Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θεάτρου Τέχνης, το Μάρτιο του 2014 – ακριβώς πριν από πέντε χρόνια δηλαδή – η Μαριάννα Κάλμπαρη θα ταύτιζε το σκηνοθετικό της διατύπωμα με τον πολιτικό λόγο. Μετά το φεστιβαλικό ντεμπούτο της με το νεόκοπο, τότε, έργο του Ανδρέα Φλουράκη «Θέλω μια χώρα», η διαδρομή στα καθαρόαιμα πολιτικά έργα θα ήταν αδιάκοπη: «Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Βιτράκ, «Δούλες» του Ζενέ, «Μήδεια» του Ευριπίδη, «Ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου και τώρα οι «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ.
«Ακόμα κι όταν πρόκειται για συγκυρία ή για ανάγκη του ρεπερτορίου του Θεάτρου Τέχνης -πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά από τη στιγμή που ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση – είναι γεγονός πως το ζήτημα της εξουσίας με απασχολεί πάντα» συμφωνεί και η ίδια. «Το άγριο παιχνίδι της εξουσίας παίζεται παντού: Στον έρωτα, στην οικογένεια, σε ολόκληρη την κοινωνία. Διέπει όλες μας τις σχέσεις. Καθορίζει όλη μας τη ζωή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, όσο πιο έντονη πολιτική διάσταση έχει ένα έργο, τόσο περισσότερο με αφορά» παρατηρεί η ίδια.
Για την Κάλμπαρη όλα τα μεγάλα – είτε κλασικά είτε σύγχρονα – κείμενα είναι πολιτικά αφού «πολιτική είναι η στάση μας απέναντι στη ζωή, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο, η θέση μας μέσα στον κόσμο». Και μολονότι φτάνει στη σκηνοθεσία του Εντεν Βον Χόρβατ εξ αντανακλάσεως – λόγω της ξαφνικής λήξης της συνεργασίας του Θεάτρου Τέχνης με το Νίκο Μαστοράκη – όχι μόνο ‘σκοντάφτει’ σ’ ένα σημαντικό κείμενο αλλά και σ’ ένα έργο που αντανακλά απευθείας στα ενδιαφέροντα της. «Ναι, το έργο του Χόρβατ πάντως είναι βαθιά πολιτικό. Μας δείχνει κατάμουτρα το λόγο για τον οποίο οδηγήθηκε η Ευρώπη στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Ιδού’ – είναι σαν να μας λέει – ‘ιδού η δύναμη της βλακείας, κυρίες και κύριοι. Ιδού που μπορεί να οδηγήσει η ανίκητη βλακεία. Όπου υπάρχει αμορφωσιά, θρησκοληψία, προκαταλήψεις, συμφεροντολογισμός, βρίσκει έδαφος και ο φασισμός’. Κι εμείς με τη σειρά μας λέμε: Φυλαχθείτε! Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται…».
Στη Βιέννη του ’30Ο Ούγγρος Χόρβατ γράφει ένα κείμενο που εκτυλίσσεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου όταν η οικονομική κρίση και η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού διαβρώνει τα πάντα γύρω. Τοποθετεί στο κέντρο της πλοκής τους μικροοαστούς που θεμελίωσαν περισσότερο από καθέναν την κοινωνική παρακμή εκείνης της περιόδου και παρακολουθεί την ιστορία της νεαρής Μαριάνε (την ερμηνεύει η Κωνσταντίνα Τάκαλου) που, υπό την πίεση του πατέρα της (Νίκος Χατζόπουλος) αναγκάζεται να αρραβωνιαστεί έναν απλοϊκό χασάπη. Όμως, όταν γνωρίζει έναν ωραίο τυχοδιώκτη, τον Άλφρεντ θα εγκαταλείψει τα πάντα για να τον ακολουθήσει…
Η σκηνική ανάγνωση του ΧόρβατΜελετώντας αυτό το υλικό, η Μαριάννα Κάλμπαρη εστιάζει «στο κομμάτι της θρησκείας ή καλύτερα της θρησκοληψίας που χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους ήρωες και παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο έργο. Όλα είναι σταλμένα από τον Θεό. Ο Θεός ξέρει. Ο Θεός αποφασίζει. Οι άνθρωποι απλώς υπομένουν και έχουν την υποχρέωση να “κάνουν το σωστό, το ηθικό”. “Αυτό που πρέπει”. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος (για την ακρίβεια η Μαριάνε) επιχειρεί να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο ζώντας τον έρωτα και τη ζωή που επιθυμεί, τότε σύσσωμη η μικρή κοινότητα και ουσιαστικά η κοινωνία ολόκληρη στρέφεται εναντίον της. “Όποιος ζωγραφίζει τα λιβάδια γαλάζια και τον ουρανό πράσινο, πρέπει να στειρωθεί” είχε πει ο Χίτλερ. Όμως, ο Χόρβατ το πάει ακόμα παραπέρα: Η Μαριάνε δεν μπορεί καν ‘να ζωγραφίσει τον ουρανό πράσινο’. Παραμένει δυστυχώς μια αμόρφωτη, ακαλλιέργητη μικροαστή. Με τι όπλα να διεκδικήσει μια καλύτερη, μια διαφορετική ζωή; Όσο κι αν θέλει να ξεφύγει από το περιβάλλον της, κανένα ‘σύμπαν’ δεν πρόκειται να συνωμοτήσει για να το καταφέρει… Αλίμονο! Η επιθυμία από μόνη της, δε φτάνει».
Η σκηνική ανάγνωση της τονώνει αποφασιστικά τον πολιτικό χαρακτήρα του έργου. Ακολουθώντας την κινηματογραφική του δομή – αποτελείται από 13 σκηνές στις οποίες έχουν προστεθεί δύο ακόμα, της έναρξης και του φινάλε – η Κάλμπαρη αναθέτει σε μια από τις πρωταγωνίστριες της παράστασης (Μαριλένα Μόσχου) να εκφωνεί κάθε φορά τις σκηνικές οδηγίες του Χόρβατ παρουσία των ηθοποιών. Έτσι, οι τελευταίοι ‘μπαίνουν’ φανερά στους ρόλους τους σαν να υπενθυμίζουν συνεχώς πως “παίζουν”, αναπαριστούν την Ιστορία. «Και την παίζουν σήμερα, το 2019 και όχι το 1931 που γράφτηκε. Σήμερα που ξέρουμε τι συνέβη τότε. Και που ξέρουμε τι δεν πρέπει να ξανασυμβεί σήμερα».
Την ίδια ώρα, συνδέει τη μουσική με τη δραματουργία, αναθέτοντας της ένα ρόλο μέσα στο έργο. «Η μουσική δεν υπογραμμίζει, δε συνοδεύει – μιλάει» παρατηρεί χαρακτηριστικά. Είτε ζωντανά (από την Μαρίνα Χρονοπούλου που κάθεται στο πιάνο) είτε ηχογραφημένα τα γνωστά βαλς του Γιόχαν Στράους σε διάφορες εκτελέσεις γεφυρώνουν μεταξύ τους τις σκηνές.
Οι «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» που ανεβαίνουν για τρίτη εβδομάδα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης φαίνεται πως είναι ένας ακόμα σταθμός ανάμεσα στα έργα πολιτικής θεματικής με τα οποία θα ήθελε να καταπιαστεί η Μαριάννα Κάλμπαρη. Αν την ρωτήσεις έχει ‘πρόχειρα’ να καταθέσει τα ονόματα συγγραφέων αιχμής με τα οποία θα ήθελε να καταπιαστεί: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαξ Φρις, Πέτερ Βάις, Έντουαρντ Μποντ… «Αυτοί είναι οι πρώτοι που μου έρχονται στο νου» λέει. «Αν και, όπως είπα νωρίτερα, πολιτική διάσταση υπάρχει σε όλα τα καλά, σημαντικά κείμενα. Σε όποια εποχή κι αν έχουν γραφτεί ή πρόκειται να γραφτούν».