Είχαμε πάει μπροστά, σχεδόν ακουμπούσαμε στη σκηνή, πολύ κοντά, όπως κάνουν εκείνοι που θέλουν να βλέπουν καλά και να λύνουν τα μυστήρια, αλλά εμείς δεν ψάχναμε καμιά λύση. Θέλαμε, όσο γίνεται περισσότερο, να πλησιάσουμε το μεγαλείο του Leonard Cohen που γινόταν ένα με την ταπεινότητά του.
Κοίταζα γύρω, θυμάμαι, τον κόσμο. Μαγεμένοι, ακίνητοι, με δάκρυα. Δεν μιλούσαν. Ήταν σαν ο Leonard να είχε δημιουργήσει ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος (ήμασταν και μέσα στο δάσος της Μαλακάσας), εκείνος να βάδιζε μπροστά κι εμείς όλοι να ακολουθούσαμε με σημάδια τα τραγούδια του.
Τέτοια ήταν η αίσθηση. Όσοι τόνοι ντεσιμπέλ και βαρέων βαρών μέταλλα και αν έχουν πέσει στο διάσημο Terra Vibe των συναυλιών και των ροκ κυμάτων, εκείνη η συναυλία του Leonard Cohen έχει τραντάξει περισσότερο τη γη. Οι μελωδίες, τα λόγια του, τα βήματα του ποιητή Leonard. Έγραφα την επόμενη μέρα στην εφημερίδα – «Ο Λέοναρντ Κοέν λέει σπουδαία το Closing Τime… αλλά δεν φεύγει. Επιστρέφει με το Ι Τried Τo Leave Υou. Και μετά, ειδικά για τη βραδιά της Αθήνας και της Ύδρας του, το Famous Βlue Raincoat, ανακατεύοντας κι άλλο τις σχέσεις των ανθρώπων. Τόσο απλά είναι όλα. Δώστε μόνο λίγο χρόνο να καταλάβουμε ότι το ζήσαμε».
Χρειαζόταν χρόνος γιατί εκείνο το βράδυ, 30 Ιουλίου 2008 (που θα ήταν και το τελευταίο που τον βλέπαμε) ο Cohen μας είχε μεταφέρει κάπου αλλού. Κάπου όπου είχαν πραγματική αξία οι άνθρωποι και τα συναισθήματα. Σήκωσε τότε το καπελάκι του και μας αποχαιρέτησε. Μας λείπει – έφυγε δυο χρόνια ακριβώς πριν, σαν σήμερα.
Και εκείνη ήταν η μία από τις δυο καλύτερες συναυλίες που έχω δει στη ζωή μου. Και ναι, μπορείς να πεις ότι έχω δει πολλές.