Ο κόσμος σου ανήκει
Η δεύτερη ταινία του υιού Γαβρά δηλώνει ξεκάθαρα την αγάπη του σκηνοθέτη στο σινεμά όλων των ειδών και τους απροσάρμοστους αντιήρωες.
Ο Φρανσουά είναι ένας μικροκακοποιός που ονειρεύεται να γίνει ο επίσημος διανομέας της εταιρίας παγωτών Mr. Freeze στο Μαρόκο και να μπει στον ίσιο δρόμο. Όμως, οι ελπίδες του διαλύονται όταν ανακαλύπτει πως η μητέρα του, μια έμπειρη απατεώνισσα, έχασε όλες τις οικονομίες του στον τζόγο. Η μόνη λύση που του απομένει για να βγάλει τα λεφτά που χρειάζεται, είναι να δεχτεί την πρόταση του αρχηγού της τοπικής συμμορίας και να αναλάβει μια τελευταία «δουλειά» στην Ισπανία.
Το φιλμ ξεκινά σαν μια τυπική γκανγκστερική περιπέτεια που δηλώνει μεγαλοφώνως και ποικιλοτρόπως την αδυναμία του σκηνοθέτη Ρομέν Γαβρά στο «Σημαδεμένο» του Μπράιαν ντε Πάλμα καθώς ακόμη κι ο τίτλος είναι βασισμένος στο αγαπημένο μοτό του κουβανέζου εγκληματία που υποδύεται ο Αλ Πάτσινο σε εκείνη την απόλυτα παρεξηγημένη ταινία του 1983. Στη συνέχεια όμως ο Γαβράς γίνεται περισσότερο σαφής και ξεκάθαρος στις προθέσεις του, καθώς αφηγείται μια ιδιαίτερη ιστορία ενηλικίωσης, με χιούμορ, δυνατούς «εξυπνακίστικους» διαλόγους, στιλ αλλά και με μια αδιόρατη μελαγχολία που συνάδει με το απλανές και υγρό βλέμμα του Φρανσουά. Η ατυχία του Φρανσουά είναι πως έχει για μητέρα μια συγκεντρωτική, δυναμική και εκρηκτική γυναίκα που σκέφτεται μόνο τον εαυτό της και του προκαλεί διαρκώς προβλήματα. Την υποδύεται μια ανεπανάληπτη Αντζανί στον πιο κόντρα ρόλο της καριέρας της, διαπίστωση που ισχύει και για τον Βενσάν Περέζ που φτιάχνει ένα loser παλιάς κοπής και είναι σφόδρα ερωτευμένος μαζί της. Ο Γαβράς πατάει πάνω σε αυτούς τους δύο απολαυστικούς δευτεραγωνιστές για να δώσει εκκεντρικό προφίλ στην ταινία του και σε γενικές γραμμές το πετυχαίνει χωρίς να δυσκολεύεται ιδιαίτερα. Αν λείπει κάτι από την ταινία είναι η περισσότερο δημιουργική αποδόμηση των κανόνων του αστυνομικού θρίλερ και η συνοχή του εγχειρήματος αφού όσο απολαυστικές κι αν είναι μερικές σκηνές δεν υπάρχει η αίσθηση του ενιαίου, σφιχτού συνόλου που χαρακτηρίζει για παράδειγμα το σινεμά του Ταραντίνο, τον οποίο προφανώς έχει ως πρότυπο ο Γαβράς.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης