Suspiria
Αποτυχημένο ριμέικ της κλασικής ταινίας τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο από τον περφεξιονιστή δημιουργό του «Να με φωνάζεις με το όνομα σου» Λούκα Γκουαντανίνο.
Η αμερικανίδα χορεύτρια Σούζαν φτάνει στο Ανατολικό Βερολίνο του 1977,εποχή που κορυφώνεται η δίκη της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού στις φυλακές Σταμχάιμ, με την ελπίδα να καταφέρει να πείσει την απαιτητική καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφο Μαντάμ Μπλανκ, να τη δεχτεί στην ομάδα της.
Η αρχική «Suspiria» θεωρείται ιερό τοτέμ στις τάξεις των φαν του Ντάριο Αρτζέντο, ο οποίος σε συνεργασία με την τότε σύντροφο του Ντάρια Νικολόντι, περιέγραψε μια ιστορία μαγισσών βασιζόμενος στο σκηνικό αποκρυφισμού, την εξπρεσιονιστική δουλειά του φωτογράφου Λουτσιάνο Τόβολι και φυσικά, την αξεπέραστα απόκοσμη μουσική των Goblin.
Το ριμέικ του άλλου ιταλού, Λούκα Γκουαντανίνο, επιχειρεί να πατήσει στα ίδια βήματα του προκατόχου του αλλά με εξαίρεση τις μουσικές συνθέσεις του Τομ Γιορκ, το τελικό σύνολο είναι κατώτερο των προσδοκιών. Με το βασικό κορμό του σεναρίου να παραμένει ο ίδιος – η ανυποψίαστη (;) αμερικανίδα θα γίνει η αιτία για να αποκαλυφθεί η συντεχνία των σατανικών μαγισσών που διοικούν τη σχολή χορού- ο Γκουαντανίνο επιχειρεί να προσδώσει στην ιστορία της «Suspiria» ψυχαναλυτικά στοιχεία (ο Λακάν παλεύει με τον Φρόιντ), επεκτείνοντας σε ασύλληπτα επίπεδα αρχιτεκτονικής την καλλιτεχνική διεύθυνση και εμπλουτίζοντας το σενάριο με ένα βαρυσήμαντο συμβολισμό για το ναζισμό, τη γυναικεία χειραφέτηση, τη σεξουαλικότητα, την κινησιολογία, τον απόλυτο έρωτα, την τρομοκρατία, το Ολοκαύτωμα, την προαιώνια μάχη του Καλού με το Κακό, τη μητρότητα, την καλλιτεχνική φύση, τη ματαιοδοξία (ουφ!).
Το αποτέλεσμα είναι όλο αυτό το συνονθύλευμα να προσφέρει κάποιες δυνατές σκηνοθετικά σκηνές αλλά να σέρνεται μέχρι το πάτωμα από την υπερπληθώρα συμβολισμών και ιδεών. Κάποια στιγμή, χωρίς υπερβολή, ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει το μπούσουλα και οδηγείται σε ένα τραγικό επίλογο της ιστορίας των 3 Μητερών-Μαγισσών όπου το γκροτέσκο δείχνει απόλυτα κιτς και γελοίο, με αποκορύφωμα τη μάγισσα με τα μαύρα γυαλιά που σαπίζει, θυμίζοντας αστεία τερατάκια από το «Star Wars».
Το χειρότερο πάντως είναι ότι η ταινία δεν βγάζει ούτε κατά διάνοια την αίσθηση φόβου της αρχικής ταινίας (δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή που θα τρομάξει πραγματικά ο θεατής) ενώ είναι απογοητευτική η διαπίστωση πως ένας τόσο αισθαντικός σκηνοθέτης σαν τον Γκουαντανίνο (το αριστούργημα του είναι το «Είμαι ο έρωτας») υπέγραψε ένα τόσο άψυχο φιλμ…