Ο υπερήλικας Ερλ Στόουν ζει μόνος και έρχεται αντιμέτωπος με την χρεοκοπία της επιχείρησής του όταν του προσφέρεται μία δουλειά, στην οποία – φαινομενικά- πρέπει απλά να οδηγεί. Χωρίς να το γνωρίζει, υπογράφει για να γίνει μεταφορέας σ’ ένα μεξικάνικο καρτέλ ναρκωτικών. Και τα καταφέρνει καλά, τόσο καλά που οι «παραγγελίες» ολοένα και αυξάνονται και ο ίδιος σύντομα ανεβαίνει στην ιεραρχία της «επιχείρησης». Δεν αργεί ωστόσο να τον εντοπίσει το ραντάρ του σκληρού πράκτορα της δίωξης ναρκωτικών Κόλιν Μπέιτς.
Από μια ακόμη αληθινή ιστορία εμπνέεται ο Ίστγουντ προκειμένου να αφηγηθεί μια περιπέτεια διανθισμένη από τα αγαπημένα του θέματα, που εντοπίζονται σε ένα κόσμο που φεύγει ανεπιστρεπτί. Ο τελευταίος ήρωας του είναι ένας βετεράνος παλιάς κοπής με αποτυχημένη προσωπική ζωή που θυμίζει αρκετά τον ήρωα του σπουδαίου «Gran Torino». Με μια διαφορά: ο γέροντας Ερλ έχει πολύ χιούμορ και μεγάλη λαχτάρα για ζωή. Το σενάριο του Νικ Σενκ ακολουθεί με απέραντη τρυφερότητα και συμπάθεια την πορεία του ήρωα τον οποίο ενσαρκώνει σχεδόν συγκινητικά ο Ίστγουντ, σε μια επιστροφή μπροστά από την κάμερα που δεν μπορούσε να αποφύγει καθώς είναι το δικό του ίσως mea culpa στην οικογένεια του. Το «Βαποράκι» πάντως δεν είναι μόνο μια καλοφτιαγμένη, γουστόζικη και διασκεδαστική περιπέτεια που θυμίζει αλλοτινές εικόνες (ο ανοιχτός ορίζοντας σε κάθε διαδρομή του Ερλ έχει το δικό του ρόλο) από ένα σινεμά που χάνεται αλλά κυρίως μια αριστοτεχνική παραβολή γύρω από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου και την ανάγκη των δεύτερων ευκαιριών που θα γλυκάνουν κάπως το πικρό φινάλε. Όσον αφορά τα ειρωνικά σκετς γύρω από τις σεξουαλικές επιδόσεις του ήρωα ή τις ρατσιστικές του ατάκες για τους μαύρους ή τις λεσβίες (το παρελθόν δεν σβήνει ότι κι αν κάνουμε), ο Ίστγουντ έχει κάνει την ειλικρινή αυτοκριτική του εδώ και πολύ καιρό.