Κριτική θεάτρου: Θλιμμένη Τζάσμιν στο θέατρο Διάνα
Κριτική για την παράσταση “Θλιμμένη Τζάσμιν” με πρωταγωνίστρια την Ελένη Ράντου, που ανεβαίνει στο θέατρο Διάνα σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.
Η «Θλιμμένη Τζάσμιν» (Blue Jasmine, 2013) ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, όχι μόνο για τους πιστούς του Γούντι Άλεν, που βλέπουν τις ταινίες του είτε πάρουν καλή κριτική είτε όχι (όπως εγώ…), αλλά ακόμη και για τους πλέον αυστηρούς σινεφίλ. Οι λόγοι δεν περιορίζονται στον εξής ένα, την έξοχη ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ, που δικαίως πήρε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου και πλήθος άλλων βραβείων καλύτερης ηθοποιού το 2014. Γιατί κι αυτή πάτησε στο θαυμάσιο σενάριο του Άλεν, που επικεντρώνοντας πάνω στην Τζάσμιν, δείχνει πώς οι επιλογές μας, ακόμη και σε κατάσταση αδράνειας, μπορούν να είναι μοιραίες όχι μόνο για μας, αλλά και για τους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός μας.
Δύο στοιχεία του σεναρίου, που είχαν την καλή ιδέα να μεταγράψουν για τη σκηνή η Ελένη Ράντου και ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου, έχουν ειδικό ενδιαφέρον. Το πρώτο αφορά τη σχέση του με το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η βασική αφηγηματική γραμμή είναι ίδια. Και η Μπλανς και η Τζάσμιν, έχοντας γνωρίσει την καλή ζωή την ανώτερης κοινωνικής τάξης, χωρίς εισοδήματα πλέον και σε κατάσταση νευρολογικής αστάθειας, καταφεύγουν στο ταπεινό σπιτικό της αδελφής τους. Στο τέλος, και αφού η προοπτική μιας καινούργιας αρχής ναυαγήσει, και η Μπλανς και η Τζάσμιν καταρρέουν.
Η άλλη βασική αναφορά του Άλεν, προέρχεται από το θέατρο της πραγματικής ζωής. Είναι σαφής, κι ας μη δηλώνεται, η σύνδεση της ιστορίας του με το Κραχ του 2008 στις ΗΠΑ και την απίστευτη υπόθεση Μέιντοφ. Ο πολωνοεβραίος χρηματιστής Μπέρνι Μέιντοφ (γεν. 1938) υπήρξε μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της Wall Street τουλάχιστον για δύο δεκαετίες – κάποια περίοδο υπήρξε και πρόεδρος του χρηματιστηρίου εταιριών υψηλής τεχνολογίας ΝASDAQ. Πολλοί σπουδαίοι εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους στο επενδυτικό του δαιμόνιο, λ.χ. ο Σπίλμπεργκ. Αυτό που έκανε, όμως, ο Μέιντοφ, ήταν να συγκεντρώνει σε δικούς του λογαριασμούς του τα χρήματα των πελατών του, τα οποία υποτίθεται θα τοποθετούσε σε επικερδείς επενδύσεις στην αμερικανική και στην ευρωπαϊκή αγορά. Για να μπορεί να πείθει τα θύματά του, είχε δημιουργήσει ένα ασύλληπτο δίκτυο επιχειρήσεων-βιτρίνα, μέσω των οποίων τους απέδιδε κέρδη της τάξεως του 10-12% – ήταν φυσικά τρομερά έξυπνος ώστε κάποια από τα χρήματα που αποσπούσε, κυρίως από νέους πελάτες, να τα επιστρέφει ως κέρδη στους παλιούς. Τέλος πάντων, μετά την κατάρρευση της Lehman Βrothers, ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί. Εκμυστηρεύτηκε το μέγεθος της απάτης στους δύο γιούς του, οι οποίοι στη συνέχεια είπαν ό,τι γνώριζαν στο FBI. O Μπέρνι εκτίει ποινή 150 χρόνων. Ο ένας γιος του αυτοκτόνησε, ο άλλος πέθανε από καρκίνο. End of the story.
Από τη στιγμή που ο σύζυγος της Τζάσμιν έχει κοινά με τον Μέιντοφ, ακόμη κι αν δεν είχε τέτοια πρόθεση ο Γούντι Άλεν, δεν μπορεί να μην συνδεθεί η «Θλιμμένη Τζάσμιν» με τους σκελετούς που κρύβουν στις πανάκριβες γκαρνταρόμπες τους οι λύκοι της Wall Street και η οικονομική ελίτ του Μανχάταν. Η Τζάσμιν δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για την προέλευση του πλούτου του συζύγου της, την ενδιέφερε μόνο να απολαμβάνει τη μεγάλη ζωή. Η περίπτωσή της θυμίζει και «δικά» μας ανάλογα παραδείγματα με κυρίες που παντρεύτηκαν κυρίους της πολιτικής και των επιχειρήσεων και απολάμβαναν τη μεγάλη ζωή, μέχρι ότου αποκαλύφθηκαν οι παράνομες διαδρομές του χρήματος. Σε μικρότερη κλίμακα, η φούσκα του ελληνικού χρηματιστηρίου και η τελευταία κρίση, έφερε στο φως πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Η Τζάσμιν δεν είναι διόλου συμπαθής. Μια λέξη της ταιριάζει: παράσιτο. Δεν τελείωσε τις σπουδές της, δεν θέλησε να εργαστεί, ζούσε για το shopping και τα πάρτι. Περιφρονούσε την αδελφή της, που ανήκε στην εργατική τάξη και ακόμη κι όταν σ’ εκείνη βρίσκει καταφύγιο όταν όλα κατέρρευσαν, εξακολουθεί να είναι το εγωπαθές, επικριτικό τέρας που ήταν και πριν.
Κι επειδή όλες οι ταινίες, και τα θεατρικά έργα, μπορούν να διαβαστούν και να αναλυθούν «πολιτικά», μέσα από τη σχέση των δύο αδελφών αποκαλύπτεται κάτι ακόμα: το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τους λίγους της ανώτερης τάξης από τους πολλούς των χαμηλών στρωμάτων, που δεν είναι μόνο οικονομικής τάξης, αλλά και «πολιτιστικής». Έχουμε δει φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, εν είδει πάρτι ή σόου, με την upper class να δείχνει το καλό της πρόσωπο, αλλά ποτέ στο δρόμο δεν θ’ ανοίξει παράθυρο πανάκριβου αυτοκινήτου για να δώσει ο οδηγός κάτι στους φτωχούς των φαναριών.
Τι συμβαίνει, όμως, με την «Θλιμμένη Τζάσμιν»; Όπως κάθε ιστορία «τύφλωσης» και -κυρίως- συντριπτικής πτώσης, η ιστορία της έχει ισχυρό δραματικό ενδιαφέρον, το οποίο εν προκειμένω συντηρείται μέσω διπλής σύγκρουσης. Η πρώτη αφορά την κόντρα παρόντος-παρελθόντος, μέσα από αλλεπάλληλα φλας-μπακ. Η Τζάσμιν έχει πολλά ωραία να θυμάται, αλλά είναι αυτά ακριβώς που τη βυθίζουν στην κατάθλιψη. Υπάρχει, όμως, και η σύγκρουση της παροντικής χρονικής γραμμής, όλα τα επεισόδια της νέας πραγματικότητας που αποκαλύπτουν τη αδυναμία της να συγχρονιστεί με τον «πραγματικό» κόσμο, να προσαρμοστεί, να προχωρήσει.
Η παράσταση στο θέατρο Διάνα
Η Ελένη Ράντου είχε κάθε λόγο να θέλει να αναμετρηθεί με την Τζάσμιν – και τις υποκριτικές δυνάμεις για να ερμηνεύσει αυτόν τον εξαιρετικά δύσκολο ρόλο. Στον παροντικό χρόνο, η ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας είναι ιδιαιτέρως σύνθετη, καθώς υποφέρει από κατάθλιψη, έχει ψευδαισθήσεις και την πιάνουν κρίσεις πανικού. Παράλληλα, στις παρελθοντικές σκηνές, η γκάμα περιλαμβάνει στιγμές ευτυχίας, αμφιβολίας, ζήλειας, σοκ (όταν αποκαλύπτεται η απάτη του «τέλειου» συζύγου), εκδικητικότητας και κατάρρευσης. Θέλω να πω, είναι ένας ρόλος που θέλει ησυχία στη θεατρική αίθουσα που να επιτρέπει τη συγκέντρωση πάνω στη σκηνή.
Παρακολούθησα την παράσταση Σάββατο βράδυ. Το κοινό έμοιαζε να την έχει επιλέξει στο πλαίσιο της σαββατιάτικης εξόδου -στη συμπεριφορά του, στην ανησυχία του, ήταν ευδιάκριτη η επιθυμία να «ξεσκάσει». Κι εδώ παρεμβαίνουν στοιχεία που καθορίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τελικού σκηνικού αποτελέσματος. Η Ελένη Ράντου έχει το κοινό της-– και όπως συνήθως συμβαίνει, το έχει η ίδια διαμορφώσει μέσα στα χρόνια με τις επιλογές της (και τις τηλεοπτικές), και την έχει διαμορφώσει κι αυτό. Και παρότι οι περισσότεροι τη θεωρούν κωμική ηθοποιό, η ίδια έχει επιδιώξει, και έχει καταφέρει κατά το παρελθόν, να δείξει ότι ο καλός κωμικός ηθοποιός, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου καλός και στο δράμα.
Εδώ, όμως, αρχίζουν, οι δεύτερες σκέψεις: ναι, καταπληκτικός ρόλος η Τζάσμιν, αλλά παρά είναι δραματικός – μήπως βαρύνει τους θεατές; Στην σκηνή του θεάτρου αναγκαστικά λείπει ο αέρας που φέρνουν στο δράμα της Τζάσμιν οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας στο Μανχάτταν, στα Χάμπτονς, στο Σαν Φρανσίσκο. Γι’ αυτό, προφανώς σε συνεργασία με τον Σταμάτη Φασουλή, που σκηνοθέτησε την παράσταση, επέλεξε να «σπάσει» το δράμα, ενισχύοντας την κωμικότητα των ρόλων που αφορούν τον «λαϊκό» κόσμο της ιστορίας. Έτσι, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ερμηνεύει την αδελφή της Τζάσμιν σαν νευρόσπαστο, ένα κωμικό καρτούν. Ο σύζυγός της (Δημήτρης Καπετανάκος) είναι βαρύμαγκας και από τις δύο σχέσεις της μόνον ο Παντελής Δεντάκης κάπως διασώζεται (ως προς την αληθοφάνεια του χαρακτήρα). Ο Κώστας Κορωναίος, ως ροκ φρικιό με μακριά μαλλιά, προκαλεί γέλιο κι είναι σαφές ότι αυτός ήταν ο μοναδικός στόχος από την ερμηνεία του.
Πρόκειται για επιλογές που λειτουργούν εις βάρος της δραματουργικής συνέπειας (δείτε πώς ερμηνεύονται τα αντίστοιχα πρόσωπα στην ταινία του Άλεν) και με πολιτικά απαράδεκτα «συμφραζόμενα», αφού οι ωραίοι και οι σοβαροί της ιστορίας (Μάξιμος Μουμούρης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ορέστης Καρύδας) είναι αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη τάξη.
Μ’ αυτά και με κείνα, όσο προχωράει η παράσταση, η σχέση της Ράντου με την Τζάσμιν χαλαρώνει τόσο, ώστε στο δραματικό τέλος της έκρηξης και της διπλής κατάρρευσης (στους δύο χρόνους που κινείται η ηρωίδα), η εσωτερική αλήθεια της ερμηνείας της να έχει χαθεί εντελώς και για να πείσει «φωνάζει». Χαρακτηριστικό της «λογικής» που γεμίζει το θέατρο, αλλά αδειάζει την αλήθεια της παράστασης, είναι ότι η πρωταγωνίστρια φορούσε τις θαυμάσιες γόβες της από την αρχή, έως το τέλος της παράστασης.