Overlord
Ανάμεσα στην πολεμική περιπέτεια και το μεταφυσικό θρίλερ, το «Overlord» θυμίζει κάτι από Ταραντίνο ενώ στην παραγωγή συναντάμε το όνομα του Τζ.Τζ. Έιμπραμς
Λίγες μόλις ώρες πριν από την απόβαση στη Νορμανδία, μια ομάδα Αμερικανών αλεξιπτωτιστών πέφτει στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία για να πραγματοποιήσει μια αποστολή που είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της εισβολής. Στόχος τους η ανατίναξη ενός ραδιοφωνικού πύργου στην κορυφή μιας οχυρωμένης εκκλησίας.
Δεν είναι άσχημη η άποψη του Έιβερι για τη συσχέτιση του μεταφυσικού τρόμου με την ιστορική πραγματικότητα αν και οι αμέτρητες ιδέες του περιστρέφονται διαρκώς γύρω από τους «Αδοξους μπάσταρδους» του Κουέντιν Ταραντίνο, με το οποίο μοιράζεται άλλωστε το ίδιο χρονικό και τοπικό πλαίσιο. Στην Γαλλία λοιπόν του Β Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, μια αμερικανική πολεμική επιχείρηση έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την φρίκη. Κι αν στους «Μπάσταρδους» αυτή ήταν συνώνυμη με τον Χίτλερ (άντε και με τον ανατριχιαστικό Κριστόφ Βαλτς), εδώ η φρίκη προέρχεται από τα υπόγεια εργαστήρια της εκκλησίας όπου Ναζί επιστήμονες πειραματίζονται με ανθρώπους για να φτιάξουν τον πολεμιστή του μέλλοντος.
Δυνατή η σκηνοθεσία του Έιβερι στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του (είχε κάνει ένα αξιοσημείωτο ξεκίνημα προ 4ετίας με το «Νόμο της σιωπής» όπου πρωταγωνιστούσαν οι Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και Αλίσια Βικάντερ), με καλογυρισμένες σκηνές δράσης, άφθονο σασπένς αλλά η υπερβολική χρήση του σπλάτερ (ακόμη και με ειρωνική χροιά) αποδυναμώνει το βασικό κορμό της ιστορίας. Πολλές σεκάνς που θα μπορούσαν να αναδείξουν το κριτικό πνεύμα του σεναρίου γύρω από τον πόλεμο, τον πατριωτισμό, την έννοια της θυσίας ή το όραμα για έναν «καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο» θάβονται κάτω από την υπερβολή της εικόνας και τη φρενίτιδα των ψηφιακών εφέ που οδηγούν σε μια αιματοβαμμένη παράσταση που θέλει απεγνωσμένα να σοκάρει το θεατή.