Ρόμα
Είναι σχεδόν αδύνατο να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στην σπαρακτική εξομολόγηση του Αλφόνσο Κουαρόν που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας.
Η καθημερινότητα και οι έκρυθμες σχέσεις των μελών μιας επταμελούς (ο μπαμπάς γιατρός, η νοικοκυρά αλλά με σπουδές βιοχημείας μητέρα, η γιαγιά και τα τέσσερα παιδιά ηλικίας 5 έως 14ετών) μεσοαστικής οικογένειας που ζει στην «καλή» συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, όπως τα παρακολουθούμε μέσα από το έκπληκτο αλλά ζεστό βλέμμα της Κλέο, της ιθαγενούς υπηρέτριας του σπιτιού.
Βρισκόμαστε στο Μεξικό του 1970 που μόλις έχει διοργανώσει το πιο πετυχημένο μουντιάλ ποδοσφαίρου στην μέχρι τότε ιστορία του θεσμού και ζει μια από τις πιο ταραχώδεις πολιτικές σελίδες του με το φιλοαμερικανικό καθεστώς του Ετσεβερία να προκαλεί ασφυξία στις χαμηλά λαϊκά στρώματα και τις φοιτητικές νεολαίες. O Αλφόνσο Κουαρόν που ήταν τότε μόλις 9 ετών, επιστρέφει στις ρίζες της πατρίδας του και στη δεξαμενή των παιδικών αναμνήσεων του. Σκοπός του όμως δεν είναι να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος αλλά να διορθώσει αδικίες, να δείξει κατανόηση, να πει αλήθειες.
Φυσικά στο κέντρο του κάδρου του στέκει η οικογένεια του. Οι όμορφες στιγμές γύρω από το οικογενειακό τραπέζι ή μπροστά από την τηλεόραση που παίζει το αγαπημένο τους σίριαλ, πλησιάζουν στο τέλος τους από τη στιγμή που ο πατέρας (το είδωλο όλων όπως απεικονίζεται στην εκπληκτική, τραγελαφική εναρκτήρια σεκάνς με πολιτικές μπηχτές όπου προσπαθεί να χωρέσει το μεγάλο αυτοκίνητο στο μικρό διάδρομο που οδηγεί στην αυλή) εγκαταλείπει τη γυναίκα του για τα μάτια μιας άλλης.
Η μητέρα τους αρχικά χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της αλλά η συγκινητική Κλέο είναι εκεί για να δώσει στα παιδιά τη δύναμη που απαιτείται. Μην φανταστείτε όμως ότι αυτό είναι το κεντρικό θέμα της ιστορίας. Ο Κουαρόν ζυγιάζει σωστά τις αναμνήσεις του και καταφέρνοντας να διώξει από τα πλάνα οποιαδήποτε υπόνοια νοσταλγίας, δίνει στους τυχερούς θεατές ένα έργο φτιαγμένο με τα πιο αγνά υλικά.
Ένα συγκινητικό, χαμηλότονο αλλά τελικά, μεγαλόπνοο φιλμ με εκπληκτική αναπαράσταση εποχή (ένας άθλος η καλλιτεχνική διεύθυνση) που βλέπεται σαν πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο καρτ ποστάλ μικρών και μεγάλων δραμάτων. Άλλοτε με μεγεθυντικό φακό που δίνει σε κομμάτια της πραγματικότητας τη σωστή της αξία κι άλλοτε με απλές κινήσεις της κάμερας που καταγράφουν εξαίσια το πως το προσωπικό στοιχείο δένει με το γενικό (η εκπληκτική σεκάνς της σφαγής των φοιτητών από το παρακράτος και την αστυνομία που παρακολουθεί η Κλεό με τη γιαγιά από τα τζάμια ενός καταστήματος) ο Κουαρόν υμνεί τη φυσική ομορφιά και τον ποιητικό χαρακτήρα της ζωής που κρύβεται ακόμη και στις επώδυνες δοκιμασίες.
Τραγική φιγούρα (αλλά και καθοριστικό πρόσωπο για το σκηνοθέτη) του «Ρόμα» δεν είναι ο ίδιος, η μητέρα του ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας. Είναι η αξιοπρεπής και μεγαλόψυχη Κλέο και η καθαρή ματιά της δίνει τα όρια της ανθρώπινης και μαζί ανοίγει στον τυχερό Κουαρόν το δρόμο του ονείρου και εκείνος την ευχαριστεί «αφιερώνοντας» της το πιο όμορφο κινηματογραφικό ποίημα που είδαμε τελευταία στη μεγάλη οθόνη. Κι ας είναι σε παραγωγή του τηλεοπτικού Netflix…