Μαίρη Σέλλεϋ
Η ιστορία της συγγραφέως του «Φρανκεστάιν» Μαίρη Γουόλστονκραφτ Γκόντγουιν με έμφαση στην ερωτική της σχέση με τον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και στα γεγονότα που την οδήγησαν στη σύλληψη του εμβληματικού έργου της.
Στο Λονδίνο του 1815 το ειδύλλιο ανάμεσα στον παντρεμένο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και τη 16χρονη Μαίρη Γουόλστονκραφτ Γκόντγουιν σκανδαλίζει την πουριτανική κοινωνία. Ένα χρόνο αργότερο το «παράνομο» ζευγάρι φιλοξενείται στη έπαυλη του Λόρδου Βύρωνα στη Γενεύη και εκεί θα εμπνευστεί η Γκόντγουιν ένα από τα κορυφαία έργα της γοτθικής λογοτεχνίας.
200 χρόνια μετά την έκδοση του «Φρανκενστάιν», η «Μαίρη Σέλλεϋ» έρχεται για να μας συστήσει τη γυναίκα που εμπνεύστηκε το έργο που στιγμάτισε την παγκόσμια λογοτεχνία.
Παρά όμως τις εντυπωσιακές συστατικές επιστολές και το τεράστιο ενδιαφέρον της, η ταινία μόλις και μετά βίας ξεφεύγει από τα περιορισμένα στάνταρ του καλογυρισμένου αλλά συμβατικού biopic.
Η βασική αιτία είναι πως η σκηνοθέτιδα από τη Σαουδική Αραβία Χάιφαα αλ-Μανσούρ (δυνατό το προ 5ετίας ντεμπούτο της με το «Απαγορευμένο Ποδήλατο») θέλει να μοιράσει σε τρία ίσα μέρη τη θεματολογία της ταινίας της. Το πρώτο που αφορά στο ειδύλλιο ανάμεσα στον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και τη 16χρονη Μαίρη Γουόλστονκραφτ Γκόντγουιν έχει δυνατές στιγμές αλλά και σεναριακές αστοχίες.
Το δεύτερο που περιγράφει κάπως αποσπασματικά και εύκολα τις επιρροές που οδήγησαν την Μαίρη στη συγγραφή του αριστουργήματός της δίνεται σαν ένα ευκολοχώνευτο και προβλέψιμο εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ. Το τρίτο μέρος όμως που διαθέτει όλη τη φλόγα της χειραφετημένης γυναίκας που βρίσκεται πιο μπροστά από την εποχή της και πάει κόντρα στην συντηρητική ανδροκρατούμενη εποχή κατά την οποία οι γυναίκες συγγραφείς δεν έχαιραν ιδιαίτερου κύρους, μένει δυστυχώς ανεκμετάλλευτο.
Στο συγκινητικό και λυτρωτικό φινάλε, όπου η τραγική ζωή της ηρωίδας βρίσκει επιτέλους την αναγνώριση που της άξιζε, φαίνεται ξεκάθαρα πόσο χρόνο έχασε η σκηνοθέτιδα για να διηγηθεί κομμάτια με ισχνό ενδιαφέρον. Σε γενικές γραμμές η αναπαράσταση της εποχής είναι πειστική και οι ερμηνείες στέκονται καλά, αν και απουσιάζει από την Ελ Φάνινγκ η σπίθα που «φώτιζε» την Μαίρη Σέλλεϋ σε όλη τη ζωή της ενώ ο Τομ Στάριτζ ως Μπάιρον είναι στα όρια της καρικατούρας κάτι που προφανώς δεν ευθύνεται μόνο εκείνος.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης