Κριτική Θεάτρου: H Kουζίνα στο θέατρο Αποθήκη
Κριτική για το έργο του Arnold Wesker “Η Κουζίνα” που παρουσιάζεται στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη.
H δεκαετία του ’50 δεν ήταν εύκολη για τους κατοίκους της Βρετανικής νήσου, οι οποίοι, αφού πολλά δεινά υπέστησαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όφειλαν τώρα να παλέψουν για την ανασυγκρότηση της ζωής τους, της χώρας και της οικονομίας της. Η εργατική τάξη, παρά τη συμβολή της στη συσσώρευση πλούτου ήδη από την Α΄ βιομηχανική επανάσταση και στη δημιουργία μίας πανίσχυρης αποικιοκρατικής δύναμης, διεκδικούσε και πάλι τα αυτονόητα: ίσες ευκαιρίες και καλούς μισθούς, εκπαίδευση και κράτος πρόνοιας για όλους. Πολλοί εξ όσων ήταν εικοσάρηδες στα χρόνια του ’50, δεν έκρυβαν την οργή τους για τις κοινωνικές αδικίες σε μια χώρα με έντονους ταξικούς διαχωρισμούς (και τα ιδιότυπα, λαϊκά φιλοβασιλικά «αισθήματα»), καταγγέλλοντας έναν κόσμο παράλογο και κοινωνικά άδικο.
Η δυναμική της οργισμένης νέας γενιάς δεν θα μπορούσε να μην αφήσει το αποτύπωμά της στο θέατρο, την μείζονα τέχνη για τους Βρετανούς. To 1955 o σκηνοθέτης Τόνι Ρίτσαρντσον και ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζορτζ Ντιβάιν μπήκαν μπροστά στη δημιουργία της English Stage Company, με έδρα το Royal Court στην Sloane Sq., επιθυμώντας να δώσουν χώρο σε νέους θεατρικούς συγγραφείς και σκηνοθέτες.
Γρήγορα (τον Μάιο του 1956) η προσπάθειά τους τράβηξε την προσοχή του κοινού με το «Οργισμένα Νιάτα» (Look Back in Anger), και στη συνέχεια με το «The Entertainer» (1957), του Τζον Όσμπορν – στο δεύτερο τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευσε ο Λόρενς Ολίβιε, σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντσον. Εκεί ανέβηκαν τα πρώτα έργα του Τζον Άρντεν, και από κει άρχισαν ε η συζήτηση για τους «Υοung Angry Men», τους πολιτικοποιημένους Οργισμένους Νέους Άνδρες των τεχνών και των γραμμάτων στα τέλη του ’50 – αρχές του ’60 και το Angry Theatre, που αντλούσαν τα θέματά τους από τη ζωή της εργατικής τάξης και τα προβλήματα της νέας γενιάς στο πλαίσιο ενός «κοινωνικού ρεαλισμού», δέκα, δεκαπέντε χρόνια μετά την λήξη του πολέμου.
Θυμωμένοι, νέοι άνδρες
Παλαιότερο ανάλογο, αλλά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μπορεί να θεωρηθεί το Group Theatre της Νέας Υόρκης (1931-1941), ομάδα που δεν είχε σταθερή στέγη αλλά επεδίωξε ένα θέατρο επικεντρωμένο σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής, με σημαντικότερο δραματουργό τον Κλίφορντ Οντέτς. Βασικά μέλη του Group Theatre ήταν και η Στέλλα Άντλερ και ο Λη Στράσμπεργκ, που αργότερα δημιούργησαν το Αctor’s Studio.
Το Angry theatre ως άτυπη τάση συγγραφέων της ίδιας γενιάς θυμίζει κάπως το In – yer – face theatre της δεκαετίας του ’90, με βασικούς εκπροσώπους τη Σάρα Κέιν, τον Μάρκ Ρέιβενχιλ και τον Άντονι Νίλσον.
Στους Υοung Angry men συμπεριλαμβάνονται ο Τζον Όσμπορν, γεννημένος το 1929, και ο Άρνολντ Γουέσκερ το 1932. Και οι δύο, παρά τη δυναμική τους είσοδο, δεν μπόρεσαν στην πορεία των χρόνων να αφήσουν σημαντικό αποτύπωμα στο μεταπολεμικό βρετανικό θέατρο. Γεννηθέντες το 1930, της ίδιας γενιάς δηλαδή, ήταν ο Άρντεν και, βέβαια, ο Πίντερ. Μόνον ο τελευταίος μπόρεσε να ξεχωρίσει ως μεγάλος συγγραφέας, αρχικά κοντά στα αιτούμενα του λεγομένου Θεάτρου του Παραλόγου, και στην πορεία διαμορφώνοντας το δικό δραματουργικό σύμπαν.
Στα ενδότερα της «Κουζίνας»
Η «Κουζίνα» (1957), πρώτο έργο του Άρνολντ Γουέσκερ (εβραίου από φτωχή οικογένεια, με πατέρα κομμουνιστή) εξέφραζε καλά το πνεύμα της εποχής και ο Ντιβάιν το ανέβασε στο Royal Court το 1959. Έκτοτε έχει ανεβεί αρκετές φορές σε διαφορετικές χώρες και γλώσσες. Κι αυτό γιατί ο κόσμος του έργου, η κουζίνα ενός μεγάλου λονδρέζικου καφέ-ρεστοράν στη διάρκεια μίας μέρας, και οι ήρωες του (σεφ, μάγειρες, λαντζέρηδες, σερβιτόροι/ες, ο ιδιοκτήτης) μπορούν να μεταφερθούν απαράλλακτα σε οποιοδήποτε θέατρο του κόσμου.
Το πολύ ενδιαφέρον με την «Κουζίνα» που παρουσιάζει ο Γιώργος Νανούρης στο θέατρο Αποθήκη, είναι ότι «δραματοποιεί» την εργασία. Δηλαδή στον πυρήνα της δραματουργίας είναι ο χώρος και οι άνθρωποι της εργασίας σε «πραγματικό χρόνο», και με τον «φυσικό» ρυθμό της συγκεκριμένης δουλειάς, που ο συγγραφέας γνώριζε καλά αφού η μητέρα του ήταν μαγείρισσα και ο ίδιος είχε δουλέψει σε κουζίνα ξενοδοχείου.
Ήδη από την αρχή του έργου φαίνεται η εμπνευσμένη σύλληψη του συγγραφέα να συνδέσει την ιστορία του με ρεαλιστικούς ήχους και εικόνες από μια μεγάλη κουζίνα, έναν χώρο σκληρής εργασίας και με μεγάλη ένταση τις ώρες αιχμής. Το προσωπικό καταφτάνει, ακολουθώντας τη συνήθη ρουτίνα. Στην κατεύθυνση του κοινωνικού ρεαλισμού που υπηρέτησε ο Γουέσκερ, τα ειδικά αντικείμενα που χρησιμοποιούν οι «εργάτες» της κουζίνας (κατσαρόλες, ταψιά, σχάρες, λογής λογής σκεύη και εργαλεία, πιάτα και ποτήρια, κοκ) «πρωταγωνιστούν» στη σκηνογραφία αλλά και στην παραγωγή ήχων.
Ακολουθώντας μία σκηνική οδηγία του συγγραφέα για «μπαλετικό» φινάλε στην Α΄ Πράξη, σε νεότερες προσεγγίσεις του έργου η «χορογραφική» απόδοση της δράσης είναι βασικό στοιχείο. Όπως στην παράσταση του Μιζάν Σεϊμανί για τη σκηνή Ολίβιε του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου το 2011, που είχαμε δει στην Αθήνα στο πλαίσιο του προγράμματος National Theatre Live του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Έχω την εντύπωση ότι σ’ αυτήν εντοπίζεται η βασική επίδραση του Γ. Νανούρη, που υπογράφει και τη διασκευή του πρωτοτύπου. Γιατί, αν θέλαμε να είμαστε αυστηροί, το έργο δεν είναι σπουδαίο, δεν έχει καμία σοβαρή υπόθεση, ούτε διαλόγους που να προκαλούν δεύτερη σκέψη. Υπάρχει η κόντρα δύο μαγείρων, η παράνομη σχέση ενός μάγειρα με μία παντρεμένη σερβιτόρα, η πίεση που ασκεί ο ιδιοκτήτης και μικρο-προστριβές μεταξύ των εργαζομένων, που ενίοτε αφορούν διαφορές εθνικότητας, αφού είναι μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου.
Ο Νανούρης χορογράφησε τις σκηνές του έργου όπου η ένταση της δουλειάς κορυφώνεται αλλά (καλή ιδέα!) με τον τρόπο των Stomp. Έχουμε δει αρκετές φορές στην Αθήνα την ομάδα από το Μπράιτον που τη δεκαετία του ’90 και του 2000 προκαλούσαν ενθουσιασμό με παραστάσεις έντονης κίνησης και ενέργειας, στις οποίες οι περφόρμερ, χρησιμοποιώντας καθημερινά αντικείμενα παρήγαγαν ρυθμό/μουσική και κίνηση/χορό.
Αυτό κάνουν και οι έντεκα νεαροί ηθοποιοί της παράστασης στην Αποθήκη, με εξαιρετικά αποτελέσματα, αν σκεφτεί κανείς ότι η κινησιολογία προέκυψε από την δουλειά τους με τον σκηνοθέτη και όχι με κάποιον χορογράφο. Η συλλογική, κοπιώδης προσπάθειά τους απέδωσε και απόδειξη είναι η παραγωγή «πολυφωνικού» ρυθμού (ηχητικού και κινησιολογικού) και ο άψογος συγχρονισμός τους.
Το πρόβλημα είναι (κι αυτό το είχαν επισημάνει οι κριτικοί και για την παράσταση του Σεϊμανί) ότι δίνοντας προτεραιότητα στο θέαμα, και καθώς ο θίασος εδώ είναι «ομογενοποιημένος», οι ρόλοι με δυσκολία ξεχωρίζουν και, η ούτως ή άλλως αδύναμη, ιστορία λειτουργεί σαν πρόσχημα για το ρυθμικό/κινησιολογικό σόου. Τα ζητήματα που θέτει η «Κουζίνα» (για τις πιεστικές συνθήκες εργασίας και τις χαμηλές αμοιβές, για τις όχι πάντα καλές σχέσεις των εργαζομένων μεταξύ τους και με τον εργοδότη τους, για τα καθημαγμένα όνειρά τους, κοκ) περνούν σε δεύτερη μοίρα, μαζί και η υποκριτική που θα μπορούσε να τα αναδείξει.
Κάπως έτσι, στο τέλος αισθάνεσαι ενθουσιασμένος από την απόδοση του θιάσου, από το οπτικό, ηχητικό και κινησιολογικό μέρος της παράστασης και την υψηλή ενέργειά της. Αλλά ως εκεί.