σκληρού ρεαλισμού του έργου, οδηγώντας τους πρωταγωνιστές σε ερμηνείες με έντονη θεατρικότητα, επιτρέποντας όμως στα δραματικά στοιχεία του έργου να τονίζονται από τη μουσική. Το εξαιρετικό σκηνικό, αλλά και τα κοστούμια, μια υπόμνηση της μοραβικής υπαίθρου, φιλοτέχνησε ο διεθνούς φήμης σκηνογράφος Γιώργος Σουγλίδης, ενώ οι «ουιλσονικοί» φωτισμοί ανήκουν στον Νταβίντ Ντεμπρινέ.
Φώτο: Δημήτρης Σακαλάκης
Η Σάρα-Τζέιν Μπράντον έπλασε μια ευαίσθητη Γενούφα, όμως ήταν η Ζαμπίνε Χογκρέφε, στον ρόλο της νεωκόρισσας, που απέσπασε το θερμότερο χειροκρότημα του κοινού. Οι Φρανκ βαν Άκεν και ο Δημήτρης Πακσόγλου συμπλήρωναν τους βασικούς ρόλους, ενώ πήραν μέρος επίσης οι Ινές Ζήκου, Γιάννης Γιαννίσης, Δημήτρης Κασιούμης, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Άρτεμις Μπόγρη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Βαρβάρα Μπιζά, Μιράντα Μακρυνιώτη.
Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ διηύθυνε ο Λουκάς Καρυτινός, αναδεικνύοντας τον πρωταρχικό ρόλο της μουσικής του Γιάνατσεκ, που υπογραμμίζει το δράμα και καθοδηγεί την δράση.
Η παράσταση της Γενούφα θα επαναληφθεί στις 19, 21, 24, 27 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου.
Φώτο: Δημήτρης Σακαλάκης
Μυρσίνη Ζορμπά: «Συνάντηση με το μεγάλο κοινό, χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνικές διακρίσεις»
Μια ασυνήθιστη έκπληξη περίμενε τους θεατές που πήραν στα χέρια τους το πρόγραμμα της παράστασης, καθώς περιείχε, εκτός των άλλων, και ένα κείμενο της υπουργού Πολιτισμού Μυρσίνης Ζορμπά, που πολύ απείχε από τους τετριμμένους χαιρετισμούς «επί τη ενάρξει της καλλιτεχνικής περιόδου». Μέσα από αυτό αναδεικνύεται η βούληση να στηριχτεί η σύγχρονη κουλτούρα, χωρίς αποκλεισμούς και πολιτισμικές διχοτομίες που δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη εποχή.
Συγκεκριμένα, η υπουργός Πολιτισμού σημειώνει: «H μεγάλη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν θεσμοί, όπως η Εθνική Λυρική Σκηνή, είναι πώς θα συναντηθούν με το μεγάλο κοινό, σε μια εποχή κατακλυσμού εικόνων και αναπαραστάσεων. Πώς θα συναντηθούν και θα συνδεθούν με τη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα στην οποία πάντες μετέχουμε. Πώς θα πάψουν να είναι αιχμάλωτοι του δίπολου υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Δεν θα είναι η πρώτη συνάντηση άλλωστε. Γιατί η όπερα ξεκίνησε ως λαϊκή ψυχαγωγία. Σταδιακά μόνο, και καθώς προχωρούσε ο 19ος αιώνας, επινοήθηκε ως η κατεξοχήν έκφραση της υψηλής κουλτούρας, στοιχείο κοινωνικής διάκρισης, αποκλείοντας το λαϊκό κοινό. Τελευταία ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν. Γίνονται προσπάθειες επανεγγραφής της όπερας στην λαϊκή κουλτούρα. Εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και νέους, όσμωση της όπερας με άλλα είδη της σύγχρονης pop κουλτούρας, ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής. Το τελευταίο προπύργιο που μένει να κατακτηθεί είναι η είσοδος του μεγάλου κοινού στον ναό της όπερας. Και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με φτηνά εισιτήρια, αλλά με μια γενικότερη πολιτική ανοίγματος σε μια όπερα σύγχρονη, που χρησιμοποιεί μια νέα γλώσσα, με διάθεση να συνομιλήσει με νεανικά κοινά. Όπου βραδινές τουαλέτες και σκισμένα τζινς παρακολουθούν δίπλα-δίπλα.
Αυτή η εισαγωγή δεν θα χρειαζόταν αν δεν μιλούσαμε για τη Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ. Γιατί είναι κάτι περισσότερο από μια αποτύπωση της εποχής της. Είναι παράδειγμα για τον τρόπο που επικοινωνούν και αλληλοδιαμορφώνονται οι πολιτισμικές εκφράσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες μιας κοινωνίας. Δείχνει πώς ο λαϊκός πολιτισμός ενυπάρχει μέσα στην όπερα και πώς η όπερα, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, αγκαλιάζεται από τα λαϊκά στρώματα. Με άλλα λόγια, δείχνει ότι η τέχνη δεν έχει διαχωριστικές γραμμές ούτε πορείες μονής κατεύθυνσης, όσο επώδυνες και αν είναι οι θυελλώδεις συγκρούσεις και οι ματαιώσεις που οδηγούν σε αυτήν την συμφιλίωση.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, ακόμη και σε εποχές δύσκολες, ή εξαιτίας τους, μας λέει ότι η συνάντηση με τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας κληρονομιάς δεν είναι σχέση πομπού-δέκτη, αλλά πολιτισμική μετάφραση, αναπαράσταση, αναδιατύπωση, μεταφορά, εγκλιματισμός, συμμετοχή στην παραγωγή του νοήματος και της απόλαυσης. Συγχαρητήρια σε όλες και όλους στη σκηνή και στα παρασκήνια!»
Φώτο: Χάρης Ακριβιάδης