Κριτική Θεάτρου: «Ξύπνα Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά στο Εθνικό Θέατρο
Κριτική για το έργο «Ξύπνα Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά που παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη.
Eίναι ευχάριστο να διαπιστώνεις ότι ένας καλλιτέχνης προχωρεί και εξελίσσεται. Γιατί αυτό συμβαίνει με την καινούργια παράσταση του Άρη Μπινιάρη στη Νέα Σκηνή του Εθνικού. Τα προηγούμενα χρόνια δοκιμάστηκε με λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, σε μία μεικτή θεατρική μορφή, όπου ο λόγος παρέχει τους ρυθμούς που οδηγούν στη μουσική της παράστασης, η οποία με τη σειρά της στηρίζει την ερμηνεία του λόγου («Το θείο τραγί », 2012-14, «Το ’21», 2015-16). Με τους «Πέρσες» του Αισχύλου (2017), παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, του δόθηκε η ευκαιρία να επεξεργαστεί τις ιδέες του σ’ ένα φιλικό, δομημένο σύστημα (της αρχαίας τραγωδίας), καθώς εδώ ο ρυθμός αποτελεί δεσπόζον στοιχείο. Ο ήχος του μεγάλου τυμπάνου και του ταμπουρά συνόδευε την ερμηνεία των χορικών, ενώ στις «Βάκχες», πέρσι στη Στέγη, ο ροκ ήχος της κιθάρας και τα τύμπανα, παρακολουθούσαν τη σκηνική δράση, ως αξεχώριστο στοιχείο της έξοχης ερμηνείας του λόγου από τους ηθοποιούς.
Τώρα, αντιμετωπίζοντας εντελώς διαφορετικό υλικό, μία ελληνική κωμωδία του 1965 στενά συνδεδεμένη με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής που πρωτοπαρουσιάστηκε, ο Μπινιάρης δοκιμάζει με επιτυχία νέους τρόπους (σύζευξη κινηματογραφικής και θεατρικής ερμηνείας με τη μουσική και τα τραγούδια) που όχι μόνο δεν αλλοιώνουν το έργο, αλλά –αντιθέτως- αναδεικνύουν τις αρετές του. Η συμβολή της Θεοδώρας Καπράλου στη δραματουργική επεξεργασία και τη διασκευή (που υπογράφει μαζί με τον σκηνοθέτη) είναι υποδειγματική: η προσθήκη κάποιων εμβόλιμων κειμένων τονίζουν την κατάληξη των διαλόγων αλλά είναι τόσο διακριτική, που νομίζεις ότι ανήκουν στο πρωτότυπο, και τα δύο τραγούδια της παράστασης μοιάζει σαν να προκύπτουν φυσικά από τη δράση.
Γιώργος Γάλλος, Λυδία Τζανουδάκη
Οι κωμωδίες του Δημήτρη Ψαθά
Μόνο τυχαία δεν είναι η μεγάλη επιτυχία που είχαν στο θέατρο (και στη συνέχεια στη μεγάλη οθόνη) οι κωμωδίες του Δημήτρη Ψαθά (1907-1979): μεταξύ άλλων, «Το στραβόξυλο» (1940), «Ο εαυτούλης μου» (1941), «Μαντάμ Σουσού» (1942), «Φον Δημητράκης» (1947), «Η ζωή είναι ωραία» (1952), «Ζητείται ψεύτης» (1953), «Μικροί Φαρισαίοι» (1954), «Ένας βλάκας και μισός» (1956), «Προς Θεού μεταξύ μας” (1957), “Φωνάζει ο κλέφτης” (1958), «Εταιρία θαυμάτων» (1959), «Εξοχικόν κέντρον Ο Έρως» (1960), «Η Χαρτοπαίχτρα» (1963), «Ξύπνα, Βασίλη» (1965), «Ο κουτσομπόλης» (1968), «Οι ατίθασοι» (1970) κ.ά.
Καλύτερος απ’ όλους τους κωμωδιογράφους της γενιάς του, ο Ψαθάς δεν κολακεύει τον «λαό», δεν δημαγωγεί, δεν επιδιώκει να καθοδηγήσει ή να επηρεάσει τη συνείδησή του, δεν ωραιοποιεί. «[…] αντλεί από την επικαιρότητα μόνο τις “ειδήσεις” της θεματογραφίας του και την τρέχουσα γλώσσα της. Δεν περιορίζεται, όμως, ούτε μένει σ’ αυτό. Μεσ’ από τις καταστάσεις, οι οποίες απαρτίζουν τη δραστική “περιπέτεια” της πλοκής που απαιτούν η φάρσα και η σάτιρα, κα μέσ’ από τους περαστικούς μύθους της καθημερινότητας, μας προσφέρει κοινωνικούς τύπους αυθεντικούς και αναγνωρίσιμους. Και όχι σπάνια, με τις ανάγλυφες θεατρικές γελοιογραφίες του, πλουτίζει με όρους-σήματα τον κώδικα της νεοελληνικής χαρακτηρολογίας» έγραφε ο Τάσος Λιγνάδης (Επίκαιρα, 1.11.1979), συμπληρώνοντας λίγα χρόνια αργότερα: «Οι κωμωδίες του -όλες- αφήνουν στον θεατή, πέρ’ από την αναμφισβήτητη και πηγαία ευθυμία της ελαφράς ψυχαγωγίας, κάποιο θετικό στοιχείο, κάτι που μοιάζει λιγότερο με δίδαγμα και περισσότερο με φιλική συμβουλή» (Η Καθημερινή, 16.11.1086, από το «Κριτικές Θεάτρου / Νεοελληνική Δραματουργία (1975-1989)», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2015).
Η πρώτη πρεμιέρα του «Ξύπνα, Βασίλη!» δόθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1965 στο θέατρο Γκλόρια –τον Βασίλη υποδύθηκε ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Οι νεότεροι έχουμε συνδέσει τον ρόλο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, που υποδύθηκε πολύ επιτυχημένα τον φοβισμένο, υπάκουο, συντηρητικό ήρωα –έναν από τις πολλές χιλιάδες που μετακινήθηκαν από τα χωριά τους στην Αθήνα και στα μεγάλα αστικά κέντρα μετά το τέλος του Εμφυλίου είτε για να χαθούν τα ίχνη τους (και να γλιτώσουν από τις συνέπειες των πολιτικών ιδεών τους) είτε για να βρουν δουλειά. Ο Βασίλης δουλεύει στον εκδοτικό οίκο Φαρλάκου, και καθώς είναι τυπικός και υπάκουος, γίνεται προϊστάμενος, αλλά με μισθό τρεις κι εξήντα. Επί δέκα χρόνια αγοράζει λαχεία, μπας κι αλλάξει η τύχη του και απαλλαγεί από όσα φέρει βαρέως – μεταξύ άλλων την καζούρα των άλλων υπαλλήλων στο γραφείο, και δη του κομμουνιστή Μάνου, που κατά σατανική σύμπτωση θα συνάψει σχέση με την, επίσης προοδευτικών ιδεών, αδελφή του. Υπό την επίδρασή τους ο Βασίλης θα αλλάξει απόψεις, θα ζητήσει αύξηση, η Φαρλάκου θα τον απολύσει, και τα 2 εκατομμύρια του λαχείου θα κερδίσει τελικά ο Μάνος. Ο Βασίλης θα χάσει το μυαλό του (νομίζει ότι είναι κόκορας) και θα κλειστεί στο φρενοκομείο. Δύο χρόνια μετά θα βγει θεραπευμένος. Αλλά μ’ αυτά που θα δει στο σπίτι του (κεφαλαιοκράτη, πια) Μάνου και της αδελφής του, θα προτιμήσει να δραπετεύσει ξανά στην τρέλα του.
Το πολιτικό πλαίσιο της εποχής
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, γιατί αποδεικνύει ότι αυτό που θεωρούμε ελαφρύ θέατρο μπορεί να είναι ιδιαιτέρως σοβαρή υπόθεση, είναι ότι το έργο γράφτηκε την εποχή που «ψήνονταν», και εντέλει συνέβη η Αποστασία (Ιούλιος 1965), προκαλώντας σοκ και οργή στους δημοκρατικούς πολίτες για την παρέμβαση του παλατιού σε σοβαρές κυβερνητικές αποφάσεις. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου (1964) η Ένωση Κέντρου είχε κερδίσει περιφανή νίκη με ποσοστό 52,72% και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Ο Παπανδρέου παραιτήθηκε, και νέος «ανένδοτος» αγώνας ξεκίνησε με δεκάδες συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας (η αδελφή του Βασίλη βρέθηκε σε μία απ’ αυτές…). Οι συνθήκες πολιτικής αστάθειας που επικράτησαν τον επόμενο καιρό οδήγησαν τελικά, δύο χρόνια αργότερα, στην Χούντα των συνταγματαρχών.
Η πολιτική κατάσταση ήταν τόσο φορτισμένη (είναι γνωστό ότι στη χώρα μας το καθεστώς της Δεξιάς αναπαρήγαγε το εμφυλιακά πάθη αντί να εργαστεί για την άμβλυνσή τους και την ειρηνική, δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας) που απορεί κανείς πώς ο Ψαθάς έγραψε το «Ξύπνα Βασίλη!» και ο Ντίνος Ηλιόπουλος το ανέβασε τον χειμώνα του 1965.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο δείχνει ότι τα βασικά ανθρώπινα πάθη, και η δύναμη του χρήματος, είναι πέρα από πολιτικές απόψεις και γι’ αυτό το «σύστημα» δεν έχει να φοβάται από τις «επαναστατικές», κομμουνιστικές ιδέες της νεολαίας. Παρουσιάζει μεν ως επιπόλαιους καιροσκόπους τον «κομμουνιστή» Μάνο και την «επαναστατημένη» αδελφή του Βασίλη, αλλά παρουσιάζει ως ανόητους, ματαιόδοξους και εξίσου καιροσκόπους και τους δεξιούς της ιστορίας, την εκδότρια Φαρλάκου και τον γελοίο αντι-κομμουνιστή ποιητή Φανφάρα. Στο τέλος, βέβαια, μόνον ο Βασίλης (ο άμοιρος ιδεαλιστής) αναγνωρίζει τη γελοιότητα της κατάστασης, την ηθική αποσύνθεση και την υποκρισία προοδευτικών και συντηρητικών. Το «σύστημα» είναι αήττητο. Η κωμωδία, παρά τα πικρά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει, δεν προκαλεί ανησυχία – το κοινό γελάει με τα χάλια του και πηγαίνει σπίτι του.
Η εκδοχή του Άρη Μπινιάρη
Το καινούργιο μονοπάτι που ακολουθεί στο «Ξύπνα Βασίλη» ο Άρης Μπινιάρης, έχει να κάνει με τη σύνδεση των δύο εκδοχών του έργου, του θεατρικού και της κινηματογραφικής μεταφοράς του (το 1969, από τον Γιάννη Δαλιανίδη). Ο Πάρις Μέξης στήνει ένα κατάλευκο κινηματογραφικό πλατό (με μοναδικά αντικείμενα ένα τραπεζάκι και μία καρέκλα), από το οποίο το κοινό βλέπει μόνο το πίσω μέρος της πλάτης του σκηνικού. Πάνω εκεί θα προβληθεί η παράσταση που κινηματογραφεί ζωντανά ο Μπινιάρης με την κάμερα. Ο αφηγητής στην άκρη της σκηνής δίνει πληροφορίες για τα πρόσωπα ή τον τόπο/χρόνο της ιστορίας και μαζί με δύο μουσικούς (βιολί, κοντραμπάσο) τονίζουν με διακριτικές μουσικές και «τραγουδιστικές» παρεμβάσεις σημεία της δράσης, οδηγώντας με εντυπωσιακή ακρίβεια τις επιμέρους σκηνές σε ένα μουσικοαφηγηματικό κρεσέντο (που αποκαλύπτει την κενότητα των πολιτικών ιδεών των ηρώων). Μπράβο στον Φώτη Σιώτα για τη μουσική της παράστασης ως βασικό δραματουργικό στοιχείο της παράστασης.
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Ηρώ Μπέζου
Σκηνοθέτης και ηθοποιοί (όλοι τους, ένας κι ένας: ο Γιώργος Γάλλος, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, η Ηρώ Μπέζου, ο Αινείας Τσαμάτης, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, ο Στέφανος Πίττας, η Λυδία Τζανουδάκη, ο Κωνσταντίνιος Σεβδαλής) έδεσαν ως σύνολο τόσο καλά, ώστε δεν βρίσκεις κενό, χάσμα, αστοχία στη ροή της παράστασης και στις επί μέρους ερμηνείες. Το κέφι με το οποίο παίζουν αποκαλύπτεται πηγαίο όταν πέφτει η «οθόνη» και η δράση γίνεται έγχρωμη και τρισδιάστατη.
Υπάρχουν δύο στοιχεία που ίσως ο σκηνοθέτης πρέπει να ξαναδεί: την ένταση του ήχου (που κατά στιγμές είναι ενοχλητικά υψηλή) και τα πολλά γκρο-πλαν. Επειδή η απόσταση σκηνής πλατείας δεν είναι μεγάλη, οι θεατές των πρώτων σειρών, αν δεν ζαλιστούν από τα πολύ κοντινά των προσώπων των ηθοποιών που γεμίζουν την οθόνη, σίγουρα δεν βλέπουν σωστά την μαγνητοσκοπημένη εικόνα. Η οποία, οφείλω να πω, λειτουργεί εις βάρος της «ζωντανής» ερμηνείας, καθώς μόνο στα τελευταία λεπτά της παράστασης βλέπουμε live τους ηθοποιούς. Αν υπήρχε (δραματουργική) λύση ώστε η παράσταση να ήταν λιγότερο «κινηματογράφος», θα μιλούσαμε για μία πραγματικά εξαιρετική δουλειά.