Η νεαρή Μαίρη, στην ηλικία των 15 ετών, παντρεύτηκε για να κληρονομήσει τον θρόνο της καθολικής Γαλλίας αλλά στα 18 της χήρεψε. Δεν υπέκυψε στις πιέσεις να ξαναπαντρευτεί αλλά προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Σκοτία για να διεκδικήσει τον θρόνο που της ανήκε δικαιωματικά. Στο μεταξύ, η Σκοτία και η Αγγλία βρίσκονται κάτω από την εξουσία της επιβλητικής Ελισάβετ Ι, με την οποία η Μαίρη θα έχει σφοδρή αντιπαράθεση.
Μια γυναικεία υπόθεσηΑν και η ιστορία είναι γνωστή, η θεατρική σκηνοθέτις Τζόσι Ρουρκ επιχειρεί να την αποδώσει από διαφορετική οπτική γωνία. Η κόντρα της Μαίρη Στιούαρτ και της Ελισάβετ δεν παρουσιάζεται σαν τη διαμάχη που έχουν δύο βασίλισσες για το μεγάλο στέμμα αλλά σαν μια πολύ προσωπική και γυναικεία υπόθεση. Ερωτισμός, μητρότητα, ζήλειες, ασθένειες, παιχνίδια με κοινό εραστή (ο αγαπημένος κόμης της Ελισάβετ, ο Ρόμπερτ) αλλά και σύγκλιση αν όχι ταύτιση απόψεων απέναντι στα ανδροκρατούμενα συμβούλια των «σοφών» κάνουν το «ντέρμπι» αυτά απέραντα ενδιαφέρον και εκρηκτικό παρά τη γνωστή του έκβαση. Μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία αυτή έχουν φυσικά και οι δύο πρωταγωνίστριες που έδωσαν από πέρυσι μια γεύση της μονομαχίας τους καθώς ήταν υποψήφιες για το Όσκαρ που τελικά έχασαν από την Φράνσις Μακ Ντόρμαντ των «Τριών πινακίδων».
Η Ρουρκ επιλέγει εύστοχα να μην αφήσει το στόρι να γίνει βαρύγδουπο δράμα εποχής και η ταινία “Μαίρη, Η Βασίλισσα της Σκοτίας” ισορροπεί εξαίσια μεταξύ της ιστορικής αλήθειας και της μυθοπλαστικής φαντασία. Φτιάχνοντας δύο θαυμάσια – και εκ διαμέτρου αντίθετα- γυναικεία πορτρέτα καταφέρνει να βρει το κέντρο του στόχου της που δεν είναι άλλος από την ανθρώπινη διάσταση των ιστορικών γεγονότων που ξετυλίγονται με βάση τον θρησκευτικό πόλεμο και την «προσβλητική για το θέλημα του Θεού» (σύμφωνα με τους ευγενείς και ιερείς) παρουσία δύο γυναικών στους κορυφαίους θρόνους.