Η Κερένια κούκλα, το κορυφαίο «αθηναίικο μυθιστόρημα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου που έφερε έναν διαφορετικό αέρα στην ελληνική λογοτεχνία των αρχών του 20ού αιώνα και σκανδάλισε στην εποχή του, γίνεται όπερα από τον διακεκριμένο συνθέτη Τάσο Ρωσόπουλο μετά από παραγγελία της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πάνω σε λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου.
H νέα όπερα σε δύο πράξεις Η κερένια κούκλα σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου έρχεται μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του πάντα ανήσυχου Σίμου Κακάλα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος από τις 7 Μαρτίου 2019 και για οκτώ μόνο παραστάσεις έως και τις 23 Μαρτίου 2019.
Ο Σίμος Κακάλας ζωντανεύει τη δραματική ιστορία του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, δημιουργώντας ένα γοητευτικό, ατμοσφαιρικό και απόκοσμο σύμπαν από γκόθικ στοιχεία, κινηματογραφικές εικόνες, ρεαλιστικές μάσκες και αναμνήσεις από μια Αθήνα άλλης εποχής. Εκεί, ο Θάνατος και η Ζωή χάνουν τα ευδιάκριτα όριά τους, παίρνοντας τη μορφή του ήλιου, της αποκριάς, του φεγγαριού, της αμυγδαλιάς, του μωρού, της θάλασσας και του ίδιου του Χρηστομάνου.
«Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή…»
Η Κερένια κούκλα είναι το δεύτερο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (1867-1911), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Πατρίς το 1908 και εκδόθηκε ως αυτοτελές βιβλίο το 1911, τη χρονιά του πρώιμου θανάτου του συγγραφέα.
Στις σκονισμένες φτωχογειτονιές μιας παραπλανητικά ειδυλλιακής Αθήνας, «στη σκιά της Ακρόπολης και παρά τον βράχον του Φιλοπάππου», ο λυρικός, συγκινησιακά παρεμβατικός λόγος του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου ξετυλίγει με πεσιμιστική διάθεση ένα κοινότοπο αστικό δράμα ταπεινών και καταφρονεμένων, σαν να ήταν οι τραγικοί ήρωες ενός αρχαίου δράματος: καθένας τους έχει το δίκιο με το μέρος του και κανείς τους δεν έκανε κάτι για το οποίο πρέπει να πληρώσει ή να τιμωρηθεί. H Μοίρα όμως εκτελεί τα προγραμμένα, που φαντάζουν αναίτια και παράδοξα. Αντιστικτικά σε αυτή την άλογη και ανεξήγητη Μοίρα, ο συγγραφέας υμνεί τη Φύση, τη Ζωή και τον Έρωτα.
Κορυφαίο συμβολιστικό έργο της ελληνικής πεζογραφίας, η Κερένια κούκλα προκάλεσε σάλο στην εποχή της, τόσο για τη δημοτική γλώσσα της, που στοίχισε στο έργο πολλές εκδοτικές περιπέτειες, όσο και για την τολμηρότητα του θέματος, που πήγαινε κόντρα στον καθωσπρεπισμό.
Το μυθιστόρημα αυτό, που αγαπήθηκε και επανεκδόθηκε πολλές φορές, έγινε το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό έργο που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1916 από τον Μιχάλη Γλητσό, θεατρικό έργο, τηλεοπτική σειρά και graphic novel. Έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοσή του, «εντάσσεται» για πρώτη φορά στο λυρικό ρεπερτόριο. Πρόκειται για τη δεύτερη παραγγελία νέας όπερας πάνω σε έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μετά το Ζ.
Εμπνεόμενος από τη γραφή του Χρηστομάνου, ο Τάσος Ρωσόπουλος, ένας συνθέτης με σημαντική πορεία σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, μετουσιώνει την Κερένια κούκλα σε μουσική γεμάτη σύμβολα, λυρισμό και παθιασμένη αγάπη για τη ζωή. Ο ήλιος, η θάλασσα, το φεγγάρι και τα λουλούδια είναι πηγή μιας μουσικής που ενοποιεί τον ρεαλισμό και το φαντασιώδες του κειμένου υμνώντας την κυρίαρχη φύση και τη συνύπαρξη θανάτου και αναγέννησης. «Το μουσικό υλικό αναπτύσσεται ταυτόχρονα γύρω από το δίπολο Θάνατος και Ζωή», σημειώνει ο συνθέτης. «Η Κερένια κούκλα γράφτηκε σε μια δύσκολη εποχή για την ελληνική γλώσσα. Λίγο μετά τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά, η θαρραλέα δημοτική του κειμένου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις, καθώς, την ίδια στιγμή, έβαζε την ελληνική λογοτεχνία σε νέους δρόμους. Αυτή ακριβώς η γλώσσα αποτέλεσε τη βάση του λιμπρέτου και τον καμβά της μελοποιίας, δίνοντας στη μουσική την ευκαιρία να ακροβατήσει μεταξύ λυρισμού και γλωσσικού ρυθμού, ψηλαφώντας την κρυφή μελωδία που η γλώσσα μας αιώνες τώρα μεταφέρει. Το έργο φιλοδοξεί να είναι καθημερινό αλλά και υπερβατικό. Ρεαλιστικό αλλά και συμβολιστικό, βαθύ και ανάλαφρο συνάμα. Συνδυασμοί ακριβοί σαν την εναλλαγή Θανάτου και Ζωής».
Για τη διασκευή της Κερένιας κούκλας σε λιμπρέτο για όπερα, ο Γιάννης Σβώλος στο δεύτερό του λιμπρέτο μετά την επιτυχημένη Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη, χρησιμοποίησε ως βάση το ίδιο το κείμενο, συντομεύοντας ή αναδιατάσσοντάς το. Κινούμενος με μεταμοντέρνα, εκλεκτικιστική ελευθερία, άφησε να λειτουργήσουν μέσα του ως φίλτρο ποικίλες μουσικές αναφορές. Ο Σβώλος σημειώνει: «Η Κερένια κούκλα του Χρηστομάνου διαθέτει ιδιαίτερο χαρακτήρα, που προβάλλει ισχυρές αντιστάσεις κατά τη μετατροπή σε λιμπρέτο. Μακράν του να αρθρώνεται απρόσκοπτα και αβίαστα μέσα από σαφείς, αντικειμενικές περιγραφές και διαλόγους, η ιδιωματική λογοτεχνική δραματουργία της λειτουργεί μέσα από δύο πεδία επενέργειας. Αφενός υπάρχουν πραγματολογικές περιγραφές και πολλές στιχομυθίες που, όμως, δεν αποτυπώνουν πάντα τις πιο κομβικές στιγμές της δράσης· αφετέρου, δίκην ενός ιδιότυπου, αόρατου “παρουσιαστή”, ο συγγραφέας παρεμβαίνει συστηματικά στη φυσική δράση είτε υπαγορεύοντας είτε προοικονομώντας, έμμεσα ή άμεσα, τις εξελίξεις, επιβάλλοντας στον αναγνώστη δικές του συναισθηματικές αντιδράσεις και αξιολογήσεις γεγονότων και καταστάσεων. Στα εκτενή διαλογικά μέρη αναπαράγεται αυτούσια η ομιλία αμόρφωτων, λαϊκών ανθρώπων και ο λόγος προσλαμβάνει επιτηδευμένα ρεαλιστική τραχύτητα. Αντίθετα οι εμβόλιμοι μονόλογοι του Χρηστομάνου είναι ποιητικού χαρακτήρα, γεμάτοι λυρικές εικόνες και συμβολιστικές αναγωγές. Έτσι, το έργο μοιάζει σαν να συνδυάζει –καθ’ υπερβολή– τις ατμόσφαιρες ενός συμβολιστικού Πελλέα και την τραχύτητα μιας βεριστικής Καβαλλερίας. Πώς μεταφράζεται αυτή η δραματουργική ιδιοτυπία σε λιμπρέτο; Λαμβάνοντας υπόψη την εποχή και το ευρύτερο πεδίο λογοτεχνικών αναφορών της γραφής και, ταυτόχρονα, αφουγκραζόμενος και θερμομετρώντας συγκινησιακά το κείμενο, ο λιμπρετίστας οδηγήθηκε σε μια ανοικτή πρόταση στιλιζαρισμένης θεατρικότητας. Κινήθηκε με μεταμοντέρνα, εκλεκτικιστική ελευθερία, ενώ χρησιμοποίησε ως κριτήριο διάπλασης του λιμπρέτου ποικίλα μουσικά πρότυπα: λυρικά ακούσματα του ρομαντισμού και του ρομαντικού 20ού αιώνα, κωμικές σκηνές σε ύφος Ροσσίνι, αιχμηρές αντιπαραθέσεις, στρατηγικές αποσπασματικής συμπίεσης ή στάσης της δράσης κλπ.».
Ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Νίκος Βασιλείου έχει την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης του εξαιρετικού συνόλου σύγχρονης μουσικής Ergon Ensemble.
Η σκηνοθεσία της όπερας Η κερένια κούκλα φέρει την υπογραφή του Σίμου Κακάλα, ενός από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο οποίος σημειώνει: «Μια οντότητα όπως ο Χρηστομάνος δεν ήταν δυνατόν να μην αποκτήσει σκηνική υπόσταση. Η γοητεία που ασκεί είναι μάλλον ακατανίκητη, αυτός ο ασθενικός δύσμορφος δάσκαλος ελληνικών της πριγκίπισσας Ελισάβετ της Αυστρίας, ο πρώτος ίσως σκηνοθέτης στο ελληνικό θέατρο, κινεί τα πάντα μέσα στο σύμπαν που έχει χτίσει στην Κερένια κούκλα. Η συμμετοχή του στην ιστορία που ο ίδιος κατασκεύασε είναι απόλυτα προσωπική και γι’ αυτό κατέχει και μια σημαντική θέση τόσο δραματουργικά όσο και σκηνοθετικά. Ακολουθώντας την ατμόσφαιρα που θέτει ο ίδιος, με τις γοτθικές αναφορές να αναμειγνύονται με το αττικό τοπίο, μοιάζει η ιστορία αυτή να αναδύεται από τον κάτω κόσμο στο σήμερα, «θυμίζοντας» μια Αθήνα που υπάρχει ή που υπήρξε μόνο σε ένα φαντασιακό επίπεδο. Μια σπουδή πάνω σε έναν μπρεχτικό τρόπο αφήγησης κρίθηκε ως το κατάλληλο πλαίσιο για να ενισχυθεί η αφηγηματική διάθεση του έργου και η ιδιαίτερη λογοτεχνική ταυτότητά του».
Ο Κέννυ ΜακΛέλλαν υπογράφει τα σκηνικά, η Κλαιρ Μπρέισγουελ τα κοστούμια, η Μάρθα Φωκά τις μάσκες και ο Παναγιώτης Λαμπής τους φωτισμούς.
ΣύνοψηΟ ωραίος Νίκος και η ασθενική Βεργινία ζουν σε ένα ταπεινό σπίτι στη λαϊκή Γαργαρέττα του 1900. Οι φθονερές γειτόνισσες εξωθούν την άρρωστη σε κατάρρευση. Για βοήθεια φέρνει στο σπίτι η θεια Ελέγκω την όμορφη Λιόλια. Ο ερχομός της άβγαλτης νέας ελκύει το ενδιαφέρον του Νίκου, ρίχνοντας τη Βεργινία σε απόγνωση.
Αποκριές. Ο Νίκος και η Λιόλια πηγαίνουν στο καρναβάλι. Ενώ το ζευγάρι διασκεδάζει ξένοιαστα με φίλους, στο σπίτι η κακόβουλη κυρ-Αριστείδαινα βασανίζει τη Βεργινία ενσταλάζοντάς της υποψίες. Η παρέα παρασέρνει το ζευγάρι στο χοροδιδασκαλείο. Στην έξαψη του χορού, ο Μίμης φλερτάρει τη Λιόλια προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση του Νίκου. Επιστρέφοντας, ο Νίκος τραβά τη Λιόλια στην αγκαλιά του και τη φιλά.
Άνοιξη. Η κατάκοιτη Βεργινία ζητά απ’ τον άνδρα της να πάνε με τη Λιόλια στους αγρούς να φέρουν άνθη. Στα ηλιόλουστα λιβάδια της Καλλιθέας οι δυο νέοι σμίγουν ερωτικά. Το ίδιο βράδυ, αντικρίζοντας τυχαία το ζευγάρι αγκαλιασμένο στο φεγγαρόφωτο, η Βεργινία σωριάζεται νεκρή.
Στην κηδεία της Βεργινίας μαίνεται το κουτσομπολιό. Η θεια Ελέγκω παίρνει τη Λιόλια και φεύγουν. Μόνος ο Νίκος πενθεί, αλλά ύστερα από κάμποσες μέρες πάει και τη φέρνει πίσω. Το ζευγάρι συζεί αστεφάνωτο, όμως η ανάμνηση της πεθαμένης δηλητηριάζει τη ζωή τους. Ένα βράδυ στην ταβέρνα ο Μίμης ρίχνει μπηχτές στον Νίκο, αναθερμαίνοντας την έχθρα. Καθώς η Λιόλια περιμένει το παιδί του, ο Νίκος αποφασίζει να τη νυμφευτεί. Ο γάμος γίνεται σ’ ένα ερημικό ξωκλήσι.
Οι γειτόνισσες σχολιάζουν πόσο μοιάζει στη μακαρίτισσα το ασθενικό, εφταμηνίτικο κοριτσάκι του ζευγαριού. Η Λιόλια επισκέπτεται κρυφά τον τάφο της Βεργινίας και ικετεύει τη νεκρή να λυπηθεί την ίδια, τον άντρα και το παιδί τους. Επιστρέφοντας, το βρέφος ξεψυχά στα χέρια της. Ο Νίκος παρηγορεί τη γυναίκα του με λόγια ελπίδας. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μίμης και ο Νίκος αρπάζονται πάλι και ο Μίμης τον πληγώνει θανάσιμα. Στο νοσοκομείο, η Λιόλια ίσα που προφταίνει να αντικρίσει τον ετοιμοθάνατο άντρα της πριν αυτός ξεψυχήσει.