Κριστιάν Λούπα: «Το θέατρο είναι ευκαιρία για να ζήσουμε μια πιο βαθιά ζωή από την πραγματική»
Ο κορυφαίος Πολωνός σκηνοθέτης, που βρίσκεται από χθες στην Αθήνα προσκεκλημένος της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μιλάει για τον δυστοπικό Κάφκα και τον ρόλο της Τέχνης σε μια κοινωνία που καταστρατηγείται από, πάσης φύσεως, καθεστώτα.
Καθώς μιλάει, συνηθίζει να στρέφει τα γαλάζια του μάτια προς τα κάτω. Γιατί ο Κριστιάν Λούπα δεν χρησιμοποιεί το διαπεραστικό του βλέμμα προκειμένου να κεντρίσει την προσοχή του συνομιλητή του, όσο τον λόγο του. Δεν έχουν περάσει ούτε δώδεκα ώρες από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η πρώτη βραδιά της επικής «Δίκης» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης – με τον ίδιο να σχολιάζει προβοκατόρικα την εξέλιξή της από μικροφώνου. Κι όμως, το επόμενο πρωινό βρίσκει τον 75χρονο Πολωνό σκηνοθέτη να εξηγεί με διαύγεια τη σχέση του με τον «καταθλιπτικό» Κάφκα, τη ματιά του στο θέατρο και το επείγον πολιτικό διατύπωμα της Τέχνης.
Ο διωγμός και η στήριξη της ΣτέγηςΟ ερχομός του Λούπα στην Αθήνα είναι απόρροια της πολιτικής κατάστασης στην πατρίδα του. Ο εκτοπισμός του ίδιου και της ομάδας του από το Teatr Polski – εξαιτίας της τοποθέτησης εγκάθετου καλλιτεχνικού διευθυντή από την ακροδεξιά κυβέρνηση – τον ανάγκασε να αναζητήσει συνομιλητές στην Ευρώπη προκειμένου να ολοκληρώσει το καφκικό ανέβασμα. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ήταν ο πρώτος, εκτός Πολωνίας, οργανισμός που έσπευσε να ενισχύσει την παραγωγή – η οποία μετά την περιπέτεια καταφανούς λογοκρισίας βρέθηκε να εκθέτει το νέο καθεστώς της χώρας. «Απέφευγα τον Κάφκα πιστεύοντας πως είναι πεσιμιστής, καταθλιπτικός. Όμως, η κοινωνική κατάσταση στην Πολωνία έχει σκοτεινιάσει τόσο που, πλέον, θυμίζει το σύμπαν του» εξηγεί ο κορυφαίος Πολωνός σκηνοθέτης.
Η σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται με τα στόματά τους σφραγισμένα από μαύρη ταινία και στη συνέχεια εκτελούνται αναδείχθηκε, μοιραία, σε σύμβολο της παράστασης. Ο Λούπα δεν διστάζει να προβλέψει την επανάληψη αντίστοιχων φαινομένων. «Πείτε το φουτουριστική προαίσθηση» λέει χαρακτηριστικά. «Όταν κατά τη δεκαετία του ’30 επιβλήθηκε το Γ΄ Ράιχ, κανείς δεν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Κι όσοι την διέκριναν θεωρήθηκαν υπερβολικοί. Η σημερινή συνθήκη μοιάζει αρκετά. Σαφώς και δεν είμαστε ικανοί να εκτιμήσουμε πού μπορεί να μας οδηγήσει η καλλιέργεια του μίσους και του αποκλεισμού ολόκληρων κοινωνικών ομάδων».
Γεννημένος το 1943, δύο χρόνια πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και γαλουχημένος στην Κομμουνιστική Πολωνία διαπιστώνει με τόλμη πως η μετάβαση στην ακροδεξιά κατάσταση δεν παρουσιάζει διαφορές – αντίθετα «μεγάλες ομοιότητες που δεν μπορούμε να παραλείψουμε» όπως ομολογεί. Ο φασισμός, δηλαδή, είναι ίδιον κάθε καθεστώτος. «Ημουν από τους πρώτους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησα δημόσια τον όρο του φασισμού στην Πολωνία και δέχθηκα πολλές επιθέσεις γι’ αυτό. Ομως, ο φασισμός δεν αφορά μόνο σε μιαν ιστορική συνθήκη αλλά κυρίως στην πνευματική σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο. Στην αναζήτηση της εξουσίας οι άνθρωποι φτάνουν με δύο τρόπους: Είτε γιατί στοχεύουν να προσφέρουν κάτι καλό στον κόσμο γύρω τους είτε γιατί προσπαθούν να καλύψουν ένα εσωτερικό κενό που εκτονώνεται με την έκφραση του κακού». Η κρατούσα κατάσταση στην Πολωνία παραπέμπει, σύμφωνα με τον Λούπα, σε ένα περιβάλλον σχιζοφρένειας αφού οι «σημερινοί ακροδεξιοί κυβερνώντες προέρχονται από την ίδια κομμουνιστική πραγματικότητα στην οποία ανατράφηκα κι εγώ. Κι ενώ ισχυρίζονται ότι πρεσβεύουν αντι-κομμουνιστικά ιδεώδη εφαρμόζουν πρακτικές ίδιου τύπου. Στην πραγματικότητα, δεν αντιμάχονται τον Κομμουνισμό αλλά απλώς πολιτικές ομάδες που δεν τους βολεύουν. Αντιλαμβάνεστε την παραδοξότητα όλου αυτού» σημειώνει.
Λάβρος για την εξουσία της ΕκκλησίαςΚαι δεν είναι μόνο η πολιτική συνθήκη που εκθέτει ο Λούπα στη «Δίκη» αλλά και η θρησκευτική. Η ενοχή του Τζόζεφ Κ., και η σύλληψη του για μιαν ανείπωτη κατηγορία συνδέεται έντονα με την ενοχή της ερωτικής επιθυμίας που καλλιεργεί επίμονα κι αδιάλλειπτα η Εκκλησία, ως μια άλλη πηγή εξουσίας. «Ο Καθολικισμός περιορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Ως πιστός ο καθολικός αισθάνεται ότι κουβαλά παντού το κουτί της Πανδώρας, εκεί που φυλάει τις ερωτικές του επιθυμίες. Ζει υποσυνείδητα διαρκώς με τη σκέψη της αμαρτίας αφού η καθολική ηθική απευθύνεται μόνο σε απαγορεύσεις – όχι στο πως μπορεί να κάνει μια καλή πράξη. Κι αυτό οδηγεί σε μιαν ανάπηρη ζωή, αφού θαύουμε την προσωπική μας θέληση» λέει, στηλιτεύοντας ξεκάθαρα και την παντοδύναμη καθολική Eκκλησία.
Μετά τη «Δίκη» τι;Παρά την απειλητική συνθήκη που εδραιώνεται στην πατρίδα του – πόσω μάλλον όταν ο ίδιος έχει ήδη μπει στο μάτι του κυκλώνα – ο Κριστιάν Λούπα δεν το βάζει κάτω. Μετά την «Δίκη» σκοπεύει να ανεβάσει ένα νέο, πολιτικού περιεχομένου, project, βιτριολικό σχόλιο για την ανελεύθερη Πολωνία και την υπερσυντηρητική της κυβέρνηση που διώκει ή περιθωριοποιεί τους πνευματικούς ανθρώπους και όλους όσοι την αμφισβητούν. Τίτλος της, το «Κάπρι, το νησί των διωγμένων». «Οι καλλιτέχνες έχουμε τη δυνατότητα να αποχωρούμε από την πραγματικότητα κάθε φορά που δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε ελεύθερα. Τότε επισκεπτόμαστε ένα νησί, όπως είναι το Κάπρι. Οταν, όμως, επιστρέφουμε από εκεί πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις σαν αυτές που επικρατούν στην Πολωνία» τονίζει, υπενθυμίζοντας το χρέος του δημιουργού απέναντι σε μια έκρυθμη κοινωνικο-πολιτική συνθήκη.
Για τον Λούπα της πρωτοπορίας, του μαθητή του Ταντέους Κάντορ, των τομών στο πολωνικό θέατρο του ’80 και του ’90 – που έχει “ξεσκονίσει” με απίστευτη επιμονή μερικά από τα δυσκολότερα κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας, όπως αυτά του Μπέρνχαρντ και του Μπροχ – το θέατρο είναι μια δυνατότητα να εμβαθύνει στον άνθρωπο. «Είναι μια ευκαιρία για να ζήσουμε μια πιο βαθιά ζωή από την πραγματική. Οπως λέει και κάποιος ήρωας του Τσέχωφ “όταν ζω τη ζωή του ρόλου, η δική μου ζωή αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον”. Φαίνεται πως στην καθημερινότητα μας δεν συναντιόμαστε με τις πραγματικές έννοιες της ζωής, σαν να περπατάμε σ’ ένα ψεύτικο δρόμο. Ενώ στο θέατρο μπορούμε να επιλέξουμε πολλούς και διαφορετικούς δρόμους».
Πίσω από αυτή την προβληματική κρύβεται και η σκηνοθετική εμμονή του Λούπα να διαστέλλει το χρόνο στις παραστάσεις του – η πεντάωρη, ψυχαναλυτική ανάγνωση της «Δίκης» αναδεικνύεται σε τυπικό δείγμα του σκηνοθετικού του ιδιώματος. «Πρέπει να ανοίγουμε το χρόνο στα μάτια του θεατή γιατί η αφήγηση αποκτά άλλη σαφήνεια. Ο θεατής που τρέχει όλη μέρα στην καθημερινότητα του ξαφνικά αποκτά μια δυνατότητα να στραφεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το θέατρο δεν είναι σαν τις ταινίες δράσης που παγιδεύουν το χρόνο και μας καταδικάζουν απλώς στο να καταβροχθίζουμε έργα, με την αντίληψη μας ναρκωμένη. Το θέατρο πρέπει να μας οδηγεί σε αντίστροφη πορεία από την πνευματική μας καταστροφή».
Παρακολουθώντας την αριστουργηματική «Δίκη» – τη δεύτερη παράσταση του Λούπα που παρουσιάζεται επί αθηναϊκού εδάφους – δεν υπάρχει αμφιβολία πως το θέατρο του έχει πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του το θεατή. Είναι σταθερή προτεραιότητα του Κριστιάν Λούπα να ερεθίζει την προσοχή του γι’ αυτό και συχνά επιχειρεί αυτοσχεδιασμούς αναθέτωντας στον εαυτό του το ρόλο του προβοκάτορα σχολιαστή – αφηγητή. «Σχολιάζω τα ενδιάμεσα της πλοκής γεγονότα, αντιμετωπίζοντας τους θεατές ως πιθανό χώρο σκέψης. Η δική μου παρέμβαση θα μπορούσε να είναι η προέκταση της σκέψης τους πάνω στο έργο. Θέλω οι θεατές να λειτουργούν ως συνεργοί των προβληματισμών μου. Διαφορετικά, αν δεν τους συμπεριλάβω σε αυτή τη διαδικασία το μόνο που θα έχουν να διαπραγματευτούν θα είναι μια εικόνα».
Αυτή η τακτική εξηγεί και την πρόθεση του μέγα Πολωνού να μην υπογράφει παραστάσεις – μανιφέστα με την καταγγελτική έννοια του όρου. «Το μανιφέστο προκύπτει ως μια δράση μετά από σύνθεση. Χτίζοντας μια παράσταση διαμαρτυρίας μπορούμε να γιορτάσουμε τη θέληση της ζωής, την επιθυμία της νίκης, μολονότι αφηγούμαστε μιαν ήττα. Είμαι πεπεισμένος πως ο θεατής που θα μπει στην πνευματική διαδικασία της παρακολούθησης μιας παράστασης θα οδηγηθεί μόνος του στο μανιφέστο».