Δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στα χέρια μας ένα βιβλίο «εργόχειρο» από τη συγγραφέα με το όνομα γλωσσοδέτη. Και κάτι μας λέει ότι θα επιδιώξουμε να μην είναι και η τελευταία.
Δεν είναι μόνο οι ευρηματικοί τρόποι που επιλέγει να παίξει με το μακάβριο, ως γνήσια εκπρόσωπος της σκανδιναβικής σχολής, ούτε οι άκρως παραστατικές περιγραφές ειδεχθών εγκλημάτων που κάνουν τα μάτια μας να αδημονούν για κάθε νέα πρόταση, κάθε νέα σελίδα.
Συνειδητοποιώντας ότι στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία η επιλογή παιδιών στους ρόλους των θυμάτων τείνει να πάρει διαστάσεις κλισέ προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το σοκ, ο αποτροπιασμός αλλά και το τελικό αίσθημα δικαίου στον αναγνώστη, η Sigurdardóttir χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή ως αφορμή για να θίξει ένα διαφορετικό αλλά πολύ σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Εκμεταλλευόμενη την ελαστικότητα που διακρίνει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Ισλανδίας (και του δυτικού κόσμου γενικότερα), το οποίο εστιάζει στον σωφρονισμό παρά στην τιμωρία του εγκληματία, αναρωτιέται αν μια τέτοια φιλοσοφία μπορεί να ισχύσει και σε περιπτώσεις που τα θύματα είναι μικρά παιδιά. Η ίδια πάντως φαίνεται να παίρνει θέση κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη μέσα από το δερματόστικτο «ultio dulcis».
Και μέσα σε όλα αυτά, η δαιμόνια Yrsa βρίσκει τρόπους να ασχοληθεί και με θέματα ανθρωπίνων σχέσεων. Δημιουργεί χαραμάδες στη σφιχτοδεμένη who-done-it ιστορία της για να μιλήσει για ανθρώπινες σχέσεις: για ερωτικά τρίγωνα μεταξύ συνεργατών, για παντρεμένα ζευγάρια που ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν τίποτε κοινό πια εκτός από ένα παιδί, για οικογένειες που αποτελούνται από ανθρώπινα συντρίμμια και που τελικά θα ήταν καλύτερα να μην είχαν δημιουργηθεί καν. Τι άλλο να ζητήσει ο αναγνώστης;
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο