Μισάνθρωπος στο Εθνικό Θέατρο – Ο Μολιέρος κάνει πάρτι
Δύο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα της μολιερικής κωμωδίας που ανεβαίνει στη σκηνή του κτιρίου Τσίλερ, παρακολουθήσαμε το πέρασμα της πρόβας του Γιάννη Χουβαρδά που σκηνοθετεί τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στον επώνυμο ρόλο
Τα καμαρίνια του Εθνικού έχουν γεμίσει από τις πρώτες πρωινές ώρες με τις γυναίκες του «Μισανθρώπου» που βάφονται και χτενίζονται γιορτινά. Η Ιωάννα Τσάμη αναζητά τους πρωταγωνιστές της για τις τελευταίες λεπτομέρειες των μεγαλόπρεπων κοστουμιών. Σιγά – σιγά, όλους τους ρουφάει η μαύρη τρύπα της σκηνής όπου αναζητούν τη θέση τους, λίγα λεπτά πριν χαμηλώσουν τα φώτα στην πλατεία και ακουστεί το «πάμε» του Γιάννη Χουβαρδά.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, αν και βρίσκεται εκεί για να παίξει και μόνο ,κρατά μια κάμερα χειρός και κινηματογραφεί, ο Χρήστος Λούλης γρατζουνάει την κιθάρα του, η Έλενα Τοπαλίδου κάνει ζέσταμα μ’ ένα παρατεταμένο σπαγκάτο και η αναρτημένη αυλαία γεμίζει από τα πρόσωπα των ηθοποιών και πιο συχνά από του «φιλόσοφου θυμού» του Αλσέστ.
Ξαφνικά, όλοι μαζεύονται στο κέντρο της σκηνής κι επιδίδονται σ’ ένα σιωπηλό, χωρίς μουσική χάλι γκάλι, ένα κεφάλαιο της παράστασης που τιτλοφορείται «πριν τις λέξεις». Μα οι λέξεις – εδώ στην πολυσήμαντη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη – δεν θ’ αργήσουν. Και οι ηθοποιοί θ’ αναζητήσουν τους ρόλους τους στην ενέργεια του λόγου.
Γεύση από πρόβαΕίναι νωρίς το πρωί αλλά τίποτα δεν εμποδίζει τον Μιχαήλ Μαρμαρινό να κυκλοφορεί με φράκο, γκρι φράκο. Και να χορεύει ρομαντικό μπλουζ αγκαλιάζοντας τη γυμνή πλάτη της Άλκηστις Πουλοπούλου. Το πάρτι αρχίζει ή τελειώνει; Απροσδιόριστο. Όμως, όλοι είναι παρόντες. Ο Χρήστος Λούλης που χορεύει και πίνει γουλιές ουίσκι, η Έμιλυ Κολιανδρή femme fatale μέσα στο μάξι δερμάτινο φόρεμα της, ο Γιάννης Βογιατζής με το ασπρόμαυρο tuxedo του, ο Δημήτρης Παπανικολάου που τραγουδάει επιτηδευμένα παράφωνα στην εξέδρα, η Έλενα Τοπαλίδου που πηγαινοέρχεται χαριτωμένη μέσα στο sixties φόρεμα της. Ο Λαέρτης Μαλκότσης που παίζει σαξόφωνο κι ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης που χτυπά ανυπόμονα το κουδούνι της ξύλινης εισόδου. «Όπου κοιτάζω γύρω μου άνανδρη κολακεία» εξίσταται ο Αλσέστ του Μιχαήλ Μαρμαρινού που, όσο κι αν εξαγγέλλει την επιθυμία του «να φύγει πέρα σε μιαν ερημιά», τόσο η φλόγα του για την καρδιά της εκνευριστικά κοκέτας Σελιμέν τον κρατά παρόντα σ’ αυτή την ξεκούρδιστη γιορτή.
Δεκάδες άδεια μπουκάλια από αλκοόλ αστράφτουν κάτω από τους προβολείς του φωτιστή Σίμου Σακερτζή, οι ασπρόμαυρες προβολές του Παντελή Μάκκα μεγεθύνουν κι άλλοτε παραμορφώνουν τα πρόσωπα του Λούλη, του Μαρμαρινού, του Βογιατζή μέχρι που ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς διακόπτει τη ροή της πρόβας γιατί δεν δουλεύουν όλα στην εντέλεια. Απομένουν, άλλωστε, δύο εβδομάδες για την πρεμιέρα του «Μισανθρώπου».
Το έργοΤο 1966 ο Μολιέρος πλησιάζει όσο ποτέ άλλοτε την τραγωδία παρουσιάζοντας τον αινιγματικό «Μισάνθρωπο»∙ μια σάτιρα για τη φαυλότητα στους κόλπους της αστικής τάξης του Παρισιού. Κεντρικός χαρακτήρας ο, για πολλούς καθρέφτης της προσωπικότητας του Μολιέρου, ο Αλσέστ που επιτίθεται εμμονικά στα κοινωνικά ήθη της εποχής του και αντιτάσσεται χωρίς περιστροφές στην αλλοτρίωση, την κολακεία, τον αμοραλισμό. Αχίλλειος πτέρνα του, η ωραία χήρα Σελιμέν, την οποία ποθεί τυφλά μολονότι συνοψίζει όλη την κακεντρέχεια που ο ίδιος αντιμάχεται.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με το έργο καθώς, όπως ομολογεί, πολλοί καλλιτέχνες – και όχι μόνο – αναγνωρίζουν στον εαυτό τους κάποιες πτυχές του Αλσέστ. «Ο απόλυτος ρομαντισμός του, η ακρότητά του, η τάση του για απομόνωση, το αίτημά του για άνευ όρων δικαιοσύνη, ακεραιότητα και αλήθεια, η ανιδιοτέλειά του, αλλά και οι αντιφάσεις του, ανέκαθεν συγκινούσαν και εξακολουθούν να συγκινούν τους περισσότερους από μας. Ιδιαίτερα το τελευταίο (εκτός από υπέροχος ουτοπιστής είναι ταυτόχρονα εγωπαθής, νάρκισσος, μονομανής και πολλά άλλα) όπως και η μέχρι τελικής πτώσεως εμμονική του αγάπη για το πλάσμα που ενσαρκώνει τα χειρότερα χαρακτηριστικά του κόσμου που εκείνος μισεί, τον καθιστούν έναν από τους πιο ανθρώπινους ήρωες του παγκόσμιου θεάτρου και αναδεικνύουν το έργο σε κορυφαία ποιητική δημιουργία», παρατηρεί και συνεχίζει: «Αν σ’ όλα αυτά προσθέσετε και την υπαρξιακή του ανάγκη να εντοπίζει και να καταδικάζει αδιάκοπα το ψέμα σ’ έναν κόσμο εθισμένο πια σ’ αυτό, έχετε τις βασικές αιτίες που καθιστούν το έργο αφόρητα σύγχρονο».
Στην έξοχη έμμετρη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη – την οποία έχει αναθεωρήσει καθώς πρώτη φορά την ακούσαμε στη μεταφορά του έργου από τον Λευτέρη Βογιατζή το μακρινό 1996 – ο λόγος καλείται να φωτίσει μια σειρά από κορυφαία θέματα της ύπαρξης. Όπως διαπιστώνει κι ο σκηνοθέτης στο κέντρο του σκηνικού σύμπαντος «βασιλεύει μια κοινωνία βουτηγμένη στη συναλλαγή, την ίντριγκα, την υποκρισία, την σκληρότητα, τον ανταγωνισμό, την βία και την διαφθορά».
Εκεί ακριβώς, εντοπίζει τη σπουδαιότητα του Μολιέρου, ο Χρήστος Λούλης: Στη δυνατότητα του να μιλάει για βασικά ζητήματα της ύπαρξης με μιαν ελαφρότητα. «Με το Μολιέρο μπορείς να μιλάς για πολύ σοβαρά θέματα, χωρίς την απαιτούμενη σοβαρότητα. Και είναι σπουδαίο αυτό το εργαλείο αν θέλει κανείς να εμβαθύνει. Γιατί στο τέλος, ο Μολιέρος διαπραγματεύεται το βαθύ, το σκοτεινό μας ντυμένο στο μανδύα μιας κωμωδίας» εξηγεί, καθώς συνδέεται ξανά με τον Γάλλο συγγραφέα – μετά το κύκνειο άσμα του Λευτέρη Βογιατζή τον «Αμφιτρύωνα».
Γαλουχημένη με το Μολιέρο, όπως και όλοι οι Γάλλοι μαθητές, η Άλκηστις Πουλοπούλου που – τι ειρωνεία, φέρει και το όνομα του «Μισανθρώπου» ενώ στην παράσταση υποδύεται το αντίθετο του – απολαμβάνει την άγρια σύγκρουση που φωλιάζει στο έργο του. «Είναι σπάνιο να συναντάς ένα κείμενο που δίνει τόσο ξεκάθαρα μια μετωπική σύγκρουση, φέρει αντιμέτωπους δυο ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Μόνο οι αρχαίοι τραγικοί το έχουν καταφέρει με την ίδια διαύγεια που το κάνει ο Μολιέρος».
Οι ρόλοι – Οι ηθοποιοίΗ συμμετοχή του Μιχαήλ Μαρμαρινού ως επικεφαλής της διανομής έχει εξ αρχής στρέψει τα φώτα του «Μισάνθρωπου» πάνω του. Ο Γιάννης Χουβαρδάς ορμώμενος από μια πολύχρονη, «βαθιάς αλληλοεκτίμησης» σχέση, αποφάσισε να του προτείνει τον επώνυμο ρόλο. «Για μένα είναι ο ιδανικός ηθοποιός, η ιδανική προσωπικότητα, για να ενσαρκώσει έναν τόσο δύσκολο μη-ρόλο. Η επικοινωνία μας στην διαδικασία των δοκιμών υπήρξε ουσιαστική και πιστεύω ότι το ήθος αυτού του πολυσύνθετου μη-ρόλου βρίσκει στον Μιχαήλ την υποδειγματική του έκφραση», σημειώνει.
Την ίδια ώρα, η παρουσία του Μαρμαρινού έχει προκαλέσει και εσωτερικό ενθουσιασμό στον υπόλοιπο θίασο που, όπως παρατηρεί ο Χρήστος Λούλης «έχω εντυπωσιαστεί από το πόσο ταπεινός και διαθέσιμος είναι, παρ’ότι είναι σκηνοθέτης με αυτή την πορεία. Κι αυτή η συμπεριφορά του μας εμπνέει, μας αναγκάζει να γίνουμε καλύτεροι, να είμαστε περισσότερο παρόντες μπροστά σε μια τέτοια ισχυρή προσωπικότητα όσο ο Μιχαήλ». Ερμηνεύοντας το αντικείμενο του πόθου του, τη Σελιμέν, η Άλκηστις Πουλοπούλου δεν φοβάται να αποκαλύψει «το δέος που ένιωσα στις πρώτες μας συναντήσεις. Αποδεικνύεται, όμως, ένας υπέροχος συνεργάτης, με ήθος, που ακούει τον συμπρωταγωνιστή του, που του παραστέκεται και του αφήνει ελευθερία να δράσει».
Μπροστά στο καλλιτεχνικό μέγεθος του Μαρμαρινού, ο Χουβαρδάς σπεύδει να αναγνωρίσει και τις αρετές του υπόλοιπου θιάσου: «Τη σκηνική ευφυΐα του Χρήστου Λούλη, την σαγηνευτική ζωντάνια της Άλκηστις Πουλοπούλου, τη βαθιά μουσικότητα της Έμιλυ Κολιανδρή, την ώριμη τρέλα του Δημήτρη Παπανικολάου, την αστείρευτη ευπλαστότητα του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, την καθηλωτική παρουσία του Λαέρτη Μαλκότση, την παιγνιώδη σοβαρότητα της Έλενας Τοπαλίδου και βέβαια την συγκινητική αφοσίωση του Γιάννη Βογιατζή. Χωρίς αυτούς τους ηθοποιούς ο καλύτερος Αλσέστ του κόσμου θα ήταν ένας μονοδιάστατος φαφλατάς» επισημαίνει.
Με εξαίρεση τον αθεράπευτο ρομαντισμό του Αλσέστ, στα όρια του δονκιχωτισμού οι υπόλοιποι χαρακτήρες του Μολιέρου είναι πρόσωπα διαβρωμένα από τις απολαύσεις και τις κραιπάλες.
Η Άλκηστις Πουλοπούλου εκπροσωπεί απόλυτα αυτόν τον κόσμο, υποδυόμενη τη Σελιμέν μια καταπιεσμένη γυναίκα που αναγκάστηκε να παντρευτεί σε νεαρή ηλικία. «Έτσι εξηγώ τη δίψα της για ζωή. Έχει χάσει τα χρόνια της αθωότητας της και τώρα παίζει με τους άνδρες σαν παιδί. Όμως σαν παιδί είναι αδίστακτη, σκληρή. Γι’ αυτό και δεν σκέφτεται τις συνέπειες».
Η Έμιλυ Κολιανδρή που υποδύεται την Αρσινόη, μια βαθιά κακιά ηρωίδα «και γι’ αυτό γοητευτική» δεν σταματά να σοκάρεται από τη διαπίστωση πως η κοινωνία μας ομοιάζει πολύ με το πάρτι του Μολιέρου, όπου «οι άνθρωποι σαπίζουν και παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να χορεύουν. Συνεπώς, δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς με τον αναχωρητή Μισάνθρωπο. Βέβαια, βλέπω με συμπάθεια και τον φίλο του, τον Φιλέντ γιατί πιστεύω πως είναι εξίσου ηρωικό να επιμένεις και να ζεις σε μια τέτοια κατάσταση».
Ο Χρήστος Λούλης από το ρόλο του Φιλέντ θαυμάζει την αρετή του Αλσέστ αλλά όχι με τον ίδιο κατηγορικό τρόπο. «Σ’ αυτή τη ζωή δεν βοηθάει ο ρομαντισμός, πόσω μάλλον όταν η κοινωνία απαιτεί με κάθε τρόπο από εμάς μια ελαστική ηθική. Κι έτσι ταυτίζομαι με τον ήρωα μου που δεν είναι ταλιμπάν της ηθικής χωρίς αυτό να σημαίνει πως αφήνεται να διαφθαρεί. Όπως κι εγώ, ο Φιλέντ θέλει να τον κάνουν παρέα. Σε αντίθεση με τον Μισάνθρωπο που δεν τον ενδιαφέρουν οι άλλοι. Ο Μισάνθρωπος αγαπάει τους ανθρώπους μόνο στην τέλεια εκδοχή τους».
Η σκηνοθεσίαΟ μοντερνικός, λιτός κώδικας που χαρακτηρίζει τις σκηνοθεσίες του Γιάννη Χουβαρδά εισβάλλει και στο μολιερικό σύμπαν. Αφομοιώνοντας τη σωματικότητα που χαρακτηρίζει τα έργα του Γάλλου συγγραφέα (εδώ με τη συνεργασία της Σταυρούλας Σιάμου στον σχεδιασμό της κίνησης) δημιουργεί ένα παράλληλο κόσμο δράσης με αυτό της σκηνής: Η πλοκή εξελίσσεται ενώ μια κάμερα κάνει focus στους ισχυρισμούς των προσώπων. Μια τεχνική που δοκίμασε ξανά φέτος στους «Παλιούς καιρούς» του Πίντερ – και η οποία αντλεί έμπνευση από την κινηματογραφική αισθητική του Βιγκώ και του Ρους.
Πρόθεση του, όπως δηλώνει, να καταγράψει «ένα αέναο, αδιέξοδο πάρτι με έρωτες, δολοπλοκίες, χρήμα, αλκοόλ, συμφέροντα, κλίκες, εξαχρείωση, προδοσία. Ένας αντιστέκεται. Με μια κάμερα-στυλό στο χέρι καταγράφει το ψέμα του καιρού του αναζητώντας λίγη εντιμότητα ικανή να λυτρώσει τον κόσμο. Ένας φανατικά μοραλιστής καλλιτέχνης σε φανατικά αμοραλιστικούς καιρούς. Ένας ασυμβίβαστος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το σινεμά-βεριτέ ως το μόνο μέσο που θα τον βοηθήσει ν’ αντέξει την αδυσώπητη πραγματικότητα γύρω του. Θα τα καταφέρει;».
Εξοικειωμένος εδώ και πολλά χρόνια με τη σκηνοθετική γλώσσα του Γιάννη Χουβαρδά, ο Χρήστος Λούλης εντοπίζει ένα μεγάλο στοίχημα στην προσπάθεια τους: «Επιδιώκουμε όλο αυτό να μη θυμίζει θέατρο, να είναι απαλλαγμένο από τη θεατρική σύμβαση ως μια φόρμα που θα έχει και ωμότητα και ποίηση».
Στην Κεντρική Σκηνή του κτιρίου Τσίλερ έχει γιορτή. Καλοντυμένοι καλεσμένοι, μισομεθυσμένοι, κεφάτοι, επιρρεπείς στο φλερτ, διασκεδάζουν με μουσική σε χαμηλό mode και ολοένα αδειάζουν μπουκάλια με αλκοόλ. Η Εύα Μανιδάκη – σταθερή συνεργάτιδα του Γιάννη Χουβαρδά – έχει φανταστεί το σπίτι της Σελιμέν «σαν ένα χώρο που δεν έχει χρόνο, εκεί που όπου συμβαίνει κάτι ατέρμονο». Η σκηνική κατασκευή της διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα με το τελευταίο να εκβάλει στην πλατεία καθώς μια σειρά από σκαλοπάτια φτάνουν μέχρι τα πόδια των θεατών. «Είναι μια υπόμνηση ότι και οι ίδιοι είναι καλεσμένοι ή συμμέτοχοι στο πάρτι» εξηγεί η σκηνογράφος. Το σύστημα των ασπρόμαυρων προβολών του Παντελή Μάκκα δημιουργεί παράλληλους χώρους μέσα στη σκηνή ολοκληρώνοντας το τοπίο της παράστασης που ο Γιάννης Χουβαρδάς περιγράφει ως εξής: «Ας πούμε ότι η δεξίωση, το πάρτι, η γιορτή, ξέφτισε πάνω στην κορύφωσή της. Ότι τα χρώματα σκλήρυναν κι έγιναν ασπρόμαυρα. Κι ότι τα φανταχτερά μπιχλιμπίδια βγαίνουν τώρα σαν αιχμηρά αντικείμενα στα χέρια των κυριών και των κυρίων».
Στο βάθος της πλατείας του Εθνικού θεάτρου, ο Κορνήλιος Σελαμσής συνομιλεί με το Γιάννη Χουβαρδά. Ο τελευταίος του έχει ζητήσει μια σαφή μουσική δραματουργία με τολμηρές στιγμές. Παρά τα έντονα τζαζ μοτίβα, το ύφος της μουσικής δεν μοιάζει να τον απασχολεί. Ο Σελαμσής έχει συνθέσει τη μουσική που θα ακουγόταν σ’ ένα κανονικό πάρτι. Γι’ αυτό το λόγο, έχει καταλήξει σε «μια διασκεδαστική μουσική ροή που συντονίζεται με αυτό το παράλληλο σύμπαν στο οποίο κατοικούν οι ήρωες» στην, κατά Χουβαρδά, απόδοση και «παραμορφώνει γνωστές ακουστικές καταβολές». Επικουρικά, μαζί με τους ηθοποιούς που πειραματίζονται με διάφορα μουσικά όργανα – ο Χρήστος Λούλης παίζει κιθάρα και ο Λαέρτης Μαλκότσης σαξόφωνο – θα βρίσκεται και ο μουσικός Γρηγόρης Ελευθερίου.
“Ο Μισάνθρωπος“, του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά
Εθνικό Θέατρο – Kεντρική Σκηνή, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , τηλ. 210.5288170-171,
210.7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας), στο www.ticketservices.gr και στο tickets.public.gr
—
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Tετάρτη, Κυριακή στις 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30
—
Τιμές εισιτηρίων:
25€ (Διακεκριμένη ζώνη), 18€ (Α΄ Ζώνη), 15€ (A΄Εξώστης), 10€ (Β΄
Εξώστης)
Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη: 18€ (Διακεκριμένη ζώνη), 15€ (Α΄Εξώστης), 10€ (Β΄ Εξώστης)
Κάθε Παρασκευή: 18€ (Διακεκριμένη ζώνη), 13€ (Α΄και Β΄ Εξώστης)
Ειδικές τιμές: Φοιτητικό-Νεανικό 10€ (κάθε Πέμπτη)
Άνω 65 ετών 10€ (κάθε Τετάρτη)
Κάρτα ανεργίας 5€ (κάθε Τετάρτη και Πέμπτη)
ΑΜΕΑ 5€ και συνοδός 5€ (καθημερινά & Σαββατοκύριακο)
Πολύτεκνοι 10€ (καθημερινά & Σαββατοκύριακο)