Στους Βρικόλακες, ο Ίψεν –με μια δομή που θυμίζει αρχαία τραγωδία– προσπαθεί να διερευνήσει το δικαίωμα του ανθρώπινου όντος στην ευτυχία. Σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ιδέες και ηθικές, η Έλεν Άλβινγκ προσπαθεί να ορθώσει το ανάστημά της και να απαλλαγεί από οτιδήποτε στοιχειώνει τη ζωή της, προτείνοντας έναν εντελώς ριζοσπαστικό τρόπο ζωής απαλλαγμένο από ιδιότητες.
Σ’ αυτή της την απόπειρα θα έρθει σε σύγκρουση με τις αδιάλλακτες και τιμωρητικές θεωρίες του Πάστορα Μάντερς και με την ίδια της τη ζωή και τις ενοχές της μέσα από την αντιμετώπιση της ασθένειας του γιου της Όσβαλντ. Οι «βρικόλακες» του παρελθόντος και του παρόντος κατά την εξέλιξη του έργου κατακλύζουν το σπίτι και οδηγούν στην αναπόφευκτη καταστροφή των πάντων. Το τέλος του έργου βρίσκει τα πρόσωπα βουτηγμένα στο σκοτάδι του νου τους, να παρακαλάνε για μια «ανύψωση» στον ήλιο.
Ο Ίψεν εξυφαίνει ένα εντελές αριστούργημα για την αέναη και απελπιστικά επαναληπτική και αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου. Η παράσταση επιχειρεί να φωτίσει αυτό ακριβώς το εγκλωβιστικό σχήμα, σε ένα σύστημα αλληλεξαρτητικών σχέσεων και αέναης κίνησης, σε ένα περιβάλλον (ηχητικό και σκηνογραφικό) στοιχειωμένο από παιδικές μνήμες.