Η σύζυγος
Το ρεσιτάλ ερμηνείας της Κλόουζ που θα της χαρίσει (;) το πρώτο της όσκαρ μετά από έξι ανεπιτυχείς προσπάθειες.
Η Τζόαν είναι η τέλεια σύζυγος. Επί σαράντα χρόνια έχει θυσιάσει τα όνειρα της για να στηρίξει το σύζυγο της και τη λογοτεχνική του καριέρα. Oταν εκείνος ετοιμάζεται να παραλάβει Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, η Τζόαν προβληματίζεται για το αν πρέπει να αποκαλύψει το μεγαλύτερο μυστικό της καριέρας του.
Ένας ακόμη γάμος που έχει χτιστεί με άνισους όρους δεν είναι νέο φρούτο στο σινεμά. Όμως η βράβευση και αποδοχή ενός άντρα για μια καλλιτεχνική καριέρα που οφείλεται στην «αόρατη» σύζυγό του, είναι μια ιστορία κατάλληλη για πολλά κινηματογραφικά επεισόδια. Το ίδιο μοτίβο είχαμε δει στο «Big eyes» του Τιμ Μπάρτον αν κι εκεί η διαμάχη για τα πνευματικά δικαιώματα των έργων της ζωγράφου Μάργκαρετ Κιν οδηγούσε σε άλλα δραματουργικά πεδία. Εδώ η ταινία διατηρεί τη χαμηλόφωνη ιδιαιτερότητα της στωικής ηρωίδας που θυσιάζει την προσωπικότητα, το ταλέντο και εντέλει τον ίδιο της τον εαυτό για το «καλό της οικογένειας».
Όταν όμως η Τζόαν φτάνει στα όρια της μετά και την τελευταία επίδειξη εγωπάθειας του νάρκισσου άντρα της (ο οποίος την απατά επανειλημμένα ακόμη και στα γηρατειά τους) φτάνει μπροστά στο δυσκολότερο μονοπάτι της ζωής της, έχοντας δίπλα της ένα δαιμόνιο ρεπόρτερ που υποψιάζεται την αλήθεια στη ζωή τους: ότι εκείνη, δηλαδή, είναι η συγγραφέας των βραβευμένων μυθιστορημάτων του άντρα της. Η κάμερα της σκηνοθέτιδος δεν στέκει όμως μεροληπτικά απέναντι στους δύο ήρωες της. Προσπαθεί πίσω από την επιφανειακή εικόνα του τέλειου γάμου, να εντοπίσει και να αναδείξει τις δυνάμεις εκείνες που κράτησαν δεμένο το ζευγάρι όλα αυτά τα χρόνια.
Να βρει ψήγματα της αληθινής αγάπης τους αν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Μια μαστόρικη και γοητευτική ανατομία ενός διαφορετικού γάμου είναι η «Σύζυγος», που εκτός του προφανούς (η αψεγάδιαστη εσωτερική ερμηνεία της Κλόουζ, αλλά και η ιδανική απόδοση ενός απαιτητικού ρόλου που δεν δείχνει με την πρώτη ματιά ως τέτοιος), έχει αρκετά ακόμη προτερήματα που αναδεικνύονται μεθοδικά, εύστοχα και με αφτιασίδωτη αμεσότητα. Το δε φινάλε είναι μια ολόκληρη σεκάνς ανθολογίας, που θα έκανε ακόμη κι έναν Μπέργκμαν να χειροκροτήσει από ικανοποίηση.