Η Ευνοούμενη
Η πιο mainstream ταινία στην καριέρα του Γιώργου Λάνθιμου ετοιμάζεται να γράψει ιστορία στα 91α Όσκαρ.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η Αγγλία βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γαλλία αλλά η φιλάσθενη και ανασφαλής βασίλισσα Αννα έχει άλλα προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι η ευνοούμενη της, η αυταρχική Λαίδη Σάρα να κυβερνά στη θέση της. Οι ισορροπίες στο παλάτι διαταράσσονται όταν καταφτάνει η νέα υπηρέτρια Άμπιγκεϊλ που έχει συγγενικές σχέσεις με την Λαίδη Σάρα και καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή της ευάλωτης βασίλισσας.
Σε αντίθεση με την πολυγραφότατη στο σινεμά Ελίζαμπεθ, η βασίλισσα Άννα, η τελευταία των Στιούαρτ που κυβέρνησε το Νησί μεταξύ 1702- 1714 και μάλιστα στην εποχή της ισχυροποιήθηκε αρκετά η Μεγάλη Βρετανία, δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους κινηματογραφιστές. Το πρωτότυπο σενάριο των ΜακΝαμάρα και Ντέιβις (υποψήφιο για μία από τις 10 οσκαρικές κατηγορίες στις οποίες παίζει η ταινία) καλύπτει το ιστορικό κενό και δίνει χρήσιμες πληροφορίες – όντως οι δύο ευνοούμενες της βασίλισσας Άννας, Σάρα και Άμπιγκεϊλ ήταν υπαρκτά πρόσωπα που δεν είχαν μόνο θέση στο κρεβάτι της αλλά και λόγο στην διακυβέρνηση της χώρας- γύρω από την περίπτωση της αμφιλεγόμενης Άννας.
Η προσεγγιση του Γιώργου ΛάνθιμουΟι ανίερες συμμαχίες, τα πολιτικά σκάνδαλα, οι δηλητηριάσεις και τα ερωτικά βίτσια (τυπικά κομμάτια καθημερινότητας σε βασιλικά δράματα εποχής) δεν λείπουν ούτε από την ζωή της βασίλισσας Άννας, ούτε από την ταινία του Λάνθιμου. Θεωρητικά ο Έλληνας σκηνοθέτης είχε το ιδανικό έδαφος για να ξεδιπλώσει την ιδιότυπη ανατρεπτική ματιά του πάνω σε θέματα που άπτονται της διαμάχης των δύο γυναικών για την εύνοια της βασίλισσας και αφορούν σε διαχρονικά σύμβολα όπως τη μοναξιά, την ερωτική εμμονή και τη δίψα (ποια δίψα; καλύτερα μανία να λέτε) για εξουσία.
Όλα αυτά όμως παρότι είναι άψογα τοποθετημένα σε μια βιτρίνα τέχνης που παγιδεύει κυριολεκτικά το βλέμμα χάρη στα αμέτρητα καλούδια της (μεγαλοπρεπείς ευρυγώνιοι φακοί, ατμοσφαιρική φωτογραφία, πρωτοκλασάτες ερμηνείες, βαρβάτο μοντάζ από τον επίσης υποψήφιο Μαυροψαρίδη, εξαίρετη χρήση του ήχου και της μουσικής, ενδυματολογία που κλείνει πονηρά το μάτι στον θείο όσκαρ) η ταινία δεν φτάνει σε αξία τα προηγούμενα φιλμ του Λάνθινου και ειδικά το αριστουργηματικό «Ελάφι».
Επιπλέον δεν διαθέτει το στοιχείο έκπληξης που μας έχει συνηθίσει ο Λάνθιμος παρά μόνο στο πραγματικά ιδιοφυές φινάλε του έργου όπου όλες οι μάσκες πέφτουν με τον πιο τραγικό τρόπο αποκαλύπτοντας το αληθινά αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα φιλμ που δεν θυμίζει… Λάνθιμο παρά τη σαρδόνια, υπόγεια πονηρή (αλλά και έξυπνη ματιά του) που χρησιμοποιεί το πολυεπίπεδο σενάριο έντεχνα αλλά και χωρίς ομιχλώδη σημεία ή σκοτεινές γωνίες. Δηλαδή με τρόπο απόλυτα φιλικό προς το μέσο θεατή.