Έκθεση «Άλεξ Μυλωνά. Αναδρομική» στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά
Επανεκκίνηση του μουσείου για τη σύγχρονη γλυπτική, με τα «παιδιά» από σίδερο και μάρμαρο της γλύπτριας Άλεξ Μυλωνά
Στην καρδιά της Αθήνας, στο Μοναστηράκι, σε ένα εκλεκτικιστικό κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα, στεγάζεται ένα από τα πέντε μουσεία που συναποτελούν τον Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης ΜΟΜus, φιλοξενώντας τα «παιδιά» από σίδερο και μάρμαρο της γλύπτριας Άλεξ Μυλωνά
Σε μια άκρη της πλατείας Αγίων Ασωμάτων, στην έξοδο του σταθμού του Ηλεκτρικού στο Θησείο, ένα μικρό μουσείο αφιερωμένο στη σύγχρονη γλυπτική ετοιμάζεται να υποδεχθεί ξανά το κοινό του, έπειτα από μερικά χρόνια σιωπής, παρουσιάζοντας μια αναδρομική έκθεση του έργου της γυναίκας που το εμπνεύστηκε και το δημιούργησε, της γλύπτριας Άλεξ Μυλωνά (1920-2016).
Η επανεκκίνηση του Μουσείου Άλεξ Μυλωνά αποτελεί, ταυτόχρονα, την πρώτη δημόσια έκθεση του Οργανισμού που προέκυψε μετά τη συνένωση των πέντε μουσείων σύγχρονης τέχνης της Θεσσαλονίκης, του MOMus, καθώς το αθηναϊκό αυτό μουσείο τα τελευταία δέκα χρόνια λειτουργούσε υπό τη σκέπη του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Η «πρεμιέρα» αυτή δικαίως μονοπώλησε την παρουσίαση της αναδρομικής έκθεσης, καθώς, όπως τόνισε η Συραγώ Τσιάρα, αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του MOMus, η συνένωση αποτελεί «ένα καινοτόμο πείραμα που δημιουργεί ωσμώσεις», ενώ δεν παρέλειψε να υποσχεθεί πως «θα έχουμε και συνέχεια», αφού το Μουσείο Άλεξ Μυλωνά της Αθήνας πρόκειται να φιλοξενήσει μέρος της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, το φθινόπωρο του 2019.
Από τη μεριά της, η Μαρία Τσαντσάνογλου, αναπληρώτρια διευθύντρια του MOMus, τόνισε πως το Μουσείο θα αποτελέσει φιλόξενη στέγη για εκθέσεις με βάση τη γλυπτική, παρουσιάζοντας, παράλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα, αλλά και θεσμοθετώντας υποτροφίες για νέους γλύπτες.
Η διεθνώς αναγνωρισμένη γλύπτρια, Άλεξ Μυλωνά
Η Άλεξ Μυλωνά υπήρξε μία από τις ελάχιστες Ελληνίδες γλύπτριες με διεθνή παρουσία, κάτι που, σύμφωνα με την Συραγώ Τσιάρα δεν ήταν διόλου αυτονόητο στην εποχή της, αφού η γλυπτική θεωρούνταν κατεξοχήν ανδρική υπόθεση. Καλλιτέχνις θαρραλέα και ρηξικέλευθη, κατάφερε με την τέχνη της να επιβάλει την παρουσία της σε αυτόν τον ανδροκρατούμενο κόσμο.
Υπήρξε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που είχαν τη δυνατότητα να μην πουλήσουν τα έργα τους. «Μόνο ένα πούλησε στη ζωή της και αυτό το επαναγόρασε», σχολίασε η Ξανθίππη Χόιπελ, πρόεδρος του Ιδρύματος Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αυτό διευκόλυνε πολύ τη διοργάνωση της αναδρομικής, λέει ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Μπόλης, προϊστάμενος του μουσείου και επιμελητής της έκθεσης, στην οποία παρουσιάζεται ένα σημαντικό τμήμα της δουλειάς της Άλεξ Μυλωνά.
Τα γλυπτά που παρουσιάζονται
Η έκθεση εκτείνεται σε τρία επίπεδα, χωρίς να ακολουθεί αυστηρή χρονολογική αφήγηση, αλλά μάλλον παρακολουθώντας τις αλλαγές στα υλικά και στις φόρμες που επέλεγε μέσα στο χρόνο η γλύπτρια, ενώ στο ισόγειο φιλοξενείται μια αναβίωση του εργαστηρίου της.
Ξεκινά από τις ανθρωπομορφικές συνθέσεις της δεκαετίας του 1950, έργα εμβληματικά, όπως η «Μήδεια» ή η «Μπεριόσκα», όπου είναι εμφανής ο δημιουργικός της διάλογος με το έργο του Χανς Αρπ ή του Τζιακομέτι, με τους οποίους γνωρίστηκε στο Παρίσι, όπου διατηρούσε εργαστήριο.
Στη συνέχεια, η έκθεση περνά στις αφηρημένες μετωπικές μορφές από σίδερο, γλυπτά με αιχμηρές απολήξεις, σχεδόν χωρίς όγκο, που δημιουργεί κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, για να περάσει στο παιχνίδι ανάμεσα στο κενό και το πλήρες, που χαρακτηρίζει τις εύπλαστες φόρμες από αλουμίνιο που δημιουργεί κατά τη δεκαετία του 1970.
Το έργο της Άλεξ Μυλωνά
Η εξέλιξη του έργου της Άλεξ Μυλωνά δεν είναι γραμμική, δεν αποτελεί μια πορεία από την παραστατικότητα στην αφαίρεση· αντιθέτως, κατά καιρούς επιστρέφει στην παραστατικότητα, όπως δείχνουν τα εξπρεσιονιστικής έμπνευσης γλυπτά της της δεκαετίας του 1960.
Η άρση της αντίφασης αυτής φαίνεται ξεκάθαρα στα γλυπτά από μάρμαρο της τελευταίας δημιουργικής περιόδου της γλύπτριας, όπου κυριαρχούν αμιγή γεωμετρικά σχήματα από μάρμαρο, εμπνευσμένα από το φως του Αιγαίου, όπως στις ενότητες «Κυκλάδες» και «Άγγελοι».
Κορωνίδα αυτής της περιόδου αποτελούν δύο εμβληματικά γλυπτά, ο «Κούρος» και η «Κόρη», που επιστέφουν την έκθεση, τοποθετημένα στην υψηλότερη ταράτσα του κτιρίου, πλάι στο Παρατηρητήριο, απ’ όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει μια μοναδική θέα της Αθήνας, με την Ακρόπολη σε πρώτο πλάνο και τη θάλασσα να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.