Με τη Μάρθα Φωκά στο μαγικό κόσμο της μάσκας
Η σταθερή συνεργάτιδα του Σίμου Κακάλα, η δημιουργός που τοποθέτησε ξανά τη μάσκα στο κέντρο της θεατρικής σκηνής ανοίγει το εργαστήριο της και μας συστήνεται.
Στη μικρή αυλή της στο Κουκάκι, γύρω από τις ρίζες ενός δέντρου αβοκάντο, αναπαύονται πήλινες μάσκες. Γελάει όταν αποκαλεί το παρτέρι «νεκροταφείο» αφού εκεί, με τις πρώτες σταγόνες της βροχής, ο πηλός θ’ αρχίσει να λιώνει και να επιστρέφει στη γη απ’ όπου προέρχεται. Στο εργαστήρι της Μάρθας Φωκά, πάλι, έχουν γεννηθεί μερικές από τις ωραιότερες μάσκες στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο.
Ανάμεσα σε μπογιές ώχρας, γάζες, πηλό, πινέλα, ένα σωρό πρόσωπα έχουν καρφώσει τα μάτια τους στο κενό ή πάνω μας – δεν μπορείς να διακρίνεις με σιγουριά. «Έχει κόσμο εδώ», λέει η Μάρθα Φωκά χαριτολογώντας, ανοίγοντας την πόρτα στο μαγικό κόσμο της.
Οι πρώτες κατασκευέςΠάνε χρόνια από τότε που οι μάσκες της θα εφάρμοζαν για πρώτη φορά στα πρόσωπα της Έλενας Μαυρίδου, του Μανώλη Μαυροματάκη και του Θοδωρή Οικονομίδη στο θρυλικό «Λιωμένο βούτυρο» εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για τη χρήση της μάσκας στην ελληνική σκηνή. Μαθήτρια της γλύπτριας Τίνας Παραλή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο η ίδια, θα έπαιρνε από τα χέρια της τη σκυτάλη κατασκευής μασκών για τις παραστάσεις του Σίμου Κακάλα. Θεσσαλονίκη ακόμα, στα μέσα των zeros. «Έχοντας κουραστεί να δουλεύει στο θέατρο, η Τίνα αναζητούσε κάποιον άλλον να αναλάβει τα καθήκοντα της∙ και για κάποιο λόγο πρότεινε εμένα. Ήταν, ας πούμε, ένα συνοικέσιο» εξηγεί η ίδια. Ένα συνοικέσιο που, ωστόσο, εξελίχθηκε σε έρωτα.
Σταθερή συνεργάτιδα του Σίμου Κακάλα έκτοτε – ακολούθησε η «Γκόλφω» σε διάφορες εκδοχές, η «Ερωφίλη», ο «Ορέστης», ο «Βαφτιστικός», τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» κ.ο.κ., η Μάρθα Φωκά θα έβαζε τη μάσκα ξανά στην φαρέτρα των βασικών λειτουργικών εργαλείων του θεάτρου. «Είναι αλήθεια πως πριν παρακολουθήσουμε τη δουλειά του ‘Χώρου’ δεν είχαμε δει κάτι παρόμοιο. Ο μοντερνισμός είχε κάπως δαιμονοποιήσει τη μάσκα και η νεότερη γενιά την αντιλαμβανόταν ως αξεσουάρ ενός κοστουμιού. Με τον καιρό διαπιστώσαμε πως υπάρχει κι άλλος τρόπος να υπάρξει. Γιατί ο ηθοποιός παίζει με τη μάσκα. Η μάσκα είναι ζωτικό στοιχείο του χαρακτήρα, είναι ο μισός ήρωας, κομμάτι της υποκριτικής τέχνης».
Οταν η μάσκα εκθέτει τον ηθοποιόΠαρότι κλασικό στοιχείο της εκφραστικής σκηνικής λειτουργίας – ίσως και χάρη στο λεξιλόγιο του Σίμου Κακάλα – η μάσκα επανήλθε ως στοιχείο πειραματισμού στο θέατρο αφού επέβαλλε ένα πιο σύνθετο, πιο ερευνητικό τρόπο υπόδησης. «Υπάρχει η εντύπωση ότι η μάσκα είναι εργαλείο για να κρυφτεί ο ηθοποιός. Το αντίθετο! Όλες οι ατέλειες του γιγαντώνονται. Ο ηθοποιός δεν μπορεί να δουλέψει επιφανειακά με τη μάσκα» ξεκαθαρίζει η Μάρθα Φωκά. «Πρέπει να την κρατήσει ζωντανή. Η μάσκα του δίνει κάποια στοιχεία – αφού έχω προηγουμένως φανταστεί τον ήρωα και δίνω στον ηθοποιό μια κατεύθυνση – αλλά ο ίδιος πρέπει να βρει λύσεις για όλα τα υπόλοιπα. Ακόμα και να του παραδώσω την τελειότερη μάσκα θα είναι νεκρή αν δεν την υποστηρίξει. Μόνον έτσι ένας ρόλος μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένα» παρατηρεί.
Η θεία που έγινε… μάσκαΌσο κι αν ακούγεται περίεργο, η δουλειά της δεν ξεκινάει στο εργαστήριο αλλά στο θέατρο. Είναι πάντα παρούσα στην πρώτη φάση των προβών, συλλέγει πληροφορίες για τους χαρακτήρες, συζητάει με τον εκάστοτε σκηνοθέτη για την ‘γραμμή’ της παράστασης, κάνει την προσωπική της έρευνα (σε βιβλία, φωτογραφίες, σχέδια) και μόνο τότε απομονώνεται στο εργαστήριο.
Η δουλειά στη μάσκα έχει οδηγήσει τη Μάρθα Φωκά να εξελιχθεί σε κυνηγό εκφράσεων. Έχει ξοδέψει άπειρες ώρες να παρατηρεί τους άλλους, τους φίλους της, τους άγνωστους στο δρόμο, στο λεωφορείο, τους θεατές στο θέατρο. Όταν ξεκινούσε, βέβαια, τα ερεθίσματα της προέρχονταν από το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Οι μάσκες στο «Λιωμένο βούτυρο» δεν ήταν παρά παραλλαγές του προσώπου του παππού της και μιας θείας της, την συμπεριφορά και τα ανατομικά χαρακτηριστικά των οποίων τυποποίησε. «Ο Σίμος (Κακάλας) με πειράζει λέγοντας μου πως στις μάσκες μου αναγνωρίζει συνεχώς το κούτελο μου! Δεν θα πω ψέματα, το πρόσωπο μου είναι εκείνο που βλέπω κάθε μέρα στον καθρέφτη», λέει αυτοσαρκαζόμενη.
Η παρατήρηση των εκφράσεων την έχει βάλει σε μια διαδικασία παρατήρησης του ανθρώπινου είδους, υψώνοντας τη μάσκα όχι μόνο σε υλικό τέχνης αλλά και σε ανθρωπολογικό υλικό. «Το ένα φέρνει το άλλο. Η μάσκα έχει να κάνει με τον άνθρωπο κι αυτό με βγάζει διαρκώς από τα όρια του θεάτρου. Διακρίνω πράγματα και αντιδράσεις που για κάποιους δεν θα σημαίνουν τίποτα και κάποιοι άλλοι θα αγνοήσουν παντελώς∙ αλλά για μένα είναι μια ολόκληρη μελέτη πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά».
Η μάσκα, εξάλλου, είναι μια υπαρξιακή συνθήκη που στην εποχή των social media έχει διευρυνθεί ανεξέλεγκτα. «Όλοι μπαίνουμε σε ρόλους, είναι αναπόφευκτο» σχολιάζει. «Κανείς δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι, κανείς μας δεν θα φτάσει σε μεγάλα επίπεδα συνειδητότητας. Συνεπώς, η μάσκα είναι μια πρόχειρη λύση. Με αυτήν δεν χρειάζεται να κρύψεις την ταυτότητα σου απλώς να τη μακιγιάρεις κάπως».
Γύρω μας, μάσκες νεκρικά σιωπηλές αλλά τελικά ομιλούσες συνωστίζονται πάνω σε ξύλινα ράφια: Μια πρότυπη νεκροκεφαλή από πηλό, το πουλί της «Ερωφίλης», το γαλάζιο βλέμμα της Κάθριν Ερνσω από τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», οι λευκές μάσκες με τα σχιστά μάτια του «Yo κι χι» δημιουργούν μια πλατιά υφολογική γκάμα. Μάσκες με ρεαλιστικά ή εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά, επιρροές από το θέατρο No και την Comedia del arte επεκτείνουν διαρκώς την παλέτα δημιουργίας της Φωκά, την οποία φροντίζει να αλλάζει από παράσταση σε παράσταση, χρόνο με το χρόνο. «Τα υλικά μου είναι τα ίδια από την εποχή που ξεκίνησα∙ όμως, εκείνο που προσπαθώ είναι να πηγαίνω παραπέρα την τεχνική μου και τη σχέση με το γλυπτό. Επιπλέον, έχω μειώσει το χρόνο που βρίσκομαι πάνω από το γλυπτό. Θυμάμαι, κάποτε μου έπαιρνε δυο εβδομάδες ενώ πλέον χρειάζομαι λιγότερο από μια μέρα. Εννοείται πως για να φτάσω σε αυτό το επίπεδο πέταξα άπειρες μάσκες στα σκουπίδια».
Απολογείται κάπως ενοχικά για τη σκόνη που τρίζει στα πλακάκια, φοράει την ποδιά της και σκύβει πάνω από μια στρουμπουλή μορφή από πηλό. Μετά το γλυπτικό στάδιο, θα φτιάξει ένα γύψινο αντίγραφο του και στη συνέχεια θα περάσει στο υλικό της μάσκας που αποτελείται από τρεις στρώσεις γάζας (ναι, τις γνωστές μας ιατρικές γάζες) κι ενδιάμεσα μια στρώση γυψόγαζας. Για το τέλος, μένει το δύσκολο έργο της ζωγραφικής.
Αυτή την εποχή δουλεύει για τρεις παραγωγές: Μόλις έχει παραδώσει έξι μάσκες για την «Κερένια κούκλα» του Χρηστομάνου όπως θα τη μεταφέρει στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής ο Σίμος Κακάλας, για τους «Μίμους» του Ηρώνδα σε σκηνοθεσία της Αννας Κοκκίνου που θα ανέβουν στη Σφενδόνη και τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Γκολντόνι που σκηνοθετεί ο Μιχάλης Σιώνας για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Η φετινή ήταν η πρώτη σεζόν, που αφιερώθηκε αποκλειστικά στην κατασκευή μάσκας – χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει παράλληλα και ως ενδυματολόγος ή σκηνογράφος σε μικρότερης κλίμακας παραστάσεις. «Αποφάσισα να αφοσιωθώ εκεί που ξέρω πως είμαι καλή» λέει υπονοώντας πως ο βιοπορισμός είναι μια άλλη, μάλλον πικρή, ιστορία. «Πέρασαν πολλά χρόνια για να πω ότι μπορώ να ζήσω φτιάχνοντας μάσκες. Εννοείται πως ποτέ δεν θα γίνω πλούσια αλλά κάπως είναι πιο αισιόδοξα τα πράγματα πια. Σαφώς, έχει συμβάλλει σε αυτό πως είμαι πιο γρήγορη, πιο αποτελεσματική αλλά κι από την άλλη δεν θέλω να μεγαλώσω την παραγωγή μου σε… βιομηχανική» σημειώνει.
Η θεατρική χρονιά που ολοκληρώνεται την βρήκε πάντως στην πιο παραγωγική της περίοδο. Μέχρι στιγμής, έχει παραδώσει 60 μάσκες – «αριθμό ρεκόρ», όπως λέει – ανάμεσα τους και τις πιο δύσκολες τεχνικά, αυτές που παρουσίασε για τον «Καταποντισμό του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου.
Η παιδική “προφητεία”Η Μάρθα Φωκά ανήκει κι εκείνη στη μεγάλη κατηγορία των Ελλήνων καλλιτεχνών που οδηγούνται στην τέχνη από προσωπικά κίνητρα, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το όποιο επίπεδο βιοπορισμού τους εξασφαλίζει. «Είδα τι σημαίνει αυτή η δουλειά, την αγάπησα, με συγκίνησε και μετά ήθελα κι άλλο. Αυτό που παίρνω φτιάχνοντας μάσκες δεν μπορώ να το πάρω από πουθενά αλλού» λέει. Πρόσφατα, η μητέρα της έδωσε κι ένα κάπως μεταφυσικό κίνητρο στην επιλογή της. «Ανακάλυψε μια έκθεση μου της Β΄ Δημοτικού με ερώτημα ‘τι θα ήθελες να κάνεις για πολλή ώρα;’. Ε, κι εγώ είχα γράψει πως ‘θέλω να κάνω χειροτεχνίες γιατί μου αρέσει να κόβω με το ψαλίδι μου και να ζωγραφίζω. Μακάρι να κάθομαι πολλή ώρα’».
Όπερ και εγένετο. Μετά από 13 χρόνια εντατικής δουλειάς, η Μάρθα Φωκά στοχεύει να εξελίξει την τέχνη της στη γλυπτική δοκιμάζοντας να πειραματιστεί και σε μεγαλύτερα μεγέθη αλλά και να ερευνήσει «τι μπορεί να σημαίνει μάσκα για το υπόλοιπο σώμα». Έχει πάντως καταλήξει πως «η μάσκα είναι ένα σύμπαν λίγο κουνημένο. Είναι κάτι που νομίζεις πως είναι πολύ κοντά σου αλλά τελικά δεν αγγίζει την πραγματικότητα, βαδίζει λίγο στον αέρα. Ανήκει και δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο. Ίσως ν’ ακούγεται λίγο μεταφυσικό, αλλά έτσι είναι».
Η «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου κάνει πρεμιέρα στις 7 Μαρτίου στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, 2130-885700). Η μουσική είναι του Τάσου Ρωσόπουλου. Σκηνοθετεί ο Σίμος Κακάλας.
Ερμηνεύουν οι Αρκάδιος Ρακόπουλος, Θεοδώρα Μπάκα, Γιάννης Καλύβας Στελίνα Αποστολοπούλου, Τζούλια Σουγλάκου, Σοφία Κυανίδου, Λυδία Αγγελοπούλου, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Λυδία Ζερβάνου, Διονύσης Τσαντίνης, Γιάννης Φίλιας, Δημήτρης Ναλμπάντης και Κωστής Μαυρογένης.
Οι «Μίμοι» του Ηρώνδα ανεβαίνουν τέλη Μαρτίου στο θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, Ακρόπολη, 215-5158968). Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί η Αννα Κοκκίνου.
Παίζουν επίσης οι Ρηνιώ Κυριαζή, Νίκος Νίκας, Ρίτα Λυτού, Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Αλκίνοος Δωρής.
Ο «Υπηρέτης των δύο αφεντάδων» του Γκολντόνι κάνει πρεμιέα στις 8 Μαρτίου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σκηνοθετεί ο Μιχάλης Σιώνας. Παίζουν οι Θανάσης Ραφτόπουλος, Νίκος Ορτετζάτος, Άννα Σωτηρούδη, Γιάννης Τσεμπερλίδης κ.α.