Ο Νίκος Ναυρίδης και η ματαιοδοξία της όπερας
Ο σύγχρονος εικαστικός συνομιλεί με την Εθνική Λυρική Σκηνή και τις συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης οπερατικού θεάματος, υπό τους ήχους της μουσικής των Μάλερ και Κούρταγκ
Οι κλειστές πόρτες της αίθουσας της Κεντρικής Σκηνής ήταν το πρώτο σημάδι, για τους θεατές που έφταναν στο κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ότι το θέαμα που επρόκειτο να παρακολουθήσουν δεν θα είναι σαν τα άλλα.
Ο Νίκος Ναυρίδης είναι ο πρώτος σύγχρονος καλλιτέχνης που κλήθηκε να συνομιλήσει με τις συνθήκες μουσικής εκτέλεσης (και ακρόασης), στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος «The Artist on the Composer», που πραγματοποιεί η ΕΛΣ σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό ΝΕΟΝ.
Γνωστός για τη στενή σχέση της δουλειάς του με τη θεατρικότητα και ιδιαίτερα για τη διαρκή συνομιλία του με το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, ο καλλιτέχνης, με τελετουργική δραματικότητα αλλά και παιγνιώδη διάθεση, δημιούργησε την περφόρμανς «Noli me tangere» («Μη μου άπτου»), η οποία ενέπλεκε όλους, μα όλους, τους χώρους και τους παράγοντες της σκηνικής επιτέλεσης.
Οι θεατές, που είχαν κληθεί να προσέλθουν τουλάχιστον μισή ώρα πριν την παράσταση, οδηγούνταν κατά ομάδες, μέσω των παρασκηνίων, πάνω στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος. Οι ταξιθέτες κι οι ταξιθέτριες, συμμέτοχοι κι αυτοί στην ιδιότυπη περφόρμανς του Ναυρίδη, προειδοποιούσαν τους εισερχόμενους πως «η πλοκή του έργου αρχίζει από εδώ», την ίδια ώρα που στο χώρο ακουγόταν ηχογραφημένο ένα ιδιόμορφο μουρμουρητό (ό,τι έμενε μετά την αφαίρεση των λέξεων: οι ανάσες ανάμεσά τους) κι οι θεατές διασταυρώνονταν με τους μουσικούς που κατευθύνονταν στα καμαρίνια.
Η θέα της αίθουσας από τη σκηνή, πρωτόγνωρη για πολλούς, αναποδογυρίζει την αίσθηση που έχει κανείς για τα μεγέθη του χώρου: από εδώ η σκηνή είναι αυτή που φαίνεται μεγάλη, κυριαρχική, ενώ η πλατεία με τα πολυτελή κόκκινα καθίσματα μικραίνει και απομακρύνεται, παρότι συνεχίζει να μαγνητίζει το βλέμμα.
Η εγγύτητα με τους μουσικούς, που πήραν τις θέσεις τους, μαζί με τον Γιώργο Ζιάβρα στο πόντιουμ και τον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο ως σολίστ, αντικρίζοντας το βάθος της σκηνής και όχι την πλατεία, έκανε από τις πρώτες νότες που ήχησαν απολαυστικότερη τη μουσική του Μάλερ στα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά», ένα έργο της ύστερης ρομαντικής περιόδου του συνθέτη (1904).
Η αμηχανία της αναμονής του διαλόγου εικαστικού και συνθέτη πήρε αδιόρατα τέλος, όταν μαυροντυμένοι περφόρμερ άρχισαν να πηγαινοέρχονται στην άδεια πλατεία, εναποθέτοντας στα καθίσματα άδεια κοστούμια, βγαλμένα από το βεστιάριο της Λυρικής. Ό,τι επρόκειτο να δούμε δεν θα εκτυλισσόταν στη σκηνή, παρά τα υποβλητικά φωτισμένα απομεινάρια σκηνικών από προηγούμενες παραστάσεις που είχαν τοποθετηθεί σε αυτήν.
Σιγά-σιγά, η πλατεία γέμισε από αυτά τα άδεια κορμιά, νεκρές ψυχές μιας άλλης (;) εποχής, ανάμεσα στα οποία ξεπρόβαλλαν και κάποια που είχαν κεφάλια από παιδικά ζωάκια: μια κότα εδώ, ένας τίγρης παραπέρα…
Οι φωτισμοί μετέτρεψαν τα άδεια φορέματα σε θεατές, όμως το χειροκρότημα για την ερμηνεία του έργου του Μάλερ ήρθε από τη σκηνή, αυτή τη φορά, όχι από την πλατεία.
Αμέσως μετά το τέλος του πρώτου μέρους, οι θεατές καλούνταν να εγκαταλείψουν τη σκηνή και να πάρουν θέση στην πλατεία, ανάμεσα στα άδεια κοστούμια. Καλούνταν κι αυτοί να γίνουν μέρος της εικαστικής εγκατάστασης, ολοκληρώνοντας έτσι το ειρωνικό σχόλιο του Ναυρίδη για τη ματαιοδοξία που περικλείει μια τυπική βραδιά στην όπερα.
Εγκλωβισμένοι τώρα στο έργο, χωρίς την «αγωνία» για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, μπορούσαν πλέον να απολαύσουν το «…Quasi una fantasia…» (1988) του σύγχρονου Ούγγρου συνθέτη Τζαιρτζ Κούρταγκ –εκτελεσμένο και αυτό με τους μουσικούς να γυρνάνε την πλάτη τους στην πλατεία.
Ο Νίκος Ναυρίδης, με το «Noli me tangere», κατάφερε να συνομιλήσει όχι με τον συνθέτη, αλλά με τις συνθήκες εκτέλεσης και, κυρίως, ακρόασης του λυρικού έργου, βγάζοντας τη γλώσσα στις κοινωνικές συμβάσεις κατανάλωσης του οπερατικού προϊόντος, αλλά σεβόμενος απόλυτα το μουσικό έργο και τους εκτελεστές του, προβαίνοντας σε διακριτικές υπογραμμίσεις και σχόλια, που δεν μείωναν στο παραμικρό τη δύναμη της μουσικής. Συνειδητά δεν επιδίωξε έναν «διάλογο» επί ίσοις όροις, πετυχαίνοντας έτσι την κατάλληλη ισορροπία, που κινδύνευε να ανατραπεί μονάχα από την υπερφίαλη επιτήρηση των θεατών από τους ταξιθέτες: Οι τόσες οδηγίες τους δημιουργούσαν την προσδοκία να αντικρίσουν κάτι υπερφίαλα μεγάλο. Ευτυχώς, διαψεύστηκαν.
Το άνοιγμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε αυτόν τον διακαλλιτεχνικό διάλογο, με κριτική ματιά και ειρωνική διάθεση, υπήρξε επιτυχημένο.
Το επόμενο ραντεβού του εικαστικού και του συνθέτη, η επόμενη συνάντηση με το κοινό τους, προγραμματίζεται για τις 3 και 10 Φεβρουαρίου 2019.
Μην τη χάσετε!
Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, ΚΠΙΣΝ
3, 10 Φεβρουαρίου 2019
Ώρα έναρξης: 18.30 & 20.30 / Ώρα προσέλευσης: 18.00 & 20.00
Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ