Λευκό ρόδο του Ούντο Τσίμμερμαν στην Εθνική Λυρική Σκηνή
Ένας λυρικός ύμνος ενάντια στον ναζισμό, η αριστουργηματική όπερα σύγχρονου ρεπερτορίου Λευκό ρόδο (1986) του καταξιωμένου Γερμανού συνθέτη Ούντο Τσίμμερμαν, ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα των τελών του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Το εμβληματικό έργο, που καθιερώθηκε στα κορυφαία θέατρα του κόσμου καθηλώνοντας κοινό και κριτικούς, ανεβαίνει σε μουσική διεύθυνση του αρχιμουσικού της ΕΛΣ Νίκου Βασιλείου και σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, ενός από τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς της γενιάς του, από τις 3 Νοεμβρίου 2018 και για οκτώ παραστάσεις έως τις 18 Νοεμβρίου.
Αντλώντας την έμπνευσή του από την αντιστασιακή δράση του 24χρονου Χανς και της 21χρονης Ζοφί Σολ, δύο αδελφών από το Μόναχο, που υπήρξαν ιδρυτικά μέλη της αντιναζιστικής φοιτητικής ομάδας Το Λευκό Ρόδο, ο Τσίμμερμαν συνέθεσε ένα μουσικό έργο γεμάτο συναισθηματική δύναμη, που εξελίσσεται την ώρα πριν από την εκτέλεση των αδελφών Σολ για εσχάτη προδοσία. Η ιστορική αναπαράσταση δίνει τη θέση της σε μια σπαρακτική, προσωπική εξερεύνηση της ηθικής ακεραιότητας, του θανάτου και της πολιτικής ευθύνης.
Βαθιά συγκινητικό και απολύτως επίκαιρο, το Λευκό ρόδο είναι μια ωδή στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης ενάντια στον φασισμό, καθώς και στην «εσωτερική αντίσταση, μια αντίσταση που υμνεί την αγάπη, τη ζωή και τη δικαιοσύνη», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο συνθέτης.
«Δεν θα σιωπήσουμε, είμαστε η κακή σας συνείδηση, το Λευκό Ρόδο δεν θα σας αφήσει σε ησυχία…» Με αυτές τις φράσεις κλείνει η τέταρτη προκήρυξη της αντιχιτλερικής φοιτητικής ομάδας Το Λευκό Ρόδο (Die Weisse Rose), που σχηματίστηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η συγκεκριμένη προκήρυξη ήταν και η αφορμή για τη σύλληψη των πρωτεργατών της ομάδας, του Χανς Σολ και της αδελφής του Ζοφί. Μετά από πολύωρη ανάκριση από την Γκεστάπο, τα αδέλφια καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα στις 22 Φεβρουαρίου 1943.
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο της όπερας του Ούντο Τσίμμερμαν Το λευκό ρόδο (Die weisse Rose), η πρώτη εκδοχή της οποίας γράφτηκε το 1967. Ο συνθέτης όμως δούλεψε ξανά το υλικό του το 1986, όταν του ζητήθηκε να παρουσιάσει μια αναβίωση του έργου στην Κρατική Όπερα του Αμβούργου. Ο συνθέτης απέρριψε το αρχικό λιμπρέτο του έργου που είχε γράψει ο αδελφός του, ο Ίνγκο Τσίμμερμαν, και εμπιστεύτηκε το κείμενο της καινούριας εκδοχής στον Βόλφγκανγκ Βίλλασεκ, παρουσιάζοντας ένα εντελώς νέο έργο, το οποίο διαρθρώνεται σε δεκαέξι σκηνές. Στην καινούρια εκδοχή, η δράση παύει να είναι γραμμική και οι χαρακτήρες περιορίζονται στα δυο αδέλφια Σολ. Αυτή η εκδοχή παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ.
Η όπερα Λευκό ρόδο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Κρατική Όπερα του Αμβούργου στις 27 Φεβρουαρίου 1986.
Το Λευκό ρόδο δεν ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση, αλλά εστιάζει στη συναισθηματική φόρτιση των δύο προσώπων που αναμένουν τον θάνατό τους. Οι δυο χαρακτήρες άλλοτε μονολογούν, άλλοτε μιλούν ο έναν στον άλλον, αλλά οι θεατές ποτέ δεν είναι σίγουροι αν αυτοί οι διάλογοι είναι πραγματικοί ή δημιουργήματα της φαντασίας του Χανς και της Ζοφί. Υπό αυτό το πρίσμα, το έργο δεν είναι αμιγώς ιστορικό, αλλά χρησιμοποιεί την ιστορική μνήμη για να επεξεργαστεί ζητήματα όπως η ηθική ακεραιότητα, η πολιτική συνενοχή και η θρησκευτική πίστη.
Το βασικό υλικό του έργου είναι οι αναμνήσεις των δύο χαρακτήρων, τα συναισθήματά τους και οι σκέψεις τους για τα ναζιστικά εγκλήματα. Το λιμπρέτο είναι ένα μείγμα ποιητικού λόγου και ντοκουμέντου, το οποίο σκιαγραφεί με δεξιοτεχνικό τρόπο τόσο τις ιδιαίτερες ψυχικές δονήσεις του Χανς και της Ζοφί, όσο και τη βία που τους εξώθησε να αντιταχθούν στο ναζιστικό καθεστώς.
Μέσω μιας σύνθεσης που ισορροπεί ανάμεσα στη σχεδόν απόλυτη σιωπή και την πυκνογραμμένη μουσική έκρηξη, ο Τσίμμερμαν πλάθει ένα ιδιαίτερο μουσικό έργο που συνομιλεί ταυτόχρονα με τα ορατόρια του Μπαχ και με την παράδοση του μοντερνισμού, και εξερευνά την αγωνία αλλά και τον έμφυτο ρομαντισμό του Χανς και της Ζοφί, στηλιτεύοντας ταυτόχρονα την πολιτική παθητικότητα, τη συνενοχή και τη συνειδητή σιωπή ενός λαού μπροστά στον όλεθρο.
Το Λευκό ρόδο σκηνοθετεί ο Θέμελης Γλυνάτσης, ένας από τους πιο δημιουργικούς και ανήσυχους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο οποίος ασχολείται ενεργά με τη σκηνοθεσία όπερας και μουσικού θεάτρου. Το πλούσιο βιογραφικό του περιλαμβάνει σημαντικές παραγωγές, ανάμεσά τους το Ταξίδι το χειμώνα, βασισμένο στον ρομαντικό κύκλο τραγουδιών Χειμωνιάτικο ταξίδι του Φραντς Σούμπερτ (2015), το μπαρόκ αριστούργημα Αλτσίνα του Χέντελ (2016) και το 57 // a passion play σε σύμπραξη με τον Γιώργο Κουμεντάκη (2016).
Η σκηνοθεσία του έργου είναι ένας συνδυασμός βαθιάς εσωτερικότητας και βίαιων ξεσπασμάτων σε ένα περιβάλλον που μεταλλάσσεται από κελί σε χώρο ανάμνησης και σε πεδίο αντίστασης. «Στον πυρήνα της παράστασης βρίσκεται η μοναξιά των δύο χαρακτήρων, που δεν αφήνει το κοινό να αποφασίσει αν όντως συνυπάρχουν στον ίδιο αχανή χώρο ή επικοινωνούν με έναν άλλον, πιο μυστηριακό τρόπο. Η μοναξιά, η οποία επιβάλλει μια δεύτερη πραγματικότητα μεταξύ ανάμνησης και θρησκευτικού οράματος, οδηγεί στην ανάγκη για εξιλέωση και, ταυτόχρονα, στην πολιτική επίθεση», σημειώνει ο Θέμελης Γλυνάτσης.
Ο Νίκος Βασιλείου, ένας αρχιμουσικός με βαθιά γνώση του σύγχρονου ρεπερτορίου, επανέρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή μετά τη σαρωτική του εμφάνιση στο έργο Βάκχαι του Ιάννη Ξενάκη.
Τον Χανς Σολ ερμηνεύει ο διακεκριμένος τενόρος Χρήστος Κεχρής, ο οποίος μετά τον ρόλο του Γρύλου στο Ζ της Κατερίνας Ευαγγελάτου αναμετράται με έναν ακόμη ρόλο υψηλών φωνητικών και υποκριτικών απαιτήσεων. Στον ρόλο της Ζοφί Ζολ η ταλαντούχα υψίφωνος Αφροδίτη Πατουλίδου, η οποία διαγράφει μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό με σημαντικές διακρίσεις και εμφανίσεις σε σημαντικά ευρωπαϊκά θέατρα.
Σκηνοθετικό σημείωμα
Το Λευκό ρόδο δεν είναι ένα ιστορικό ή πολιτικό έργο με τη στενή σημασία του όρου, αλλά ένα έργο που εστιάζει στο συναίσθημα της θρησκευτικής και ηθικής αγωνίας δυο νέων ανθρώπων (και αυτό έχει μεγάλη σημασία) που δεν θέλουν να πεθάνουν, φοβούνται να πεθάνουν, όπως φοβούνται το κακό που τους περιτριγυρίζει, όπως φοβούνται και τη «δειλία» τους. Τα λόγια τους, ένα κράμα ποίησης και ιστορικού ντοκουμέντου, δεν αναλύουν, δεν περιγράφουν, αλλά πλάθουν οράματα, ανακαλούν αναμνήσεις για βόλτες στο δάσος, ψηλαφούν την αδυσώπητη βία της χώρας τους, και προβάλλουν έναν σθεναρό ανθρωπισμό.
Ο πυρήνας της παράστασης είναι, λοιπόν, ένας διάλογος της Ιστορίας με την ποιητική αποτύπωση της εμπειρίας του Χανς και της Ζοφί, οι οποίοι είναι και δεν είναι κλεισμένοι στα κελιά της φυλακής του Μονάχου. Μέσω της έξαρσης της αγωνίας, της πίστης, της ανάμνησης, αλλά και μιας αφοπλιστικής τρυφερότητας, μεταμορφώνουν τη φυλακή σε έναν ασταθή, συνεχώς μεταβαλλόμενο χώρο οράματος: σε όλο το έργο, ο Χανς και η Ζοφί βλέπουν κάτι άλλο από τους γυμνούς τοίχους του κελιού τους – η σκηνή είναι μια άδεια επιφάνεια πάνω στην οποία προβάλλονται τα οράματα και τα συναισθήματα του Χανς και της Ζοφί.
Και τι είναι λοιπόν το όραμα; Δεν είναι αυτό που συνδέει τον ποιητή με τον πιστό και τον αγωνιστή; Δεν είναι η ειδική εκείνη επινοητικότητα της όρασης να εστιάζει στην πραγματικότητα και να καταγράφει μια εκρηκτική εμπειρία που μέσω της ακραίας πίστης, πεποίθησης ή έμπνευσης (λέξεις που φαντάζουν συνώνυμες) καταφέρνει να εξασφαλίσει για τον εαυτό της εγκυρότητα και δύναμη, και με αυτόν τον τρόπο, να καταργήσει την πραγματικότητα; Και όσο το όραμα επιβεβαιώνει την εκκωφαντική δόνησή του, βιώνει αναπόφευκτα και τον φόβο της αμφιβολίας πως, εντέλει, η πραγματικότητα του ευτελούς, του μοχθηρού και του βίαιου μπορεί να υπερνικήσει την ορμητική πραγματικότητα της δεύτερης αυτής όρασης. Όμως όχι. Η εμπειρίας της δειλίας, της αγωνίας και της αμφιβολίας του ποιητή, του πιστού και του αγωνιστή είναι αυτή που εγγυάται την απόλυτη επανάσταση του οράματος· ο Χανς και η Ζοφί παραδέχονται στην προσευχή τους πως είναι δειλοί, για να θριαμβεύσουν στο τέλος σαν φωνές ενάντια στη δειλία, τη συνενοχή και την αποσιώπηση.
Στο τέλος του έργου, αυτό που μένει δεν είναι η εκτέλεσή τους, ούτε η ναζιστική θηριωδία, αλλά η βοή του οράματος, που πλέον δεν εκφράζει μόνο μια εναλλακτική οπτική, αλλά και μια ηρωική επίθεση.