Χρήστος Καρράς: Ναι, θεωρώ πως είναι μέρος της δουλειάς μας να παίρνουμε θέση
Ο Γενικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση δεν πιστεύει πως στον οργανισμό έχουν βρει τη μαγική συνταγή να φτιάχνουν πολιτισμό. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Με εξαίρεση τη βουή της λεωφόρου Συγγρού που φτάνει αχνά ως τη τζαμαρία, στο γραφείο του Χρήστου Καρρά επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ο Γενικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και συνάμα ο άνθρωπος που ενέταξε τη σύγχρονη μουσική εντατικά στον αθηναϊκό χάρτη την τελευταία δεκαετία, προτιμάει να μην ακούει μουσική στον προσωπικό του χρόνο ή εντός γραφείου. Παρ’ όλα αυτά, φροντίζει να έχει ευήκοα ώτα σε νέους ήχους και τάσεις, σε καινούργια μουσικά καλέσματα, σε κριτικά ή σχόλια αμφισβήτησης (αρκεί να είναι εμπεριστατωμένα) για το έργο της Στέγης, ακόμα και στη φωνή που του λέει τι πρέπει να κάνει και τι όχι μεγαλώνοντας μέσα στον οργανισμό.
Στ’ αυτιά του ακούγονται υπερβολικά – αν όχι υπερφίαλα – τα περί αναμόρφωσης της σύγχρονης μουσικής αντίληψης από πλευράς του. «Θα ήθελα πολύ στο τέλος της ημέρας να ειπωθεί πως ναι, επιτρέψαμε να ακουστούν πράγματα που δεν θα είχαν ακουστεί αν δεν είχε έρθει στα πράγματα η Στέγη· μέχρι εκεί» διορθώνει και βάζει πρώτο πληθυντικό. Κι όμως ο, εκ πρώτης όψεως, εγκρατής επικεφαλής του οργανισμού έπαιζε, στα φοιτητικά του χρόνια, σε μπάντα noise σ’ ένα υπόγειο του Παρισιού. Τελικά, εκείνο το απόγευμα στα νέα γραφεία της Στέγης, ακούσαμε πολλά περισσότερα από τα αναμενόμενα από το Χρήστο Καρρά.
Φέτος, η Στέγη μοιάζει να έχει περισσότερα μουσικά γεγονότα στον προγραμματισμό της από κάθε άλλη φορά. Τι συνέβη;
Τα μουσικά πάντα υπερέχουν αριθμητικά για τον απλό λόγο ότι – ως επί τω πλείστον – είναι one off events. Οπότε μέσα στη χρονιά μπορεί να έχουμε 12 μουσικά και τα μισά θεατρικά-χορευτικά events, αλλά στον προγραμματισμό της Στέγης τα δεύτερα καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερο χρόνο. Βεβαίως, υπάρχουν και τα μουσικά φεστιβάλ, events με κάποια διάρκεια όπως το Borderline, το Tectonics και το Big Bang.
Μήπως, λοιπόν, είναι… παρεξήγηση που έχουμε ταυτίσει τον οργανισμό περισσότερο με τις παραστατικές τέχνες κι όχι τόσο με τη μουσική;
Προφανώς! Ωστόσο, νομίζω πως το θέατρο είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένο στις συνήθειες της πολιτιστικής μας συμπεριφοράς. Πόσω μάλλον για τη μουσική που φιλοξενούμε και δεν είναι ξεκάθαρη μουσική διασκέδασης. Δυστυχώς, το ποσοστό του κοινού που ασχολείται με τη σύγχρονη μουσική στην Ελλάδα είναι μικρό· παντού είναι μικρό. Πηγαίνω σε συναυλίες ανά τον κόσμο και διαπιστώνουμε με συναδέλφους μου πως η σύγχρονη μουσική παραμένει στο περιθώριο.
Στη Στέγη θέλουμε να προσφέρουμε κάτι καινούργιο
Ποιο είναι το αγαπημένο σας πρόγραμμα στο φετινό σχεδιασμό;
Περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία το τέλος της σεζόν για να έρθει το Tectonics· είχε “δουλέψει” τόσο καλά στην πρώτη του απόπειρα και είμαι περίεργος για το αν θα επαναλάβουμε τον ίδιο θρίαμβο και φέτος. Το Tectonics είναι ένα τριήμερο φεστιβάλ που επιμελείται κατά κύριο λόγο ο διευθυντής ορχήστρας Ilan Volkov σε συνεργασία με το Μιχάλη Μοσχούτη· ένα φεστιβάλ που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη έχοντας ξεκινήσει από την Ισλανδία (όπου ήταν για πολλά χρόνια επικεφαλής της ορχήστρας ο Volkov) και στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της μεγάλης ορχήστρας. Στο πλαίσιο αυτού μια κεντρική συναυλία που περιλαμβάνει σύγχρονα έργα για συμφωνική ορχήστρα περιβάλλεται με πολλά ετερόκλητα μουσικά στοιχεία· δείχνοντας κρυφές συγγένειες πραγμάτων που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν αντιφατικά. Κάπως σαν τεκτονικές πλάκες που συναντώνται, προκαλούν δονήσεις και διαμορφώνουν ένα καινούργιο τοπίο. Αυτό είναι και το τοπίο της μουσικής σήμερα: Ετερόκλητο, ετερογενές, αδύνατο να το προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια.
Δεν είναι πολύ δύσκολο, επομένως, σε αυτό το τοπίο να συνθέσει κανείς ένα μουσικό πρόγραμμα;
Η Στέγη προσπαθεί να ταυτιστεί με το πιο δυναμικό μουσικό κομμάτι – με την έννοια της έρευνας. Αναζητούμε τη μουσική που σπρώχνει τα όρια, που “παίζει” με τις προσλαμβάνουσες. Φυσικά, προσπαθούμε να το κάνουμε εντός ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος: Είμαστε ένας θεσμικός φορέας πολιτισμού κι όχι ένα post punk club. Φέτος, διαπιστώνοντας πως τις προηγούμενες σεζόν το πρόγραμμα της Στέγης ήταν πολύ γεμάτο αποφασίσαμε να αραιώσουμε την πυκνότητα του. Στον τομέα της μουσικής επέλεξα να περικόψουμε το κομμάτι της σύγχρονης jazz το οποίο ήταν επιτυχές αλλά το συναντάμε και αλλού, εκτός Στέγης. Κι αυτός είναι ο στόχος μας: Να μην παρουσιάζονται και αλλού τα προγράμματα που κάνουμε εδώ. Θέλουμε να προσφέρουμε κάτι καινούργιο.
Το καινούργιο είναι αυτοσκοπός;
Δεν είναι αυτοσκοπός γιατί το “απλώς” καινούργιο δεν έχει νόημα. Σκοπός μας είναι να μην επαναπαυόμαστε στα γνώριμα. Η τέχνη έχει αυτό το ρόλο: Πρέπει να ανοίγει προοπτικές, τρόπους να βλέπεις, ν’ ακούς, να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο γύρω σου. Θέλουμε λοιπόν τα πράγματα που παράγουμε να κάνουν κάτι στο επίπεδο της πρόσληψης.
Θα λέγατε, δηλαδή, πως αναζητάτε ακόμα τα υλικά που κατασκευάζουν την πρωτοπορία ή είναι πολύ κακοποιημένη η έννοια;
Χωράει πολύ συζήτηση τι είναι πρωτοπορία σήμερα κι αν έχει νόημα να κάνουμε χρήση του όρου. Στη Στέγη δεν προσπαθούμε να συνθέσουμε την πρωτοπορία – που σαν ρεύμα είχε και μια κοινωνική δυναμική – αλλά σίγουρα προσπαθούμε να συνθέσουμε μια ευρύτερη εικόνα του τι αλλάζει τα δεδομένα.
Δεν το παίζουμε επαναστάτες, ούτε χρησιμοποιούμε αυτά τα ζητήματα ως επίφαση· ο ρόλος μας είναι να ακουμπάμε θέματα κοινωνικής έντασης
Μέχρι την εμφάνιση σας η σύγχρονη μουσική, σε θεσμικό επίπεδο ήταν περίπου μονοπώλιο του Μεγάρου. Τι άλλαξε έκτοτε;
Καταρχάς νομίζω ότι πριν τη Στέγη κι εκτός του Μεγάρου υπήρχαν και μικρότεροι χώροι που έκαναν σημαντική δουλειά στη σύγχρονη μουσική, οι underground, informal χώροι· χώροι που δεν αισθάνονται την ανάγκη να δημιουργήσουν μια τάση ή να φέρουν στην επιφένεια κάτι με περγαμηνές. Γενικότερα, θέλω να πιστεύω ότι η Στέγη έφερε μια πιο υβριδική προσέγγιση της σύγχρονης μουσικής – κυρίως σε παραγωγές που απαιτούν καλή υποδομή. Δεν ξέρω αν είμαι ο καταλληλότερος άνθρωπος για να κρίνω τι έχει επιτευχθεί εξαιτίας της Στέγης αλλά εκτιμώ πως έργα σαν του Γιώργου Απέργη – που παρουσιάστηκε στη Στέγη πριν από λίγες ημέρες – έχουν βρει εδώ το φυσικό τους χώρο.
Είστε στη Στέγη από την πρώτη μέρα. Τι έχει αλλάξει στον τρόπο αντιμετωπίζετε τα καθήκοντα σας;
Στον οργανισμό, μέσα στην πορεία των ετών μας απασχολεί διαρκώς η αναζήτηση του τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε. Στο ξεκίνημα της Στέγης, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, ο Αντώνης Παπαδημητρίου έχει θέσει ένα ερώτημα το οποίο έγινε περίπου κανόνας για εμάς: «Σε δέκα χρόνια τι θα κάνουμε; Τα ίδια που κάνουμε τώρα;». Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντάμε διαρκώς. Λέμε πως τα πάμε καλά μα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως “βρήκαμε” τη συνταγή κι αυτό είναι. Εννοείται, λοιπόν, πως δεν μας επιτρέπεται να μείνουμε στάσιμοι γιατί έχει αλλάξει δραματικά το περιβάλλον της Αθήνας και το περιβάλλον του κόσμου. Κι εμείς οφείλουμε να είμαστε μέρος αυτής της εξέλιξης.
Το Fast Forward Festival για παράδειγμα – το οποίο θεωρώ μια από τις κορυφαίες στιγμές της κάθε σεζόν, – βρίσκεται ακριβώς στο επίκεντρο όλων όσων απασχολούν παγκοσμίως τη σύγχρονη περφόρμανς, τη σχέση με το κοινό, με το χώρο με τα media. Το FFF έχει εξελιχθεί σε μια πολύ δυναμική μήτρα ιδεών κάτι που δεν ήταν παρόν το 2009 όταν σχεδιάζαμε τις επόμενες σεζόν. Αρα ναι, αλλάζουμε κι εμείς, αλλάζει και ο κόσμος, έρχονται νέοι άνθρωποι και είμαστε πολυδεκτικοί σε ιδέες. Εγώ, όπως και όλοι στη Στέγη, πρέπει να είμαστε σε κατάσταση διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης των καθηκόντων μας.
Υπάρχει κάτι που στα, σχεδόν, δέκα χρόνια δεν το έχετε κάνει και είναι στοίχημα για τα επόμενα δέκα;
Νομίζω πως υπάρχουν πτυχές της δράσης μας που πρέπει να εντείνουμε. Θα πρέπει, λόγου χάρη, να δουλέψουμε στο θέμα της αειφορίας. Η Στέγη έχει μπει ήδη σ’ ένα πρόγραμμα προκειμένου να μειώσει το αποτύπωμα της και συνάμα να ερευνήσει τι ρόλο μπορούν να παίξουν οι πολιτιστικοί φορείς στην αλλαγή του συστήματος και του τρόπου σκέψης για τη μείωση του αποτυπώματος όλων. Επίσης, πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο το ζήτημα της διαφορετικότητας στην κοινωνία και πως αυτή αντανακλάται στη διαδικασία παραγωγής πολιτιστικού προϊόντος.
Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει η Στέγη «χρυσό αυγό»
Μπορείτε να αποκωδικοποιήσετε τη στόχευση προβολής της διαφορετικότητας; Αφορά σε μια πιο ξεκάθαρη διατύπωση της πολιτικής θέσης της Στέγης;
Η προάσπιση της διαφορετικότητας έχει να κάνει κατά τη γνώμη μου με την εξασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου να ζει με τον τρόπο που έκαστος θεωρεί. Κανείς δεν πρέπει να περιθωριοποιείται ή να στοχοποιείται γι’ αυτό που είναι ή για τις επιλογές που κάνει για τη ζωή και τη ταυτότητα του· είναι κεντρικό θέμα της Δημοκρατίας αυτό. Από εκεί και πέρα, η Στέγη παίρνει συχνά θέση – μερικές φορές μάλιστα παίρνει και θέσεις που δεν αρέσουν. Μερίδα του κοινού μας μπορεί να σαστίσει με κάποιες επιλογές μας. Σαφώς και δεν είναι ο ρόλος της Στέγης να παρεμβαίνει στο καθετί – και συνήθως πρόκειται για μια ήπια παρέμβαση – αλλά ναι, θεωρώ πως είναι μέρος της δουλειάς μας να παίρνουμε θέση.
Είναι ρίσκο να λέτε πράγματα που δεν αρέσουν; Είναι ρίσκο να βγαίνετε από τα πιο “ασφαλή” πεδία της πολιτιστικής παραγωγής και να μπαίνετε μπροστά σε κοινωνικά ζητήματα;
Μα και το πρόγραμμα της Στέγης ακουμπάει σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα· συνδέεται με τα δύσκολα αλλά τα καίρια θέματα κρίσης. Εννοείται πως δεν είναι το ίδιο να παρουσιάζουμε κάτι επί σκηνής και να προβαίνουμε σε μια δήλωση. Και είναι αλήθεια, πως καμιά φορά ξαφνιαζόμαστε από τα μηνύματα που λαμβάνουμε. Δυστυχώς, ζούμε μια εποχή χαρακωμάτων.
Σε προσωπικό επίπεδο σας ανησυχεί αυτός ο φανατισμός;
Σαν πολίτη, ναι οπωσδήποτε με ανησυχεί. Δεν είμαι κατά της διατύπωσης θέσεων αλλά τις περισσότερες φορές συνειδητοποιώ πως δεν δίνεται η δυνατότητα να ακουστεί μια θέση. Οι απέναντι απόψεις στηρίζονται, σχεδόν πάντα, σε μια προκατάληψη, σε μια διαμορφωμένη αντίληψη – δεν μπαίνουμε σε διάλογο. Από την άλλη, η ελληνική κοινωνία είναι αγωνιστική· υπάρχει μέσα από εντάσεις, συμφέροντα κι αυτό το αγωνιστικό προφίλ είναι βασική συνιστώσα της ελληνικής πραγματικότητας. Κι είναι κρίμα που αυτό εκφράζεται με τους πάντες να υψώνουν τείχη κι όχι μέσα από συναντήσεις.
Πως αντιμετωπίζετε τις πολεμικές που παραδοσιακά δέχεται η Στέγη;
Είναι αναπόφευκτο και υγιές να υπάρχουν πολεμικές. Δέχομαι οποιαδήποτε πολεμική – μπορεί να τη χαρώ κιόλας – φτάνει να προέρχεται από μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο αντικείμενο. Δεν μου αρέσει η πολεμική που δεν μελετάει το αντικείμενο της. Στη Στέγη όντως δεχόμαστε κριτική – και γιατί όχι; Είμαστε ένας φορέας δραστήριος στο δημόσιο χώρο. Είναι λογικό, λοιπόν, να υπάρχουν αντιδράσεις: Από το ίδιο το πολιτιστικό προϊόν που παρουσιάζουμε που θα μπορούσε να είναι πιο “εύκολο”, μέχρι του ότι η Στέγη καπελώνει τους καλλιτέχνες, τη σύγχρονη σκηνή, λειτουργεί αθέμιτα – έχουν ακουστεί και τέτοια. Αν όμως κανείς ψάξει τον τρόπο λειτουργίας της Στέγης θα δει πως, προφανώς, είμαστε ένας οργανισμός με ισχύ σ’ ένα πληγωμένο περιβάλλον πολιτισμού αλλά ποτέ δεν έχουμε λογοκρίνει το καλλιτεχνικό προϊόν. Εχουμε ακούσει πολλά σκωπτικά σχόλια και για το πολιτικό περιεχόμενο της Στέγης – τύπου «τι παριστάνουν αυτοί μέσα στο χρυσό αυγό; Τους επαναστάτες;». Θα έλεγα, λοιπόν, πως δεν το παίζουμε επαναστάτες, ούτε χρησιμοποιούμε αυτά τα ζητήματα ως επίφαση· ο ρόλος μας είναι να ακουμπάμε θέματα κοινωνικής έντασης.
Κινδύνευσε ποτέ η Στέγη να γίνει «χρυσό αυγό»;
Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος. Πιστεύω ότι, προς το παρόν, το έχουμε αποφύγει αλλά ο κίνδυνος δεν είναι μακριά από τη στιγμή που ο οργανισμός βρίσκεται σε μια προνομιούχα θέση μέσα στην ελληνική κοινωνία και ίσως πιστέψουμε πως η δική μας φωνή είναι η μοναδική. Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε πάντοτε alert. Αν συνέβαινε θα ήταν ενάντια σε ότι πιστεύουμε εδώ.
Αντιλαμβάνομαι ότι ίσως, σε κάποια φάση στο μέλλον δεν θα πρέπει να σχεδιάζω προγραμματισμό
Ξέρουμε λίγα για την επαγγελματική σας πορεία πριν τη Στέγη. Εχετε θητεύσει στο Ιδρυμα Θεοχαράκη και νωρίτερα ασχοληθήκατε με την οικογενειακή επιχείρηση, σωστά;
Ναι, με δύο ενδιάμεσες φάσεις. Πριν το Ιδρυμα Θεοχαράκη είχα εργαστεί ως Project Manager σε ένα ευρωπαϊκό μουσικό δίκτυο για τις λόγιες παραδόσεις της Μεσογείου (αυτό κράτησε από το 2002 μέχρι το 2005). Κι ακόμα πιο πριν υπήρξε μια φάση όπου μαζί με ένα φίλο, τον Δημήτρη Πόρτολο, στήσαμε μια εταιρία προβολής τοπικών βιολογικών προϊόντων. Μια προσπάθεια που ήρθε σαν συνέχεια της ενασχόλησης μου με το κρασί, στο πλαίσιο του κτήματος Καρρά· αλλά αυτή είναι μια άλλη ζωή.
Μια άλλη ζωή που έχετε αφήσει πίσω σας ή δεν αποκλείεται να επιστρέψετε στις επιχειρήσεις;
Οχι, νομίζω πως αυτό το κεφάλαιο ολοκληρώθηκε.
Και ο πολιτισμός που προέκυψε; Σπουδάσατε φιλοσοφία στο Κέμπριτζ και μετά στη Σορβόνη…
…όπου έκανα το διδακτορικό μου στη φιλοσοφία της μεταπολεμικής μουσικής. Η επαφή μου με τη μουσική, λοιπόν, ήταν ένα γνωστικό πεδίο.
Συνεπώς, οι παράλληλες δραστηριότητες ήρθαν κάπως τυχαία;
Το κρασί μου άρεσε πολύ και σαν προϊόν και σαν επαγγελματική κατάσταση. Μα στο χώρο του πολιτισμού αισθάνομαι ο εαυτός μου.
Ταυτισμένος καθώς είστε με τη Στέγη βλέπετε τον εαυτό σας μετά από αυτήν;
Η Στέγη είναι ένας εξαιρετικά προνομιούχος χώρος για να δουλέψει κανείς. Στην Ελλάδα δεν μπορώ να φανταστώ άλλο πολιτιστικό φορέα τόσο ανοιχτό σε όσα γίνονται σήμερα. Με αυτή την έννοια, δεν έχω καμία πρεμούρα να φύγω. Από εκεί και πέρα αντιλαμβάνομαι ότι ίσως, σε κάποια φάση στο μέλλον δεν πρέπει να σχεδιάζω προγραμματισμό. Γιατί όσο κι αν προσπαθώ να βρίσκομαι σε επαφή με νέες μουσικές και να μην περιορίζομαι από τα δικά μου ακούσματα είναι αδύνατον να παραμείνω tabula rasa. Πιστεύω, λοιπόν, πως όταν έρθει αυτή η ώρα θα πρέπει να κάνω κάτι άλλο – μακάρι εντός Στέγης. Ηδη για τη σύσταση του μουσικού προγραμματισμού συνεργάζομαι και με άλλους ανθρώπους που φέρουν νέες ιδέες και δεξιότητες.
Αλήθεια, θα βλέπατε ποτέ στο βιογραφικό σας τη διεύθυνση ενός post punk club όπως αναφέρατε νωρίτερα;
Ως μουσικός έχω κάνει παράξενα πράγματα. Εχω παίξει για παράδειγμα στη δεκαετία του ’80 σ’ ένα σχήμα πρώιμου noise αποτελούμενο από πέντε ηλεκτρικά μπάσα. Θυμάμαι, κάναμε πρόβες σ’ ένα υπόγειο στο Παρίσι και παίζαμε τόσο δυνατά ώστε θρυματίζονταν τα τούβλα από το ταβάνι! Από εκεί και πέρα, όσον αφορά το post punk club δεν είμαι σίγουρος ότι θα το έκανα πολύ καλά αλλά οπωσδήποτε θα είχε πλάκα. Αντιλαμβάνομαι τη γοητεία να μπορείς να προγραμματίσεις για ένα μουσικό χώρο με λιγότερο βάρος ευθύνης, να επικεντρώνεσαι στην πιστότητα αυτού που κάνεις.
Ως μουσικός έχω κάνει παράξενα πράγματα. Εχω παίξει σ’ ένα σχήμα πρώιμου noise αποτελούμενο από πέντε ηλεκτρικά μπάσα
Τι μουσική ακούτε εκτός δουλειάς;
Δεν ακούω μουσική! Η αλήθεια είναι – κι αυτός είναι ένας καβγάς που έχουμε στο σπίτι – ότι στο σπίτι δεν βάζω ποτέ μουσική. Δεν μου έρχεται εύκολα. Μάλλον επιχειρώ να αποστασιοποιηθώ κάπως κι αυτή είναι μόνιμη γκρίνια των ανθρώπων που έχουν την ατυχία να ζουν μαζί μου.
Θυμάστε την πρώτη σας συναυλία;
Η νονά μου ήταν η πιανίστρια Τζίνα Μπαχάουερ. Και είμαι σίγουρος πως η πρώτη συναυλία της ζωής μου – ανάμνηση της οποίας δεν έχω – θα ήταν δική της. Από την άλλη, η πρώτη συναυλία που θυμάμαι ήταν στο Λονδίνο όπου μεγάλωσα. Ο πατέρας μου – ο οποίος δεν άκουγε σύγχρονη μουσική οπότε μάλλον συνέβη κατά λάθος – με πήγε σε συναυλία του Ξενάκη· πρέπει να ήμουν κάπου 12-13 ετών. Θυμάμαι μια αίθουσα γεμάτη από ανθρώπους να ακούνε με μεγάλη σοβαρότητα, κάτι περίεργο κι ανήκουστο για μένα.
Εχετε πάει ποτέ σε ροκ συναυλία; Εχετε υπάρξει ποτέ αυτός ο τύπος;
Ναι, όταν ήμουν έφηβος. Ομως, από κάποια φάση και μετά έπαψε να με ενδιαφέρει η ροκ.
Ποιον καλλιτέχνη που δεν είναι εν ζωή θα θέλατε να φέρετε στη Στέγη αν μπορούσατε;
Τον Λουίτζι Νόνο που μου αρέσει πάρα πολύ. Θα έφερνα και τον Μπαχ! Θα έφερνα τον Ορνέτ Κόλμαν και τον Τζον Κολτρέιν.