Νατάσα Εξηνταβελώνη, ηθοποιός
Ήταν πάντα καλή μαθήτρια, αλλά, όπως λέει η ίδια, το θέατρο τους βαριέται τους καλούς μαθητές. Αν υπάρχει Θεός του Θεάτρου, θα τον προσκυνήσει. Το virality της Δασκάλας στα social media το απολαμβάνει για την ώρα αλλά είναι κάτι που οφείλει να ξεφουσκώσει.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Περιστέρι. Στην ίδια γειτονιά, στον ίδιο αριθμό – έχω μετακομίσει και στα τρία διαμερίσματα της ίδια πολυκατοικίας. Πρόκειται για το σπίτι που έμενε η γιαγιά, έπειτα οι γονείς, μετά εγώ. Βρίσκω μια έντονη σύνδεση μεταξύ Νατάσας και σπιτιού. Εκείνο είναι γεμάτο προβλήματα, υγρασία, χαλασμένες πρίζες και αυτοσχέδιες λύσεις, αντίστοιχα εγώ είμαι κουφή από το ένα αυτί, έχω εμφύτευμα δοντιού κ.α. Θυμάμαι έντονα τα παιχνίδια στη γειτονιά και κυρίως το κρυφτό και το βόλεϊ: ένα λάστιχο ποτίσματος από το ένα σπίτι στο απέναντι έκαναν ένα φιλέ, και οι ομάδες αποτελούνταν από 15 άτομα η κάθε μία. Θυμάμαι τη γιαγιά μου από ανοιχτά παράθυρα και φυσικά θυμάμαι την πρώτη μου αγάπη, τον Ανδρέα (πετυχαίνω καμία φορά τη μαμά του στο σουπερμάρκετ).
Όταν είδα τη Μήδεια του Παπαϊωάννου, ήμουν στην Β’ ή τη Γ’ Λυκείου. Η παράσταση τελείωσε και εγώ είχα κάνει πληγές στις παλάμες με τα νύχια μου. Γύρισα σπίτι και είπα στον εαυτό μου, αν δεν είσαι δειλή θα δοκιμάσεις να γνωρίσεις αυτόν τον κόσμο. Ήξερα ότι θα δυσκολευόμουν πολύ. Ήμουν πάντα η καλή μαθήτρια και το θέατρο τους βαριέται τους καλούς μαθητές.
Οι γονείς μου δε με απέτρεψαν ποτέ, από το να γίνω ηθοποιός, ακόμη και όταν κατάλαβαν πως θα παρατούσα το Πανεπιστήμιο. Από την άλλη, (ευτυχώς για εκείνους) δεν έχουν κάποια προσδοκία να γίνω σταρ. Οι κολλητοί μου φίλοι από το σχολείο, είναι οι άνθρωποι που δε θα μου χαριστούν. Μου έχουν πει ότι έχουν περάσει απαίσια σε παράσταση που έπαιζα, έχουν άλλους αγαπημένους ηθοποιούς και όταν τους έδειχνα τους μονολόγους μου για να δώσω στο Εθνικό γελούσαν φωναχτά στα πιο ακατάλληλα σημεία. Έτσι αγαπάμε εμείς στο Περιστέρι. Και στα αλήθεια, παρά την τάση μου να γελάω με αυτά, η παρέα μου είναι ένας πυρήνας σταθερότητας και γείωσης. Αγαπώ ιδιαίτερα τους φίλους ηθοποιούς, αλλά είναι στιγμές που θέλω να ξεφύγω από την αυτοαναφορικότητά τους.
Την επιμονή μου να είμαι σωστή και τυπική με τον σχολικό τρόπο, ευτυχώς, την ξεπέρασα λόγω της δουλειάς. Είδα πολύ σύντομα πως δεν είμαι η πιο ταλαντούχα, είδα πως έχω τεράστιο δρόμο μπροστά. Ακόμη, η βιασύνη μου μαλάκωσε. Η Έλενα Μαυρίδου μου είχε πει μια μέρα ‘’Νομίζεις πως όταν τρέχεις να προλάβεις λίγο πριν ανέβεις στη σκηνή, θα μπορέσεις να το κρύψεις ούσα πάνω;’’. Η απάντηση είναι όχι. Και αλίμονο αν ανεβαίνει κανείς στη σκηνή για να κρύψει και όχι να απογυμνώσει. Είναι σαν να κάνεις έρωτα με δεύτερες σκέψεις.
Η πρώτη μου στιγμή στο θέατρο μετά τη δραματική του Εθνικού, ήταν στη Χίλντα του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Ήταν περίεργο συναίσθημα. Πολύ όμορφη συνεργασία αλλά εγώ αδύναμη εσωτερικά. Όσο περνάει ο καιρός βρίσκω πως το μεγαλύτερο στοίχημα για εμάς τους ηθοποιούς είναι η πίστη, ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Αν υπάρχει Θεός του Θεάτρου, να τον προσκυνήσουμε.
Το έργο του Μπύχνερ ‘’Λεόντιος και Λένα’’, όπως ετοιμαζόμαστε να το ανεβάσουμε, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κατσή, είναι μια έκφραση θαυμασμού και πίστης στη νεότητα. Ο Μπύχνερ έγραψε νέος και πέθανε νέος, κι έτσι όταν διαβάζεις τα έργα του νιώθεις πως για αυτόν ο χρόνος σαν να πύκνωσε. Η νεότητα μου μοιάζει με αυτόν τον τρόπο συνώνυμη της δυνατότητας, και ο Μπύχνερ σαν να κατόρθωσε να κατανοήσει τον κόσμο βαθύτερα από όσο προβλέπεται. Έτσι, όταν καλούμαι να μιλήσω για έργα όπως αυτό, έρχομαι σε δύσκολη θέση: Είναι μια ιστορία αγάπης, μόνο που είναι πολύ πιο βαθιά, πιο σκοτεινή από αυτές που έχουμε συνηθίσει. Το προσωπικό γίνεται πανανθρώπινο, όλα είναι πιο μεγάλα και πολυσήμαντα. ‘Αχ Μπύχνερ!’, λέμε στην παράσταση, και καλά λέμε.
Εγώ υποδύομαι την Ροζέτα και την Παραμάνα της Λένας. Η Ροζέτα είναι η πρώτη αγάπη του Λεόντιου και είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Σε ένα έργο που αποδομεί τον έρωτα, όπως τον ήθελε ο Ρομαντισμός, η Ροζέτα φέρνει εντελώς άλλη πνοή: Πεθαίνει από έρωτα – η ύπαρξή της στο έργο αφορά ολοκληρωτικά την διεκδίκηση του έρωτα του Λεόντιου, ο οποίος δεν της χαρίζεται στιγμή. Έτσι η Ροζέτα εξαφανίζεται, και κανείς ποτέ δεν αναφέρεται σε εκείνη, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σκεφτόμουν τις προάλλες πως, κάπως έτσι πρέπει να είναι και οι χωρισμοί των ανθρώπων, μικροί θάνατοι, συγκαλυμμένες εξαφανίσεις, ηρωικές έξοδοι. Η Παραμάνα, από την άλλη, είναι σύμμαχος της Λένας, πιστή, προστατευτική και σκληρή στους τρόπους της. Είναι από αυτούς τους μικρούς ρόλους που ζητούν υποστήριξη.
Τα social media μπήκαν στη ζωή μου πολύ μετά το σχολείο, μετά τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Υπήρξα το παιδί χωρίς ίντερνετ, χωρίς Facebook. Πλέον το Facebook το νιώθω τόσο οικείο, που μοιάζει τρομακτικό. Χρησιμοποιώ κυρίως και πολύ συχνά το Messenger – δημιουργώ ομάδες συνομιλίας και αν πρόσεχα τους τοίχους του σπιτιού μου όσο τον τοίχο του Facebook και του Ιnstagram, θα ήταν μεγάλο κέρδος. Ναι, έχω σκεφτεί αμέτρητες φορές πως αντί για αυτό το βλακώδες scroll down, μακάρι να διάβαζα ανεμπόδιστη ένα βιβλίο.
Η “Δασκάλα”, αυτό το κορίτσι, είναι ένας χαρακτήρας που τον αγαπώ πολύ και είναι προϊόν ειλικρινούς παιχνιδιού από μεριάς μου. Πειραματίστηκα, ας πούμε και μιας και είμαι και εγώ υπερβολική και φωνακλού στον πυρήνα μου, προέκυψε αυτός ο χαρακτήρας. Το ότι έγινε viral νομίζω πως σχετίζεται με μια πρώτη αίσθηση που έκανε αυτό και όπως όλα θα ξεφουσκώσει, όπως και οφείλει.
Αυτό για το οποίο νιώθω μια χαρά και μια ικανοποίηση είναι πως ο χαρακτήρας βρήκε την φωνή του σε μια παράσταση, η οποία φιλοξενείται για μερικές ακόμη παραστάσεις στο S.i.x Dogs. Λέγεται “Ενισχυτική Διδασκαλία” και είναι μια δουλειά που έγινε με αγάπη και με τη βοήθεια πολλών φίλων και ωραίων ανθρώπων (Αθηνά Τσαγκαράκη, Χριστίνα Μαρίανου, Αλεξάνδρα Διονά).
Η δουλειά μου με κάνει κατά καιρούς χαρούμενη, αλλά δεν νομίζω πως είναι εκεί για να κάνει τα πράγματα εύκολα και λαμπερά. Είναι μια δουλειά που πιο μεγάλη συγγένεια έχει με τη δουλειά του γλύπτη, του ξυλουργού, του φούρναρη, παρά με του μοντέλου – όπως συχνά παρεξηγείται. Θα ιδρώσεις, θα κοπιάσεις, θα αποτύχεις εξ’ ορισμού.
Η φύση με ηρεμεί, μου υπενθυμίζει την καταγωγή μου. Έχω ανάγκη τη θάλασσα, τα δέντρα και την ησυχία – χωρίς αυτά γίνομαι ξινή και μίζερη. Όταν ταξιδεύω θέλω να συναισθανθώ τον τόπο και τους ανθρώπους του. Θέλω δηλαδή να βιώσω λίγη από την ‘’ανθρωπίλα’’ , όπως λέω καμία φορά, του τι σημαίνει να ζεις στο εκάστοτε μέρος. Αγαπημένες στιγμές από τα ταξίδια μου πέρυσι ήταν η βόλτα με τα ποδήλατα στη Γλασκόβη και όταν χαθήκαμε με τη Ράνια στη Λισαβόνα στα στενά με τις μπουγάδες στα μπαλκόνια.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη πρωταγωνιστεί:
—
Στην παράσταση “Λεόντιος και Λένα” στο θέατρο Σφενδόνη, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00. Ημερομηνία έναρξης: 11/2
—
Στη μουσική παράσταση “Ενισχυτική Διδασκαλία” στο six d.o.g.s, από την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου.