5+1 ερωτήσεις στον Θοδωρή Κατσαρό που σκηνοθετεί την «Άδεια Παρένθεση» στο Studio Μαυρομιχάλη
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Κατσαρός ανεβάζει την παράσταση «Άδεια Παρένθεση» στο Studio Μαυρομιχάλη
Στην «Άδεια Παρένθεση», της Γεωργίας Δρακάκη, γιατί χρησιμοποιείται η παρένθεση για να παρομοιάσει τις ανθρώπινες σχέσεις;
Γραμματικά η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει λέξεις ή φράσεις που μπορούν να παραλειφθούν και παρουσιάζουν λιγότερο ενδιαφέρον. Οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα από πρωταγωνίστριες του λόγου, έχουν στριμωχτεί σε παρενθέσεις μέσα σε ένα πολυδιάστατο περιβάλλον εμπειριών, που θέλουμε όλα να τα ζήσουμε, αλλά από τα οποία τελικά είμαστε απόντες, αφού έχουμε κάνει αυτή τη φοβερή αντιστροφή νοήματος: θέσαμε σε παρένθεση αυτά για τα οποία θα έπρεπε να επενδύουμε περισσότερο. Και δε σταματά εκεί. Τείνουμε να εξαλείψουμε την οποιαδήποτε εμπλοκή μας από κάθε είδους ουσιαστική επαφή κι έτσι καταλήξουμε στις άδειες παρενθέσεις.
Περιγράψτε μας συνοπτικά τους ήρωες του έργου.
Πρόκειται για ένα έργο τριών προσώπων. Μια μάνα στα 50 που σε πλήρη συνείδηση της μοναξιάς και του τέλματος που βιώνει αποφασίζει να επανεκκινήσει τη ζωή της, αποτινάσσοντας από πάνω της στερεότυπα, ρόλους και στεγανά, μια κόρη που προσπαθεί να ισορροπήσει το ενήλικο παιδί που κρύβει μέσα της και έναν άντρα που έρχεται να ενώσει για λίγο αυτές τις δυο γυναίκες, να γράψει κάποιες λέξεις στη μεταξύ τους παρένθεση με στόχο να κρατήσει έστω και μια από τις δυο κοντά του.
Γιατί να έρθει κάποιος να δει την παράσταση;H παράσταση μιλά για τη βαθιά ρωγμή που βιώνουν οι σχέσεις σήμερα. Δανείζομαι μια φράση του κειμένου της Γεωργίας Δρακάκη για να περιγράψω την εικόνα που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία: «Όλοι γελάνε. Όλοι περνάνε τέλεια. Κι όλοι κλαίνε μόνοι τους στο μαξιλάρι. Να μην τους βλέπει κανείς». Η παράσταση αποτυπώνει ακριβώς αυτό το γιατί ξεμάθαμε να μοιραζόμαστε, να δεσμευόμαστε προς έναν άνθρωπο, γιατί ξεμάθαμε να μπορούμε να τον αγγίξουμε με όλες μας τις αισθήσεις. Εν τέλει, αφήνει μήνυμα για το πόσο άγνωστοι φεύγουμε από τις σχέσεις μας στο τέλος, χωρίς να μας ξέρει ουσιαστικά κανείς.
Έχουμε την τάση – τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα- να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως πολυσύνθετες προσωπικότητες, με βαρυσήμαντα καθήκοντα και στοχαστικούς προβληματισμούς. Όλο αυτό έχει επηρεάσει και το αισθητηριακό μας κομμάτι και η οποιαδήποτε είδους επαφή μας δυσκολεύει, μας στρεσάρει, μας κλειδώνει και είμαστε πλέον ανεπαρκείς να παραδοθούμε στην οποιαδήποτε αίσθηση. Οι τρεις χαρακτήρες του έργου βιώνουν αυτήν ακριβώς τη σκληρή παθογένεια που δοκιμάζει την κοινωνία μας σήμερα: θέλουν να αποτινάξουν την μοναξιά τους και να νιώσουν την επαφή χωρίς να μπορούν και χωρίς να αντιλαμβάνονται τι τους τραβάει πίσω.
Πώς θα περιγράφατε με 3 λέξεις το έργο;
Θέλω να μιλήσω.
Επιλέξτε ένα αγαπημένο σας απόσπασμα από το έργο.
Κατερίνα: «Δεν μπορώ να θυμηθώ αν νοιάζονταν οι γονείς μου, νοιάζονται στ’ αλήθεια οι γονείς για τα παιδιά τους, ποιος είναι ο λόγος που οι άντρες και οι γυναίκες γεννούν παιδιά και ύστερα τ’ αγαπούν, τους χαρίζουν το υπόλοιπο της ζωής τους, θυσιάζονται, θυσιαζόμαστε, οι μάνες, ιδίως, θυσιαζόμαστε και τα παιδιά μια μέρα ανοίγουν την πόρτα κι εξαφανίζονται και σου λένε και πως δεν τ’ αγάπησες και ίσως και να’ χουν δίκιο κι έπειτα πέφτουν σε λάθος ανθρώπους να τους καλύψουν τα κενά. Ψάχνουν τον πατέρα και τη μητέρα στα κρεβάτια που ξαπλώνουνε γυμνά, όπως όταν ήταν μωρά. Δεν τα ρωτήσαμε που τα φέραμε στον κόσμο. Ούτε αναλογιστήκαμε τι χαρά και τι πόνο και τι τρέλα θα μας φέρνανε εκείνα. Μεγαλώνουνε, μεγαλώνουμε, μοναξιές, μικρά ψέματα, όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Όσο κι αν πλησιάσουν, όσο κι αν γίνουν ένα, πάντα υπάρχει ένα κενό, μια τρύπα. Μια αδειανίλα».
Μια φωτογραφία με τις σημειώσεις από τις πρόβες σας στο κείμενο;
Η παράσταση «Η Άδεια Παρένθεση» της Γεωργίας Δρακάκη σε σκηνοθεσία Θοδωρή Κατσαρού παρουσιάζεται στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134), κάθε Τετάρτη & Πέμπτη στις 21.00.