Η αιρετική σκηνοθεσία του Παναγιώτη Αδάμ και ένα σύνολο από εκλεκτούς ηθοποιούς – τραγουδιστές, χορευτές και μουσικούς συνθέτουν την πιο απολαυστική σάτιρα της φετινής σεζόν. Με μία ανατρεπτική και άκρως χιουμοριστική εκδοχή του γνωστού μύθου της Ωραίας Ελένης, μέσα από τη διαχρονική ματιά του, ο Όφενμπαχ μας προκαλεί με τα αιώνια ζητήματα της οικογενειοκρατίας, της ψευτοηθικής και της διεφθαρμένης εξουσίας.
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!
Το έργο
Στην κατά Offenbach εκδοχή, η μυθική ηρωίδα βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, διψασμένο για δύναμη και εξουσία. Έναν κόσμο που, μόνιμα και εμμονικά, αρνείται να αντιμετωπίσει τη σήψη που τον κατατρώει. Εγωπαθείς βασιλιάδες, κακομαθημένα πριγκιπόπουλα, διεφθαρμένοι ιερείς, συνθέτουν τον σουρεαλιστικό καμβά της ιστορίας.
Ο συνθέτης χρησιμοποιεί την ηρωίδα του ως σύμβολο της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και της απελευθέρωσής του από τις στείρες κοινωνικές συμβάσεις που μας κρατούν δέσμιους μέχρι και σήμερα.
«Χρησιμοποιώντας το πολύτιμο υλικό του, θελήσαμε με χιούμορ και υπαινικτικά σαρκαστική διάθεση, όπως αυτός προστάζει, να στήσουμε μια φωτεινή και ευφάνταστη παράσταση που στόχο της έχει να ξαναδώσει στην κωμική όπερα τον λαϊκό της χαρακτήρα. Η ελληνική απόδοση του libretto και οι άμεσα αναγνωρίσιμες εικόνες στις οποίες βασιστήκαμε για τη δημιουργία αυτής της δουλειάς, συνθέτουν ένα θέαμα εύληπτο και ευφρόσυνο για τον σύγχρονο θεατή» σημειώνουν οι δημιουργοί της παράστασης.
Ο συνθέτης
Ο Jacques Offenbach γεννήθηκε στην Κολωνία το 1819. Ξεκίνησε αρχικά να παίζει βιολί και στη συνέχεια τσέλο. Το 1833 η οικογένεια του μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ο Offenbach κέρδιζε τα προς το ζην ως μουσικός ορχήστρας στην Opera Comique και συνέθετε μουσική δωματίου (ρομάντζα και βαλς). Η πρώτη του προσπάθεια να γράψει σκηνικά έργα δεν ήταν πετυχημένη. Το 1850 έγινε Διευθυντής του Γαλλικού Θεάτρου και τη χρονιά της Παγκόσμιας Έκθεσης του Παρισιού (1855) άνοιξε το δικό του θέατρο, το Bouffes-Parisiens στα Ηλύσια Πεδία. Στο απόγειο της φήμης του, τη δεκαετία του 1860, ο Henri Meilhac και ο Ludovic Halévy συνεργάστηκαν μαζί του ως λιμπρετίστες. Μετά το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την κατάρρευση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, η διάθεση της κοινωνίας άλλαξε και τα έργα του έγιναν λιγότερο δημοφιλή. Το Θέατρο της Χαράς πτώχευσε και αυτός αναχώρησε για περιοδεία στην Αμερική για να ξαναδοκιμάσει την τύχη του. Πέθανε ενώ ακόμα δούλευε στα Παραμύθια του Χόφμαν, μια φανταστική όπερα, την οποία συμπλήρωσε ο Ernest Guiraud.